ΚΙΝΟΥΜΑΣΤΕ ΤΟΣΟ ΣΥΧΝΑ ανάμεσα σε ψηλά κτίρια, θορυβώδη οχήματα και τα σώματα άλλων πεζών που ξεχνάμε πώς είναι να περπατάς ανάμεσα στα δέντρα. Τα πόδια να προσαρμόζονται στο ανώμαλο έδαφος. Το χώμα να επιτρέπει συνδέσεις με τη γη. Τα φύλλα και τα κλαδιά να κάνουν παιγνιώδεις σκιάσεις πάνω στις πλάτες των περαστικών. Οι κορμοί να μυρίζουν και τα νερά να είναι ο μοναδικός, καθησυχαστικός κι επαναλαμβανόμενος ήχος.
Μ' αρέσει να πηγαίνω σε δημόσια πάρκα. Μ' αρέσει ο κόσμος εκεί. Υπερβολικά μυώδεις και αγχωτικοί τύποι που τρέχουν πριν τη δουλειά, ομάδες που κάνουν γιόγκα, αναγνώστες που ανταλλάσσουν αναγνωριστικά βλέμματα κι αργόσχολοι που δε χρειάζεται να βρίσκονται πουθενά. Το πλήθος των πάρκων αλλάζει ανάλογα με τη μέρα και την ώρα. Τις Δεύτερες το πρωί έχει πιο πολλούς αργόσχολους. Τις Κυριακές το απογεύματα μαζεύει αναγνώστες. Μερικά μεσημέρια έχει ανήλικα που θα 'θελαν να ζευγαρώσουν. Η ροή των δρομέων αυξομειώνεται ανάλογα με την εποχή του χρόνου και τις θερμοκρασίες. Οι φτωχοί αγαπάνε τα πάρκα, γιατί μπορούν να περάσουν εκεί ώρες χωρίς να ξοδεύουν. Οι πλούσιοι αγαπάνε τα πάρκα, γιατί συνήθως βρίσκονται στη γειτονιά τους και τους εξασφαλίζουν μια θωράκιση απ' το θόρυβο και την πυκνή δόμηση. Δεν είναι περίεργο που στους χώρους πρασίνου ενδημούν οι φοιτητές. Είναι κάτι που μπορούν να κάνουν όλοι μαζί, χωρίς διαχωρισμούς, ανεξαρτήτως εισοδήματος, μια ολόκληρη ομάδα νέων ανθρώπων με μόνο κοινό ότι συνέπεσαν στο ίδιο πανεπιστήμιο μπορεί ν' αράζει στο ίδιο πάρκο.
Οι εικόνες καταστροφής αρχικά σοκάρουν, μετά συνηθίζονται. Πρώτα τις γλείφει το ηδονοβλεπτικό βλέμμα, μετά τις απορρίπτει ως μπανάλ και μετά αναζητά τη δόση του σε κάτι ακόμα πιο συνταρακτικό.
Οι πόλεις με δέντρα έχουν άλλη θερμοκρασία. Άλλον αέρα. Μικρές οάσεις γαλήνης επιτρέπουν στους "partners" - ντελιβεράδες που ποδηλατούν με την πλάτη τους φορτωμένη πίτσες να ξαποστάσουν. Όσοι δουλεύουν στα γραφεία κάνουν διάλειμμα χωρίς ν' ακούν κόρνες, λάστιχα και φρένα. Η χαμηλή θερμοκρασία ενός μέρους με δέντρα, οι σκιές, είναι ζήτημα επιβίωσης για υπερήλικες που θέλουν να λιαστούν χωρίς να λιποθυμήσουν, ενώ η ηρεμία των δέντρων που κροταλίζουν στον αέρα μεταδίδεται και σ όσους μετά από μια απογοήτευση πάνε στο πάρκο να βρουν παρηγοριές. Διάφορες θλιμμένες φιγούρες παίρνουν κουράγιο αγγίζοντας το ξύλο ή έρχονται, για να κλάψουν. Είναι γενναιόδωροι με την ιστορία τους και τη λένε, αν τους ρωτήσεις. Διάφοροι περίεργοι αράζουν εδώ, γιατί οπουδήποτε αλλού θα τους κοίταζαν. Στο πάρκο όμως όχι. Υπάρχει μια συμφωνία κατανόησης ή αδιαφορίας.
Γι' αυτό έπιασα τον εαυτό μου ν' ανησυχεί φέτος το καλοκαίρι. Όχι μόνο κάηκαν τόσα και τόσα δέντρα στις φωτιές αλλά πληροφορηθήκαμε κι ότι δεν πειράζει, δέντρα είναι. Ο αέρας του Αυγούστου στην Αθήνα ήταν βρωμερός, φορτωμένος καρκινογόνους ρύπους. Διάφορες εφαρμογές δείχνουν την ποιότητα του αέρα. Έτσι μαθαίνεις να την τσεκάρεις στο κινητό σου πριν βγεις. Η ρύπανση γίνεται ζήτημα καθημερινής διαχείρισης της ζωής. Οι εικόνες καταστροφής αρχικά σοκάρουν, μετά συνηθίζονται. Πρώτα τις γλείφει το ηδονοβλεπτικό βλέμμα, μετά τις απορρίπτει ως μπανάλ και μετά αναζητά τη δόση του σε κάτι ακόμα πιο συνταρακτικό.
Καθώς η Αττική μετατρέπεται σε μια πύρινη κόλαση χρειαζόμαστε ακόμα πιο πολύ το πράσινο. Αν όμως κάποιος ήθελε να βρει καταφύγιο στα λίγα πάρκα τον Αύγουστο, αυτά ήταν κλειστά λόγω κινδύνου πυρκαγιάς. Οι τουρίστες πλησίαζαν, κοίταζαν τη δυσοίωνη και δυσνόητη ανακοίνωση κι απομακρύνονταν ιδρωμένοι ξεχνώντας αντηλιακό. Φυσικά θα μπορούσαν να κάνουν μια βόλτα στον μεγάλο περίπατο όπου αυτοκίνητα σε προσπερνάνε ενώ απολαμβάνεις τον θόρυβο κι όπου τα όρια του "πεζοδρομίου" οριοθετούνται με μπογιές κι αισθητική ακριβού πλην κακού, ψεύτικα πολυτελούς ξενοδοχείου. Κάποια φυτά σκορπίστηκαν σε μεγάλες άσχημες γλάστρες και μετά μαζεύτηκαν πίσω από πάνινο παραβάν τον Αύγουστο. Σαν παιχνίδια ενός γίγαντα σκορπισμένα στην πόλη στήθηκαν και ξεστήθηκαν. Τουλάχιστον έχουμε φίλτρα που είναι σαν δέντρα και καθαρίζεται ο αέρας. Στη χειρότερη μπορεί να φοράει κάνεις μάσκα και ακουστικά, μαύρα γυαλιά και αντηλιακό και να μην έχει καμία ανάγκη ούτε από σκιές, ούτε από την ηρεμία μιας γειτονιάς χωρίς αυτοκίνητο. Τι πειράζει αν η πόλη έχει πυρετό; Δε χρειάζεται να βγαίνει κάνεις απ’ το σπίτι και να βιώνει αυτήν την αλληλουχία απογοητεύσεων που είναι η κοινή μας ζωή. Γιατί να εισπνέεις ιούς, λεπτά, αιωρούμενα, καρκινογόνα σωματίδια και ποιος ξέρει τι άλλο; Θα ζήσουμε κουλ και κυνικοί μέσα στα κινητά και τα λάπτοπ μας, ιδιωτεύοντας. Ή μάλλον όχι. Όχι πάλι αυτό.