«ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΕ ΚΟΥΡΑΖΟΥΝ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ τα συνεχή μηνύματα και email από τον παιδικό σταθμό της μικρής. Η Χρυσαλένια-Ηλιοστάλαχτη έφαγε δύο κριτσίνια, η Χρυσαλένια-Ηλιοστάλαχτη έχει ένα εξάνθημα, η Χρυσαλένια-Ηλιοστάλαχτη θα πάει εκδρομή, η Χρυσαλένια-Ηλιοστάλαχτη δάγκωσε ένα παιδάκι στο μπούτι. Φτάνει πια!» έγραψε μια γνωστή μου για τον παιδικό σταθμό που πήγαινε η κόρη της. Ήθελα να της γράψω πως υπήρχε ένας σίγουρος τρόπος να μη μαθαίνει τα νέα της Χρυσαλένιας-Ηλιοστάλαχτης κι αυτός θα ήταν να τη στείλει στον δημόσιο παιδικό σταθμό που πήγαινε ο γιος μου. Στα τρία χρόνια που πέρασε στον βρεφονηπιακό/παιδικό σταθμό, η μόνη επικοινωνία που είχαμε, πέρα από τα τυπικά την ώρα που παίρναμε ή αφήναμε το παιδί και τις τοιχοκολλημένες ανακοινώσεις που θύμιζαν μητρώο στην εφορία, ήταν κάποια περιστασιακά τηλεφωνήματα τρόμου. «Σας παίρνω γιατί ο γιος σας έχει πυρετό / έχει επιπεφυκίτιδα / κάνει εμετό / έπεσε πάνω σε ένα κουρτινόξυλο και έχει ένα γιγαντιαίο καρούμπαλο». Τον πρώτο καιρό, λόγω Covid, δεν επιτρεπόταν καν να μπούμε στην τάξη του. Τι έκανε όλη μέρα; Πώς περνούσε τον χρόνο του; Ήταν 16 μηνών, μιλούσε ακόμα με συλλαβές.
«Έχεις αργήσει, δεν θα βρίσκεις θέση», «Τι περιμένεις και δεν τον γράφεις;» μου είπαν μια παλιά μου συμμαθήτρια και μια γνωστή μου όταν τους είπα πως ψάχνω σχολείο για τον γιο μου, που θα πάει Α’ δημοτικού τη χρονιά 2026-2027 (ναι, σε ενάμιση χρόνο από τώρα). Ξεκίνησα να κοιτάζω site σχολείων και έπαθα κάτι σαν νευρωτικό επεισόδιο. Κατέληξα να φτιάξω Google spreadsheet: πού είναι, έχει γυμνάσιο, πόσα από τα νεφρά μας θα πουλήσουμε και οι δυο μαζί για να κάνει ο γιος μας forensics και κινέζικα;
Αρχικά, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα παρακμάζει. Οι δαπάνες για την παιδεία είναι περίπου στο 4% του κρατικού προϋπολογισμού, πολύ χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή: τo 2022 οι Έλληνες μαθητές και μαθήτριες κατέγραψαν τις χαμηλότερες επιδόσεις στην Ε.Ε. στη διεθνή έρευνα PISA του ΟΟΣΑ.
Δεν νομίζω πως οι γονείς μου αγχώθηκαν ποτέ για το σχολείο που θα πάω. Τα περισσότερα παιδιά της γενιάς μου πήγαιναν στο δημόσιο της γειτονιάς τους. Τα ιδιωτικά σχολεία ήταν ελάχιστα, και ακόμα και όσοι έστελναν τα παιδιά τους εκεί, το έκαναν χωρίς κάποια φοβερή έρευνα. Κάποιος τους έλεγε κάτι ή άκουγαν ότι κάπου είναι καλά και αυτό ήταν.
Τι μεσολάβησε και αυτήν τη στιγμή, παρά την οικονομική στενότητα, τα ιδιωτικά σχολεία (που κοστίζουν μαζί με τα μεταφορικά από 6.000 έως 16.000 ευρώ τον χρόνο) έχουν λίστα αναμονής; Αρχικά, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα παρακμάζει. Οι δαπάνες για την παιδεία είναι περίπου στο 4% του κρατικού προϋπολογισμού, πολύ χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή: τo 2022 οι Έλληνες μαθητές και μαθήτριες κατέγραψαν τις χαμηλότερες επιδόσεις στην Ε.Ε. στη διεθνή έρευνα PISA του ΟΟΣΑ. Οι κτιριακές υποδομές παραμένουν από ανεπαρκείς έως κακές, ενώ σε κάθε βαθμίδα τα δημόσια σχολεία μαστίζονται από τρομερή έλλειψη εκπαιδευτικών. Την ίδια ώρα, η υποτιθέμενη δωρεάν παιδεία κοστίζει ακριβά: πλέον, εκτός από τα φροντιστήρια για τις ξένες γλώσσες και τις πανελλαδικές, τα παιδιά πηγαίνουν σε κέντρα μελέτης από το δημοτικό, ενώ οι εξετάσεις εισαγωγής στα πρότυπα γυμνάσια της χώρας (πέρσι δέχτηκαν 9.500 αιτήσεις για 1.790 θέσεις) έχουν μετατραπεί σε μίνι πανελλαδικές, με τα παιδιά να προετοιμάζονται έως και 2 χρόνια σε ειδικά φροντιστήρια. Σε όλο αυτό το τοπίο έχει έρθει να προστεθεί και ο φόβος των γονιών για τη βία και το bullying. Θα μπορούσα να γράψω και για τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι Έλληνες γονείς την εκπαίδευση και τους εκπαιδευτικούς ή ακόμα και για την ίδια την ουσία του εκπαιδευτικού συστήματος που παραμένει στείρο και παλαιικό – αλλά αυτά είναι για άλλο κείμενο.
Όχι πως δεν υπάρχουν εξαιρετικά δημόσια σχολεία ή πως υπάρχει κάποια εγγύηση ότι σε ένα ιδιωτικό σχολείο το παιδί σου δεν θα πέσει θύμα bullying ή ότι θα έχει καλό διευθυντή ή καλούς δασκάλους, ή ότι θα ’ναι χαρούμενο, που είναι και το πιο σημαντικό απ’ όλα, απλώς μοιάζει σαν ένα πιο ελεγχόμενο περιβάλλον, όπου δεν θα του πέφτουν οι σοβάδες στο κεφάλι και δεν θα κινδυνεύει να μείνει χωρίς δασκάλα για δύο μήνες.
Σε ένα δημόσιο σχολείο γνωρίζεις πως το παιδί σου δεν θα μεγαλώσει σε μια φούσκα αλλά στον πραγματικό κόσμο. Το πρόβλημα είναι πως αναγκαστικά βασίζεσαι στην τύχη: έχοντας τον γιο μου στο δημόσιο σύστημα παιδείας, πρώτα σε δημόσιο βρεφονηπιακό σταθμό και τώρα σε δημόσιο νηπιαγωγείο, έχω καταλάβει πως τα δημόσια σχολεία, σε αυτό το επίπεδο τουλάχιστον, εξαρτώνται από τον διευθυντή τους αλλά και από έναν καλό και ισχυρό σύλλογο γονέων. Βέβαια, ακόμα κι αν τα έχεις όλα αυτά, και πάλι πρέπει να διεκδικείς τα αυτονόητα: τις κτιριακές υποδομές, το βάψιμο του κτιρίου, την απεντόμωση και πόσα άλλα ακόμα.
Ας πάρω τώρα μια ανάσα και ας ανοίξω το Google spreadsheet μου.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO