ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΔΕΚΑΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ αιώνα, όταν ξέσπασε στη Γαλλία το περιβόητο «σκάνδαλο του Παναμά» (με δωροδοκίες πολιτικών της δημοκρατικής παράταξης στη Γαλλία), μέχρι τις υποθέσεις διαφθοράς στην εποχή Κράξι, Μιτεράν, Παπανδρέου και Σημίτη, η οικογένεια της κεντροαριστεράς έχει τους δικούς της σκελετούς στο ντουλάπι.
Πρόσωπα με προέλευση σε πολιτικά κόμματα και περιβάλλοντα στα αριστερά των συντηρητικών κομμάτων έδωσαν συχνά την εντύπωση πως είναι ευάλωτα σε ορισμένους πειρασμούς «μεγάλης ζωής». Εκφράσεις που έχουν μείνει στη δημοσιογραφική γλώσσα όπως «σοσιαλιστές της σαμπάνιας» ή «αριστερά του χαβιαριού» αποτυπώνουν αυτή την επώδυνη αλήθεια.
Το μακρινό 1892, αυτός που αποκάλυψε καταγγέλλοντας το σκάνδαλο του «Παναμά» –και τους εμπλεκόμενους αξιωματούχους σε αυτό– ήταν ο Εντουάρ Ντριμόν, περιβόητος αντισημίτης εθνικιστής δημοσιογράφος και διανοούμενος. Μια λαϊκιστική και εθνικιστική εφημερίδα, η Cocarde, δημοσίευσε και άλλα «ονόματα». Ο χρηματισμός προοδευτικών πολιτικών της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας και η αίσθηση για την παρακμή του κοινοβουλευτισμού έγιναν ισχυρά πατήματα της αναδυόμενης τότε ριζοσπαστικής δεξιάς και των οργάνων της.
Δυο-τρεις δεκαετίες αργότερα, στη Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι χρηματιστικές σπέκουλες του Ρωσοεβραίου Τζούλιους Μπαρμάτ έδωσαν στους ναζί τη δυνατότητα να μιλούν για τη διαφθορά των σοσιαλδημοκρατών που είχαν βοηθήσει τον Μπαρμάτ να αποκτήσει βίζα και να κινηθεί επιχειρηματικά με την Κρατική Τράπεζα της Πρωσίας.
Μέσα στη δημοκρατική αριστερά ή στο προοδευτικό κέντρο ή όπως αλλιώς μπορεί να ονομαστεί υπήρχαν διανοητικά και κοινωνικά εφόδια όχι μόνο για τη μεταρρύθμιση του καπιταλισμού, για την εξημέρωσή του (ο καλός σκοπός), αλλά και για την κατάλληλη χρήση των ευκαιριών του.
Αν και συχνά οι καμπάνιες των εχθρών τους ήταν γεμάτες γενικεύσεις και συκοφαντικό δηλητήριο (συκοφαντήστε, συκοφαντήστε, όλο και κάτι θα μείνει, έλεγε ο Ζορζ Κλεμανσό, πολιτικός της αριστεράς που είχε κατηγορηθεί κι αυτός για τον «Παναμά»), πολλές από αυτές τις ιστορίες αποδείχτηκαν αληθινές.
Μέχρι που στις δυο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα γεννήθηκε ένα νέο είδος μοντέρνου «αριστερού πολιτικού»: μπορούσε να συνδυάζει την αντι-ιμπεριαλιστική ρητορική με διάφορες δουλειές με τη Λιβύη του Καντάφι ή τη Συρία του τυράννου Χαφέζ Αλ Άσαντ. Να ζει, ας πούμε, μέσα στην κοσμική ελίτ και πολύ κοντά στον κόσμο του θεάματος, των μεγάλων αθλητών, των τραπεζιτών. Μπορούσε πια να αυξάνει γεωμετρικά μια μάλλον ταπεινή προσωπική περιουσία, αξιοποιώντας καλά τα καινούρια δίκτυα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Πολιτικοί που συχνά είχαν αφετηρία έναν μικροαστικό αριστερισμό κατάφεραν να αποκτήσουν μέσα στη σεβαστή σοσιαλδημοκρατία τεράστιο εύρος κοσμικών γνωριμιών που μέχρι τότε μονοπωλούνταν από την παλαιότερη κάστα της συντηρητικής δεξιάς.
Πραγματικά σημαντικές μεταρρυθμίσεις για τη δημοκρατία και το κοινωνικό κράτος συνυπήρξαν έτσι με τη δημιουργία νέων ελίτ που κάποια από τα μέλη τους σαγηνεύτηκαν από τον πιο ματαιόδοξο (μεγαλο)αστισμό. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα. Στην Ιταλία υπήρξε ασυναγώνιστη η μπερλουσκονική δεξιά αλλά και το παλαιό Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε τους καταχραστές του. Στην Ελλάδα είναι γνωστές οι υποθέσεις και οι περιπτώσεις.
Έχει κάποια ερμηνεία αυτό; Μήπως είναι απλώς θέμα επικοινωνιακού θορύβου και υπερβολικής προσοχής, αφού, για την κοινή γνώμη, τα οικονομικά σκάνδαλα των δεξιών θεωρούνται πιο «φυσιολογικά» (μια και οι κεντροδεξιοί έχουν εξαρχής θέσεις φιλικές προς τους επιχειρηματίες και την αγορά);
Η καταγγελία σκευωριών ή η επίθεση στον λαϊκισμό της σκανδαλολογίας ήταν η συνηθισμένη άμυνα των υπό κατηγορία αξιωματούχων. Ειπώθηκε συχνά πως ο φθόνος και η μνησικακία –ή τα συμφέροντα που είχαν απειληθεί– αναζητούσαν ευκαιρία να πλήξουν την ηθική ακεραιότητα του «προοδευτικού δημοκράτη» πολιτικού.
Όμως αυτό το επιχείρημα μάλλον αντέγραφε αδέξια τη μεταφυσική ρητορική της κομμουνιστικής αριστεράς για την ηθική της ανωτερότητα. Ήταν μια χλωμή απόπειρα να κρυφτούν σημαντικές ηθικές και πολιτικές ευθύνες πίσω από το φάντασμα ενός ακροδεξιού εχθρού ή ενός λαϊκιστικού Τύπου.
Μια εξήγηση θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας –ή της κεντροαριστεράς– ήταν πάντα ένας χώρος μεσολάβησης ανάμεσα στα συμφέροντα των χαμηλότερων τάξεων και στο κράτος και βέβαια στους βασικούς θεσμούς του οικονομικού συστήματος.
Η μεσολάβηση, η διαπραγμάτευση και η αναζήτηση συμβιβασμών είναι η καρδιά αυτή της πολιτικής οικογένειας με τα χιλιάδες παρακλάδια. Και ενώ αυτό το στοιχείο μιας κουλτούρας διαλόγων και συμβιβασμού –για τη βελτίωση της ζωής των λαϊκότερων και μεσαίων τάξεων– είχε προσφέρει τόσο πολλά, έφερνε μαζί του σαν βρόμικη σκιά ένα άλλο υπόγειο πλέγμα: μια δικτύωση στο επίπεδο της ατομικής συναλλαγής, της προσωπικής ή παρεοκρατικής εύνοιας.
Η καλή γνώση του καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης (και από ανθρώπους που συχνά είχαν υπάρξει αντικαπιταλιστές και ριζοσπάστες στη νεότητά τους) έδινε ένα γνωστικό πλεονέκτημα έναντι των συντηρητικών και κάπως «κολλημένων» δεξιών. Μέσα στη δημοκρατική αριστερά ή στο προοδευτικό κέντρο ή όπως αλλιώς μπορεί να ονομαστεί υπήρχαν διανοητικά και κοινωνικά εφόδια όχι μόνο για τη μεταρρύθμιση του καπιταλισμού, για την εξημέρωσή του (ο καλός σκοπός), αλλά και για την κατάλληλη χρήση των ευκαιριών του.
Ολόκληρες οικογένειες βρήκαν την τύχη τους, πολιτικοί εξασφάλισαν πρόσθετο χρήμα για τις καμπάνιες τους, μια παράλληλη επιχειρηματική σφαίρα αναπτύχθηκε μέσα σε εταιρείες μελετών, σε πρότζεκτ ευρωπαϊκών προγραμμάτων και έπειτα σε μη κυβερνητικές οργανώσεις. Η ίδια η προοδευτική και δικαιωματική σφαίρα προγραμμάτων –επιχορηγήσεις, επιτροπές κ.λπ.– έγινε πίστα και γι' αυτές τις ιδιοτελείς ατομικές και παρεοκρατικές αλχημείες.
Όλα αυτά προφανώς γίνονται και σήμερα πατήματα για την κατασυκοφάντηση της σοσιαλδημοκρατίας από αριστερά και δεξιά. Μια πολιτική οικογένεια που δεν συνδέθηκε με το αίσχος των γκουλάγκ και της ιδεολογικής τρομοκρατίας, που βοήθησε στην κοινωνική κινητικότητα και στη δημιουργία μιας πολυάριθμης μεσαίας τάξης, πρέπει να δει και τις δικές της σκοτεινές σελίδες. Δεν βαρύνεται με μαζικά εγκλήματα όπως άλλες εκδοχές της αριστεράς.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι μικρό πράγμα αυτή η επίμονη σχέση με τη διαφθορά. Η αηδία που γεννούν κάποιες τέτοιες συμπεριφορές δεν μεταφράζεται σε δημιουργική δύναμη αλλαγής των άθλιων καταστάσεων. Πιο συχνά γίνεται τοξικότητα και περιφρόνηση για τον κοινοβουλευτισμό και τους πολιτικούς. Η σύγχρονη πολιτική δεν έχει ανάγκη κοσμικούς φελλούς (αρσενικούς ή θηλυκούς) και αρπακτικά για να υπάρχει και να έχει κάποιο νόημα.