ΟΙ «ΜΕΝΟΥΜΕΥΡΩΠΗΔΕΣ» ήταν ένας ειρωνικός χαρακτηρισμός που εκτοξευόταν για όλες και όλους εκείνους που στο δημοψήφισμα του 2015 ψήφισαν υπέρ του σχεδίου συμφωνίας της τρόικας και κινητοποιήθηκαν γι’ αυτό. Η εικονογράφηση του «μενουμευρωπαίου» τον παρουσίαζε ως έναν τύπο της ανώτερης μεσαίας τάξης που κινείται αμέριμνα στον χώρο πίνοντας Αperol, δεν πονάει τον λαό και, φυσικά, δεν νοιάζεται για τα βάσανά του.
Από εκείνο τον μακρινό Ιούλιο μέχρι τον Ιανουάριο του 2023 συνέβησαν πολλά. Ο «συμβιβασμός» του ΣΥΡΙΖΑ, ένα νέο μνημόνιο, μια θητεία τεσσάρων χρόνων με συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητων Ελλήνων και από τον Ιούνιο του 2019 μια νέα πλειοψηφία της κεντροδεξιάς και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Έχω την εντύπωση πως το ερωτηματικό του τίτλου «Μένουμε Ευρώπη;» μπήκε έτσι επίτηδες για να προκαλέσει, με την έννοια μιας κομμάτι «αυθάδικης» επικοινωνιακής χειρονομίας. Έτσι, για να τη σπάσει στους boomers ακροκεντρώους και να προξενήσει θόρυβο.
Εδώ και μήνες, ωστόσο, έχει αναδυθεί ένα σοβαρό και, όπως φαίνεται, ανοιχτό θέμα με τις υποκλοπές και τις άλλες παραβιάσεις της επικοινωνίας από παρακυβερνητικά ή ιδιωτικά(;) δίκτυα. Η υπόθεση έχει γεννήσει πολλές αντιπαραθέσεις, νομικές, πολιτικές και, φυσικά, προσωπικές.
Ένα τμήμα κεντρώων και κεντροαριστερών θεωρεί πως το πρωθυπουργικό περιβάλλον έχει παραβιάσει σημαντικούς όρους του φιλελεύθερου δημοκρατικού συμβολαίου. Μερικοί μέσα στην κεντροαριστερά τείνουν πλέον να υιοθετήσουν (ρητορικά τουλάχιστον) την πάγια αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ ότι ζούμε ένα καθεστώς μεταδημοκρατικής εκτροπής, μια αυταρχική ή ακόμα και ολοκληρωτική εξουσία.
Φυσικά, αν πάμε πίσω στον χρόνο τα ίδια λέγονταν από την τωρινή αξιωματική αντιπολίτευση για όλες τις κυβερνήσεις μετά το 2010 πλην αυτής του ΣΥΡΙΖΑ, πως δηλαδή ήταν καθεστώτα αντιδημοκρατικής εκτροπής.
Στην άλλη πλευρά, ένας κόσμος που είχε σημαντικό ρόλο –ενσώματης συμμετοχής και συναισθηματικής επένδυσης‒ στις κινητοποιήσεις του «Μένουμε Ευρώπη» του 2015 νιώθει πως συντελείται μια ιδεολογική και νοηματική λαθροχειρία. Με αφορμή ένα ερωτηματικό στον τίτλο αλλά και τη σύνθεση των προσώπων μιας εκδήλωσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, τον Νίκο Αλιβιζάτο, τον Ξενοφώντα Κοντιάδη, την Ιφιγένεια Καμτσίδου, τον Ανδρέα Τάκη και τον Δημήτρη Χριστόπουλο) τα πάθη άναψαν και ειπώθηκαν σκληρά και άδικα πράγματα, ιδίως για τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Νίκο Αλιβιζάτο.
Όλα παραπέμπουν σε μια εύφλεκτη συγκυρία όπου το καθετί εγγράφεται «αντικειμενικά» στα ανταγωνιστικά κομματικά σχέδια και στους σχεδιασμούς των επιτελείων.
Μπορούμε να σκεφτούμε ακόμα ελεύθερα;
Έχω την εντύπωση πως το ερωτηματικό του τίτλου «Μένουμε Ευρώπη;» μπήκε έτσι επίτηδες για να προκαλέσει, με την έννοια μιας κομμάτι «αυθάδικης» επικοινωνιακής χειρονομίας. Έτσι, για να τη σπάσει στους boomers ακροκεντρώους και να προξενήσει θόρυβο.
Φυσικά, σκοπό έχει να δείξει ότι η ευρωπαϊκή αναφορά δεν ανήκει με κάποιο τίτλο κυριότητας στον κόσμο των «Μένουμε Ευρώπη» του 2015 ή σε εκείνους από εκείνη τη μαγιά που τάσσονται σήμερα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Υπαινίσσεται, ωστόσο, κάτι πιο σοβαρό: ότι η κυβέρνηση αυτή αποκλίνει πλήρως από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ότι ανήκει σε μια γκρίζα ζώνη της Ευρώπης, μαζί με την κυβέρνηση της Ουγγαρίας ή άλλων χωρών που παραβιάζουν το κράτος δικαίου. Είπαμε, το θέμα της εκδήλωσης είναι οι υποκλοπές και ευρύτερα η σχέση τους με το κράτος δικαίου.
Μπορεί να πει κανείς πως όλο αυτό είναι απολύτως θεμιτό. Στην πολιτική και στα κινήματα πολιτών δεν υπάρχουν τίτλοι κυριότητας και εσαεί επικαρπίες. Η πολιτική περιέχει την κίνηση, την αναθεώρηση, τη συγγνώμη, την αλλαγή στάσης. Περιέχει τον αναστοχασμό ή τη διόρθωση του βλέμματος. Τότε ποιο το πρόβλημα; Μήπως απλώς όλο αυτό είναι μια υπερβολή που έχει να κάνει με τη συγκυρία και τις ερχόμενες εκλογές που θα παιχτούν στη σφαίρα του πάθους και όχι τόσο των επιχειρημάτων;
Το ένα θέμα είναι πως, απ’ όσο ξέρω, δεν έχει υπάρξει από την αξιωματική αντιπολίτευση άλλη θέση και διαφορετική εκτίμηση για το δημοψήφισμα και τη στάση του καλοκαιριού του 2015. Ούτε έχει υπάρξει κάποια άλλη προσέγγιση στους «μενουμευρωπαίους» του 2015 που θεωρήθηκαν τότε ένας μη λαός, μια μάζα στην υπηρεσία των ελίτ. Δεν έχω δει καμία επανεκτίμηση γι’ αυτά.
Είναι όμως εύλογη η σκέψη πως το ανήκειν στην Ευρώπη δεν καλύπτει απλώς την παραμονή στην ευρωζώνη ή τις συμφωνίες με κάποιος εταίρους. Είναι επίσης οι πολιτικοί και συνταγματικοί κανόνες που έχουν πάντα διαφορετικές και ανταγωνιστικές ερμηνείες.
Το τραύμα των υποκλοπών είναι σοβαρό πλήγμα για πολλούς και πολλές που αισθάνονται (δικαίως) ότι η παραβίαση ενός συμβολαίου εμπιστοσύνης μέσα στο κράτος δημιουργεί κινδύνους και για άλλα ζητήματα στη διακυβέρνηση. Αλλά η Ευρώπη το 2023 είναι επίσης και κάποια άλλα θεμελιώδη ζητούμενα: έχουμε έναν βάρβαρο, ιμπεριαλιστή εισβολέα και πολλά σοβαρά μέτωπα με εξωτερικούς και εσωτερικούς αντιπάλους.
Η Ευρώπη και ευρύτερα η Δύση αγωνιά για τους όρους της συλλογικής της ασφάλειας. Ε, λοιπόν, η «επισπεύδουσα» δύναμη της αντιπολίτευσης στη χώρα μας, όπως και τα δίκτυά της στη διανόηση, προωθούν μια ατζέντα δικαιωμάτων, ενώ την ίδια στιγμή αντιμετωπίζουν ως τρίτης διαλογής θέματα όλα περίπου τα μεγάλα στρατηγικά θέματα όπου διακυβεύεται η τύχη και της δικής μας χώρας: τον ερντογανικό αναθεωρητικό επεκτατισμό, τη ρωσική επιθετικότητα, τη σοβαρή αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος.
Το «Μένουμε Ευρώπη» είναι, λοιπόν, μια σύνθετη επιλογή, συχνά με διακριτές αξιακές και κοινωνικές προτεραιότητες. Το 2015 είχε ένα πολύ συγκεκριμένο νόημα. Σήμερα μπορούμε να πούμε πως έχει ένα ευρύτερο νόημα.
Στην Ευρώπη, άλλωστε, ανήκαν μέχρι πρότινος και ο Παντσιέρι και η Καϊλή και διάφορα άλλα πρόσωπα και συμφέροντα που απαξιώνουν εκ των ένδον τους θεσμούς της. Αλλά και οι Έλληνες αριστεροί ευρωβουλευτές που απείχαν ή ψήφισαν λευκό στην παραπομπή του Πούτιν, κι αυτοί δεν «μένουν Ευρώπη». Υπάρχει μια ασυνάρτητη και εξοργιστική πολιτική λογική που δεν αφορά φυσικά την εκδήλωση στο Πάντειο αλλά που δεν είναι και αδιάφορη ή «ανώδυνη» όταν σκεφτόμαστε τις συμπεριφορές του ΣΥΡΙΖΑ.
Η λοιδορία και η χλεύη για τους «μενουμευρώπηδες», οι εξυπνακισμοί που ακολούθησαν και η αντιστροφή νοήματος δεν είναι πράγματα που σβήνουν επειδή έχουν προκύψει καινούργια προβλήματα και μια διαφορετική ιστορική συγκυρία.
Ας συμφωνήσουμε όμως πως η πολιτική ζωή δεν είναι μόνο οι μνήμες και τα πικρά συμπεράσματά τους. Υπάρχει ένας πυρήνας νοήματος πέρα και πλάι από τα συναισθήματα, τους φόβους, τις υποψίες. Ο πυρήνας αυτός αφορά το πώς μένουμε πραγματικά στην Ευρώπη σε μια εποχή αλλεπάλληλων και σκληρών κρίσεων. Γι’ αυτό θα περιμένουμε να μιλήσουν τα κόμματα και όχι πια οι συνταγματολόγοι ή όσοι σχολιάζουμε, προσπαθώντας να βγάλουμε νόημα από μια συγκυρία γεμάτη αντιφάσεις και παγίδες.
Άλλωστε, ελάχιστους μήνες πριν από τις εκλογές, οτιδήποτε επιστημονικό γίνεται αυτομάτως πολιτικό και οτιδήποτε πολιτικό δεν γλιτώνει τη δίνη του κομματικού ανταγωνισμού.