ΟΠΩΣ ΦΑΝΗΚΕ ΚΑΘΑΡΑ και στη ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός θέλει να δείξει ότι θέτει την κυβέρνησή του, που βρίσκεται ήδη στα μισά της θητείας της, σε επανεκκίνηση, απαλλαγμένη από τα βάρη της προηγούμενης περιόδου. Είναι σαφές ότι θέλει να ρίξει σχεδόν όλο το βάρος στην οικονομία, όπως ήταν άλλωστε και ο αρχικός σχεδιασμός μετά την εκλογή του, πριν από τα ελληνοτουρκικά, και η πανδημία και πιο πρόσφατα οι πυρκαγιές και οι συνέπειές τους, μαζί με τις αδυναμίες που ανέδειξαν, τον βγάζουν από τον δρόμο αυτόν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φανέρωσε το δίλημμα που θα θέσει όταν αποφασίσει να πάει σε εκλογές και το οποίο δεν είναι άλλο από το «σταθερότητα ή περιπέτειες», ή αλλιώς «κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας ή χάος». Και για να το κάνει ακόμα πιο παραστατικό, ανέφερε ότι η εναλλακτική, αν δεν ξανακερδίσει εκείνος τις εκλογές, θα είναι μία κυβέρνηση Τσίπρα - Βαρουφάκη.
Η αναφορά αυτή έγινε προφανώς για να προκαλέσει αντανακλαστικά φόβου σε έναν κόσμο που το ενδεχόμενο αυτό τον τρομάζει, αλλά και για να υποστηρίξει ότι με τους πιθανούς συσχετισμούς της επόμενης μέρας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να αποκτήσει αυτοδυναμία, άρα θα χρειαστεί να συμμαχήσει με το ΜΕΡΑ25 του Βαρουφάκη.
Κυβερνητικά στελέχη θεωρούν (ή αισιοδοξούν) ότι η οικονομία θα είναι το προνομιακό πεδίο αναμέτρησης γι' αυτούς στις επόμενες εκλογές, καθώς, κατά τη γνώμη τους, υπερέχουν, και ελπίζουν ότι «αυτό θα φανεί και στις επόμενες δημοσκοπήσεις μετά την ανακοίνωση των μέτρων που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός, ειδικά την επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος και τις αφορολόγητες μεταβιβάσεις ακινήτων».
Οι πρόσφατες μετρήσεις κοινής γνώμης κατέδειξαν υποχώρηση της δημοφιλίας της κυβέρνησης μετά τις πυρκαγιές, αλλά, παρά τα λάθη, τις καθυστερήσεις και την απουσία έργου σε πολλούς τομείς, καθώς και τα πρώτα δείγματα κυβερνητικής αλαζονείας που παρατηρήθηκαν, η φθορά που καταγράφηκε δεν ήταν μεγάλη.
Στοχευμένες κινήσεις
Η οικονομία, μετά την πέρα από την προσδοκώμενη αύξηση των τουριστικών εσόδων του καλοκαιριού, έχει τονώσει την αισιοδοξία του πρωθυπουργικού επιτελείου, παρά τα εμπόδια που διαφαίνονται, όπως η γερμανική εμμονή στη λιτότητα, καθώς ο υποψήφιος καγκελάριος Όλαφ Σολτς, που θεωρείται φαβορί, τάσσεται υπέρ της συνέχισης των αυστηρών ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων. (Η Ε.Ε. τους έχει αναστείλει από την αρχή της πανδημίας για να ενισχυθεί η οικονομία των κρατών-μελών και να αντεπεξέλθουν στην οικονομική κρίση που ακολούθησε, με συνέπεια όμως να αυξηθεί σημαντικά το χρέος.)
Οι πρόσφατες μετρήσεις κοινής γνώμης κατέδειξαν υποχώρηση της δημοφιλίας της κυβέρνησης μετά τις πυρκαγιές, αλλά, παρά τα λάθη, τις καθυστερήσεις και την απουσία έργου σε πολλούς τομείς, καθώς και τα πρώτα δείγματα κυβερνητικής αλαζονείας που παρατηρήθηκαν, η φθορά που καταγράφηκε δεν ήταν μεγάλη.
Η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, όπως φαίνεται και από τα στοχευμένα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός τις προηγούμενες μέρες, γνωρίζει ποιο είναι το κοινό στο οποίο θέλει να απευθυνθεί. Η συνεργασία με τον Αμερικανό expert στην πολιτική στρατηγική και δημοσκόπο Σταν Γκρίνμπεργκ, άλλωστε, αποκαλύπτει τον επαγγελματισμό με τον οποίο το Μαξίμου επιλέγει τις πολιτικές του κινήσεις.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση μετράει τα πάντα πριν ανακοινώσει αποφάσεις και μέτρα. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι την προφυλάσσει αυτόματα από κάθε λάθος, οπωσδήποτε όμως τη γλιτώνει από πολλά. Η πολιτική, βέβαια, είναι περισσότερα πράγματα από τη στρατηγική άσκησης της κρατικής εξουσίας.
Γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι το βασικότερο κριτήριο των ψηφοφόρων συνήθως είναι η οικονομική τους κατάσταση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεσμεύτηκε στη ΔΕΘ ότι σταδιακά θα υπάρξει χειροπιαστό οικονομικό όφελος για κάθε Έλληνα. Στη Θεσσαλονίκη περιέγραψε και το κοινό στο οποίο απευθύνεται, έχοντας κατά νου μάλλον όσους ψήφισαν «ναι» στο δημοψήφισμα του 2015, μιλώντας για τη «μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία του ορθολογισμού και της προόδου, που θέλει την πατρίδα στον πυρήνα της Ευρώπης».
Επειδή η περιγραφή αυτή όμως μάλλον δεν καλύπτει ολόκληρη την παραδοσιακή βάση της Νέας Δημοκρατίας, απευθύνθηκε και σε εκείνους που «είναι περήφανοι για την Ιστορία και την εθνική τους ταυτότητα». Αυτό μπορεί να ακούστηκε πολύ γενικό, αλλά ήταν μήνυμα για τον χώρο από τον οποίο φοβάται ότι μπορεί να έχει απώλειες.
Σύμφωνα με αρκετούς πολιτικούς αναλυτές και βάσει δημοσκοπικών ευρημάτων, η κυβέρνηση παρουσιάζει απώλειες κυρίως από τη δεξιά της πτέρυγα, λόγω της πολιτικής της στα εθνικά ζητήματα και το μεταναστευτικό. Αρκετά στελέχη και δεξιοί ψηφοφόροι της Νέα Δημοκρατία βρίσκουν την πολιτική αυτή αρκετά φιλελεύθερη, την ώρα που κάποιοι στην Ευρώπη την κατηγορούν για το αντίθετο.
Οι δυσαρεστημένοι
Υπάρχει η δυσαρέσκεια των καραμανλικών, οι οποίοι τώρα περισσότερο από ποτέ γκρινιάζουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει σχηματίσει μία «σημιτική κυβέρνηση». Οι καραμανλικοί όμως είναι εξαιρετικά ανίσχυροι τελευταία. Υπάρχει η απογοήτευση των «σαμαρικών» για τα εθνικά (τη Συμφωνία των Πρεσπών και τα ελληνοτουρκικά), αλλά πολλοί από αυτούς έχουν τοποθετηθεί σε διάφορες θέσεις του κράτους κι έκτοτε έχουν σταματήσει την κριτική.
Τέλος, υπάρχει και η δυσαρέσκεια των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας που στέκονταν για χρόνια στην κομματική επετηρίδα, περιμένοντας τη σειρά τους και τώρα βλέπουν να γίνονται υπουργοί οι «αλεξιπτωτιστές» και αυτοί να παραμένουν στον πάγκο.
Η παράβλεψη των βουλευτών δεν είναι εύκολη υπόθεση, γιατί είναι χρήσιμοι σε (κάθε) κυβέρνηση για να εκλαϊκεύει τη γραμμή της στην περιφέρεια, μέσω της άμεσης επαφής που έχουν με τους ψηφοφόρους. Πρωθυπουργοί που αγνόησαν σε κάποιον βαθμό τον παραδοσιακό ρόλο που εξακολουθούν να παίζουν –ειδικά στην επαρχία– οι βουλευτές του κόμματος (όπως ο Γιώργος Παπανδρέου, όταν επιχείρησε να εισαγάγει αρκετούς νεωτερισμούς) πλήρωσαν σημαντικό πολιτικό κόστος.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρότι έχει υιοθετήσει αρκετά από το στυλ διακυβέρνησης που εφάρμοσε ο Γιώργος Παπανδρέου (πρόκειται για στοιχεία του αμερικανικού μοντέλου κυρίως), αναλαμβάνει πιο λελογισμένο ρίσκο, επειδή, χωρίς τους βουλευτές ικανοποιημένους, ο έλεγχος του κόμματος δεν είναι εφικτός.
Η προσπάθεια δημιουργίας δεξιών έως ακροδεξιών κομμάτων, με σκοπό την αποδυνάμωση της Νέας Δημοκρατίας, δεν τον αφήνει αδιάφορο, αλλά για την ώρα δεν υπάρχει πανικός. Άλλωστε, κάποια από τα κόμματα αυτά ενίοτε παίζουν και τον ρόλο του αναχώματος.
Το τέλος της συναίνεσης που δεν υπήρξε
Στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου στο πλαίσιο της ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι δεν πρόκειται στο εξής να αναζητήσει τη συναίνεση από τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και ποτέ δεν έγινε κάποια σοβαρή προσπάθεια, ούτε και η άλλη πλευρά έδειξε ποτέ τέτοια διάθεση. Τουλάχιστον όχι από όσα είναι γνωστά και όσα συμβαίνουν στο προσκήνιο.
Ο πρωθυπουργός έδειξε δημόσια την ενόχλησή του για την άρνηση του Αλέξη Τσίπρα να «δανείσει» τον πρώην υπουργό του, Ευ. Αποστολάκη, για το υπουργείο Πολιτικής Προστασίας. Τις προηγούμενες ημέρες, με πληροφορίες που διοχέτευαν προς τα ΜΜΕ κυβερνητικές πηγές, άφησαν να εννοηθεί ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αρχικά είχε συμφωνήσει.
Καμία από τις δύο πλευρές πάντως δεν αποκάλυψε πλήρως το παρασκήνιο της συγκεκριμένης συναλλαγής που κατέληξε σε φιάσκο. «Θεωρώ πως έχω εξαντλήσει τη διάθεσή μου να είμαι συναινετικός με ανθρώπους και πολιτικούς χώρους που δεν δείχνουν καμία διάθεση συναίνεσης. Συνομιλώ με την κοινωνία και αυτό θα συνεχίσω να κάνω. Με ανθρώπους που μου ζητάνε συναίνεση από τη Βουλή και μία εβδομάδα μετά κάνουν αυτά που έκαναν δεν έχω και πολλά να πω» ανέφερε ο πρωθυπουργός.
Η ακινησία του ΣΥΡΙΖΑ και η προσοχή στο ΚΙΝ.ΑΛ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει σε αδυναμία να αυξήσει τις δυνάμεις του μετά από δύο χρόνια στην αντιπολίτευση, παρά τη σκληρή κριτική που ασκεί σε όλα τα πεδία. Τα στελέχη της Κουμουνδούρου θεωρούν ότι η κυβερνητική φθορά στο εξής δεν θα αναστρέφεται και υποστηρίζουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης σύντομα θα αποφασίσει εκλογές για να «δραπετεύσει», όπως λένε. Οι εκλογές ωστόσο εξακολουθούν να διαψεύδονται κατηγορηματικά από το Μαξίμου.
Την προσοχή όλων των πολιτικών παικτών τραβάει εδώ και λίγες μέρες το ΚΙΝ.ΑΛ., που ετοιμάζεται για τη διαδικασία εκλογής νέου προέδρου. Τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για το ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρός του, καθώς αυτό θα κρίνει εν πολλοίς και την πολιτική του κατεύθυνση.
Ανεξάρτητα από το κεντρικό διακύβευμα, αν θα μπορέσει να ανακτήσει δυνάμεις ή θα συρρικνωθεί, το ΚΙΝ.ΑΛ. για αντικειμενικούς λόγους μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στις επόμενες εκλογές λόγω της απλής αναλογικής αλλά και της πιθανής αδυναμίας των άλλων δύο κομμάτων να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αυτός είναι και ο λόγος που αυτή την περίοδο υπάρχει ένα πολύ έντονο παρασκήνιο και μεγάλη κινητικότητα στη Χαριλάου Τρικούπη, μετά από πολύ καιρό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.