Η ΠΙΟ ΠΟΛΥΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΜΕΝΗ μεταφορά της σύγχρονης ιστορίας μας είναι η Ανάσταση. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το κοινότοπο λογοπαίγνιο Ανάσταση - Επανάσταση, το πώς η Ανάσταση έγινε εκλογικό ευφυολόγημα, κοινωνικό μήνυμα του συρμού, πρόχειρος συμβολισμός κάθε πορείας προς τη «νίκη»;
Διάφορα πρόσωπα, κόμματα, ιδεολογίες ή ομάδες ταυτίζουν τον δικό τους θρίαμβο με μια συλλογική αναγέννηση, με μια άλλη Ανάσταση.
Η αλήθεια είναι πως «το μήνυμα της Αναστάσεως» έχει τυποποιηθεί και ακολουθεί τη μοίρα των πασχαλινών λαμπάδων: από ένα ταπεινό κερί έχουμε περάσει σε περίτεχνες κατασκευές με πρόσθετα μέρη ή στην Jumbo αισθητική.
Παρ' όλα αυτά, η ιδέα της Ανάστασης συνεχίζει να είναι κάτι πιο βαθύ απ' όλα τα κλισέ που την έχουν κυκλώσει και τις εικόνες που την έχουν μετατρέψει σε σύνθημα κάθε λογής ξεφαντώματος και θριαμβευτικής ευωχίας.
Η Ανάσταση είναι έτσι η μοναδική εξαίρεση, που προσκαλεί όμως τον καθένα. Συνέβη σε έναν Εξαιρετικό (τον Ιησού), για να αφορά όμως τους μη εξαιρετικούς, τους συνηθισμένους, τους σάρκινους. Θα πει κανείς, αυτό λέει το σενάριο του ένθεου, η επίσημη χριστιανική αφήγηση. Γιατί αυτό να αφορά και τους υπόλοιπους;
Για κάποιον λόγο, συγκινεί και έναν άθεο ή, έστω, αδιάφορο ως προς τα λατρευτικά έθιμα. Και αν δεν το συγκινεί, σχεδόν ποτέ δεν τον αφήνει αδιάφορο. Η συνηθισμένη απάντηση σε αυτό είναι πως όλους μάς συνεπαίρνει η ιδέα της νίκης επί του θανάτου. Ή, για τους παγανιστές, πάντα είναι αξιοθαύμαστη η ιδέα μιας ανοιξιάτικης φύσης που ανθίζει μετά τη μούχλα του χειμώνα, εικόνες λαμπρότητας φυτών και λουλουδιών που συνδυάζονται με την Ανάσταση του Χριστού.
Οι άπιστοι βλέπουν την αναγεννημένη φύση, οι πιστοί επιμένουν στην ανάσταση του Κυρίου και όλοι μας συντηρούμε ένα απόθεμα αναμνήσεων από όπου ανασύρουμε το νόημα αυτών των ημερών.
Αν δεν θέλουμε να τη μετατρέψουμε σε επαναστατικό κιτς (του τύπου «καλή Επανάσταση») ή σε διακοπές στο χωριό, αν δεν τη συνδέσουμε μόνο με μυρουδιά ψητού αρνιού και οικογενειακά τραπέζια, τι απομένει;
Η δύναμή της είναι αδιάψευστη. Η Ανάσταση μοιάζει μάλιστα να είναι ένα από τα κεντρικά γεγονότα της ελληνικής φαντασίας. Ίσως αυτό έχει να κάνει με την ίδια τη δομή της Μεγάλης Εβδομάδας: πορεία προς τον θάνατο, θάνατος και ταφή και αμέσως μετά μια βροντερή και μεγαλειώδης άρνηση του θανάτου.
Οι δυο πρώτες στιγμές αντιπροσωπεύουν πιστά την ανθρωπότητα, τη μοίρα όλων μας και συγχρόνως την ξεχωριστή, προσωπική ιστορία του καθενός. Η τρίτη στιγμή όμως περιέχει το θαύμα. Η τρίτη στιγμή είναι η δυνατότητα να συμβεί κάτι τελείως διαφορετικό, να μην επιβεβαιωθεί το προδιαγεγραμμένο.
Η Ανάσταση είναι έτσι η μοναδική εξαίρεση, που προσκαλεί όμως τον καθένα. Συνέβη σε έναν Εξαιρετικό (τον Ιησού), για να αφορά όμως τους μη εξαιρετικούς, τους συνηθισμένους, τους σάρκινους. Θα πει κανείς, αυτό λέει το σενάριο του ένθεου, η επίσημη χριστιανική αφήγηση. Γιατί αυτό να αφορά και τους υπόλοιπους;
Να όμως που μας αφορά. Δεν μπορεί να περάσει έτσι. Σε μια διαλεκτική τριάδα ο τρίτος όρος επιφυλάσσει το θαύμα. Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, την περίφημη τριάδα της Γαλλικής Επανάστασης: ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα. Η πρώτη, η ελευθερία, έγινε η κυρίαρχη ιδεολογία των μοντέρνων, η δεύτερη, η ισότητα, το μεγάλο και ασίγαστο πάθος των δημοκρατικών κοινωνιών που αναμετριούνται με τις ανισότητες.
Και η τρίτη; Η καημένη η αδελφότητα έμεινε στη σκιά των δυο άλλων ογκόλιθων γιατί είναι η πιο δύσκολη, η πιο απίθανη σχέση. Η αδελφότητα ως αλληλεγγύη κάνει την ελευθερία κάτι λιγότερο μοναχικό και την ισότητα κάτι λιγότερο απρόσωπο και «ισοπεδωτικό». Η στιγμή της αδελφότητας φέρνει κοντά την ιδέα της Ανάστασης που καταργεί, μυστηριωδώς, τους μοναχικούς θανάτους, συνδέοντας τους ανθρώπους σε μια κοινή ελπίδα.
Η Ανάσταση μας συγκινεί γιατί είναι αυτό που απουσιάζει περισσότερο. Γιατί όλα φθείρονται και φυλλορροούν, εκτός από αυτήν τη χαρά που αποκτά βάθος όταν έρχεται μετά το πένθος.