ΖΟΥΜΕ ΣΕ «ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», διαβάζουμε συχνά. Νομίζω πως η φράση πρέπει να συμπληρωθεί από μιαν άλλη: ζούμε σε καιρούς όπου κρίνεται, ξανά, ο αγώνας εναντίον του ολοκληρωτισμού και της ακραίας απανθρωπιάς.
Στο Ιζιούμ, μετά την Μπούτσα, και αλλού, όπου αποκαλύπτει τα έργα της η ρωσική φονική μηχανή, δεν έχουμε «ενδιαφέροντα» πράγματα, έχουμε καθαρή φρίκη. Και αυτή η φρίκη δεν σχετικοποιείται, δεν ισοσταθμίζεται με οικονομικές κρίσεις ή άλλα θέματα της δυτικής καθημερινότητας.
Θα είχε νόημα να αρχίσουμε από αυτό. Από αυτούς που δολοφονήθηκαν με τα χέρια πισθάγκωνα ή από αυτή την κοπέλα, τη Μάχσα Αμινί, που πέθανε στα χέρια της αστυνομίας ηθών του ιρανικού ισλαμικού καθεστώτος επειδή θεωρήθηκε ασεβής η ενδυμασία της.
Ζούμε, λοιπόν, σε καιρούς όπου, μαζί με τις απειλές από τις αλλεπάλληλες κρίσεις, μαζί με ιούς, ενεργειακή φτώχεια, κοινωνικά και δημογραφικά ρήγματα, έρχεται και μας προκαλεί, εκ νέου, το ζήτημα των ολοκληρωτισμών και της πολιτικής απανθρωπιάς.
Η Δύση έχει τα δικά της κενά, τις δικές της ανεπάρκειες και εκδοχές υποβάθμισης ‒ μπορεί έτσι να αδρανεί, να πέφτει στην αμηχανία, να δείχνει δειλή και απαράσκευη για μεγάλα βήματα και σοβαρές αποφάσεις για αλλαγές στο «λογισμικό» της. Από την άλλη, όμως, έχουμε μια αντι-Δύση που είναι πρόθυμη να ξαναβγάλει από την ντουλάπα τις σταλινικές μεθόδους, επινοώντας νέα μοντέλα καταπίεσης, ψεύδους και βίας.
Οι μετα-δικτάτορες της εποχής χειρίζονται καλά τις τεχνολογίες της παραπληροφόρησης και πληρώνουν για δίκτυα ιδεολογικού πολέμου.
Υπάρχει φυσικά ένα καλό νέο: τώρα, και με τη βοήθεια των ίδιων των Ουκρανών και όσων τους βοηθούν, μαθαίνουμε τι συμβαίνει. Οι μετα-δικτάτορες της εποχής χειρίζονται καλά τις τεχνολογίες της παραπληροφόρησης και πληρώνουν για δίκτυα ιδεολογικού πολέμου, δεν μπορούν όμως να κατορθώσουν την απόκρυψη του κακού. Μαθαίνουμε, βλέπουμε, ενημερωνόμαστε για τα έργα και τις ημέρες της φρίκης. Και είναι σημαντικό αυτό γιατί οι παλιές ολοκληρωτικές εξουσίες στηρίζονταν στην επιτυχημένη αποσιώπηση και στην άρνηση.
Και τώρα το προσπαθούν (καίγοντας, ας πούμε, πτώματα ή εξαφανίζοντας ίχνη), αλλά όχι σε βαθμό που να μην μπορεί να προχωρήσει η έρευνα για ένα μελλοντικό (και απολύτως απαραίτητο) Διεθνές Δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου.
Όσα και αν μαθαίνουμε, όμως, η φρίκη παραμένει φρίκη. Και υπάρχουν δυνάμεις στη Δύση, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελλάδα αλλά και στη Βόρεια Ευρώπη, πολίτες και πολιτικοί πρόθυμοι να δουν αυτήν τη φρίκη ως άλλη μία «κρίση» πλάι σε άλλες «κρίσεις» και «εντάσεις». Δυνάμεις που θεωρούν πως οι επιθετικές ενέργειες των ολοκληρωτικών αναθεωρητισμών μπαίνουν στο ίδιο πλάνο με τις τιμές που αυξήθηκαν στο σούπερ-μάρκετ ή με τη δημοκρατική κόπωση και τις παθογένειες των δικών μας κοινωνιών.
Για κάποιους διανοούμενους και πολιτικούς παρατηρητές η βαναυσότητα στο Ιράν ή η φρίκη στους τόπους απ’ όπου πέρασαν οι εισβολείς και οι μισθοφόροι τους στην Ουκρανία είναι πράγματα «λιγότερο ενδιαφέροντα» από την καταστολή στην Αθήνα, στο Παρίσι ή όπου αλλού βλέπουμε συγκρούσεις για διαφορετικά μέτωπα, σε συνδικαλιστικές ή φοιτητικές κινητοποιήσεις.
Το ότι ζούμε σε καιρούς κατά τους οποίους συντελούνται φρικτά πράγματα από εξουσίες που αντιγράφουν τους ιστορικούς ολοκληρωτισμούς, αυτό νομίζω θα έπρεπε να ήταν ένα τεράστιο σοκ για όλους και όλες: λόγος αφύπνισης και μαζί η ευκαιρία να ξανασυζητήσουμε σοβαρά με τους νεότερους (και με όσους ενδεχομένως δεν περνάει από το μυαλό τους) για τον ανθρώπινο και ηθικό ζόφο αυτής της «αντι-Δύσης» που παρουσιάζεται ενίοτε ως κατ’ επίφαση εκδίκηση και απάντηση στα δεινά και στα ανομήματα της Δύσης.
Αυτή η συζήτηση δεν γίνεται. Ή γίνεται σποραδικά, σε μικρούς κύκλους. Οι ολοκληρωτισμοί, πολιτικοί και «θρησκευτικοί», παραδοσιακοί ή μετασκευασμένοι, δεν κινητοποιούν τα δημόσια συναισθήματα και ιδίως την ευαισθησία μεγάλου μέρους της διανόησης και των καλλιτεχνών. Τουλάχιστον όχι στη δική μας χώρα.
Εδώ υπάρχουν άνθρωποι, νέοι, μορφωμένοι και λόγιοι μάλιστα, που θα ήθελαν να αποδείξουν πως η Μπούτσα, το Ιζιούμ, η Μαριούπολη, είναι μεταμοντέρνες σκηνοθεσίες του δυτικού ιμπεριαλισμού ή σκέτος πόλεμος προπαγάνδας μεταξύ «καθαρμάτων», όπου «όλοι είναι ίδιοι».
Ας ξεκινήσουμε, όμως, από μια βασική αρχή: η φρίκη δεν συμψηφίζεται, δεν εξισώνεται ούτε συγκρίνεται με το όποιο πρόβλημα δικαιοσύνης και καθημερινής διαφωνίας στο οποίο εμπλεκόμαστε εμείς ‒ στη δική μας εκλογική και κοινωνική πιάτσα των αντιθέσεων. Η φρίκη είναι εκεί και περιμένει από μας να την κάνουμε θέμα, να μην τη δούμε ως άλλη μια «κρίση», όπως εκ του πονηρού ζητούν διάφοροι, εξουδετερώνοντας την κρίσιμη σημασία της. Και μόνο αυτά τα καθεστώτα που οργανώνουν τη φρίκη και πολιτεύονται με αυτή, μόνο αυτά μπορούν να αποκαλούνται «καθεστώτα».
Εμείς έχουμε κυβερνήσεις, ενδεχομένως κακές ή όχι συμπαθείς για πολλούς. Καθεστώτα είναι αυτά που κάνουν ιμπεριαλιστικούς πολέμους ή όπου μια γυναίκα μπορεί να χάσει τη ζωή της αν δεν φοράει σωστά τη μαντίλα της. Αν αρχίσουμε από αυτό, μπορούμε έπειτα να ζήσουμε την ποικιλία και το πάθος των διαφωνιών μας για την πανεπιστημιακή αστυνομία, για τη ΔΕΗ ή το ύψος των επιδομάτων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.