— Ποιο πιστεύετε ότι είναι το καλό και ποιο το κακό σενάριο της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα;
Το καλό σενάριο είναι η Τουρκία, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής πλην όμως τακτικής της αναδίπλωσης (εν πολλοίς εξαιτίας της κατάστασης της οικονομίας αλλά και των αναγκών της από το δυτικό σύστημα ασφαλείας), να συνεχίσει να παραμένει δεσμευμένη στο μονοπάτι της αποκλιμάκωσης χωρίς εντάσεις στο πεδίο για μια σταδιακή εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Προσέξτε, η εξομάλυνση είναι κάτι διαφορετικό από την ουσιαστική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το τελευταίο προϋποθέτει μια αλλαγή παραδείγματος της τουρκικής στρατηγικής.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση. Απλώς για ένα διάστημα ο Τούρκος Πρόεδρος επέλεξε να «σηκώσει χειρόφρενο» έναντι της Ελλάδας. Προκειμένου να εκκινήσει μια πορεία αλά καρτ συναλλακτικής επαναπροσέγγισης με τη Δύση. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια οι περιττοί κίνδυνοι που ανέλαβε έναντι της Αθήνας δεν του απέφεραν απτά οφέλη παρά μόνο του κόστισαν, με αποτέλεσμα, σε αυτήν τη συγκυρία τουλάχιστον, η Τουρκία να μην αισθάνεται το ίδιο ισχυρή.
Το κακό σενάριο θα ήταν να επιλέξει να τερματίσει νωρίτερα την περίοδο των «ήρεμων νερών». Δεν είναι το κυρίαρχο σενάριο διότι όταν απαιτείται παραμένει δεινός τακτικιστής και πραγματιστής. Επιπλέον, διαχωρίζει τα ελληνοτουρκικά από άλλα ζητήματα, όπως ο πόλεμος Ισραήλ - Χαμάς. Προφανώς, όμως, τα ελληνοτουρκικά δεν εξελίσσονται στο κενό και θα εξακολουθήσουν να επηρεάζονται από τη μεγάλη εικόνα των σχέσεων Δύσης - Τουρκίας και της προσπάθειας της πρώτης να διατηρήσει υπό σχετικό έλεγχο έναν αναξιόπιστο εταίρο.
Τα ελληνοτουρκικά δεν εξελίσσονται στο κενό και θα εξακολουθήσουν να επηρεάζονται από τη μεγάλη εικόνα των σχέσεων Δύσης - Τουρκίας και της προσπάθειας της πρώτης να διατηρήσει υπό σχετικό έλεγχο έναν αναξιόπιστο εταίρο.
— Ποιες είναι οι προσδοκίες της χώρας μας από το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας και Τουρκίας;
Οι προσδοκίες αφορούν τη μετρήσιμη πρόοδο που μπορεί να υπάρξει μέσω διμερών συμφωνιών σε τομείς «χαμηλής πολιτικής» που μας ενώνουν. Αφορούν μια μεγάλη γκάμα δεκάδων τομεακών πολιτικών στη λεγόμενη «θετική ατζέντα» που τα τελευταία χρόνια έχει επεξεργαστεί ο αρμόδιος υφυπουργός Εξωτερικών. Εδώ η λογική είναι το ευχάριστο διάλειμμα να είναι και δημιουργικό, αντιστρέφοντας την κατάρρευση της εμπιστοσύνης, προφανώς με ευθύνη της άλλης πλευράς, με συμφωνίες θετικού αθροίσματος, «καζάν καζάν» που θα έλεγε και ο κ. Ερντογάν.
Η πρόθεση της Αθήνας είναι να δημιουργήσει επιπλέον μαξιλάρια-δικλείδες ασφαλείας στην περίπτωση που ο πολιτικός διάλογος δεν επιφέρει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα έτσι ώστε να μην καταρρεύσει η διαδικασία και βρεθούμε πάλι πάνω σε πλοία και αεροπλάνα και να μην αποδοθούν ευθύνες σε μας. Αντιθέτως, στόχος είναι να δείξουμε καλό πρόσωπο προς τη Δύση, πως εμείς προσπαθήσαμε να την εκλογικεύσουμε με εργαλεία από την οικονομία και την επιχειρηματικότητα. Αλλά, το βλέπετε κι εσείς, ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός με άρωμα ουτοπικού και ανορθολογικού αναθεωρητισμού παραμένει ενεργός.
— Μπορεί να υπάρξει σύγκλιση απόψεων μεταξύ Ελλάδας και Tουρκίας για θέματα όπως οι θαλάσσιες ζώνες;
Σήμερα, όχι. Πολύ απλά, όσες υποχωρήσεις κι αν γίνουν στο πλαίσιο των ωφέλιμων συμβιβασμών δεν είναι ικανές να διώξουν τον ελέφαντα από το δωμάτιο, ήτοι το κύριο πρόβλημα της Τουρκίας με την Ελλάδα. Θεωρεί πως ως περιφερειακή δύναμη δεν έχει ανάλογο «ζωτικό χώρο» στο Αιγαίο. Η νησιωτική μας γεωγραφία στέκεται εμπόδιο στις φιλοδοξίες της, μία εκ των οποίων είναι να καταστεί ναυτική δύναμη με αντίστοιχες θαλάσσιες ζώνες. Ως απόγονος αυτοκρατορίας με ανοιχτά τα σύνδρομα της περιόδου 1918-23, αισθάνεται ασφυκτικά περικυκλωμένη στην περίπτωση που αποφασίσει να κινηθεί ηγεμονικά και αυτοκρατορικά, πόσο μάλλον όταν με κάθε ερμηνεία του διεθνούς δικαίου και της νομολογίας η μικρή Ελλάδα και όχι η μεγάλη «Νέα Τουρκία» θα λάβει τη μερίδα του λέοντος.
Αυτό δεν είναι αποδεκτό, την ενοχλεί σφόδρα, γι’ αυτό αμφισβητεί όχι μόνο τους κανόνες του παιχνιδιού αλλά και ρυθμίσεις και συνθήκες όπως εκείνη της Λωζάνης. Με αυτό το παρελθόν η Τουρκία, δυστυχώς, δεν έχει συμβιβαστεί, με αποτέλεσμα η προσέγγιση έναντι της Ελλάδας να μην είναι εκλογικευμένη και να μη γίνεται επί ίσοις όροις. Νομίζω αυτό είναι το κύριο ερώτημα προς διερεύνηση. Εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται την Ελλάδα ως αγκάθι; Αν ναι, δεν θα αλλάξουν πολλά στα ελληνοτουρκικά.
— Τι σηματοδοτεί για την Ελλάδα αλλά και γενικά για την ευρύτερη περιοχή το ότι αυξάνεται η επιθετική ρητορική της Τουρκίας έναντι του δυτικού κόσμου;
Πρώτον, κάτι το οποίο ήδη γνωρίζαμε. Η απαιτητική και χρονοβόρα πολιτισμική της μετάβαση σε μια δυτική πορεία σήμερα είναι λιγότερο εφικτή από ποτέ. Εν πολλοίς, ένας ευσεβής πόθος, καθότι το τουρκικό πλοίο έχει σαλπάρει. Θυμάμαι το μακρινό 2006 ένα συνέδριο για το μέλλον της Τουρκίας. Εκεί ο Χάντινγκτον υποστήριξε την άποψη πως η χώρα τοποθετείται στην καλύτερη θέση για να ηγηθεί του ισλαμικού κόσμου, συμπληρώνοντας πως αν ζούσε ο Κεμάλ, θα είχε προχωρήσει σε τροποποίηση του προσανατολισμού της χώρας.
Πόσοι στην Ελλάδα ανέλυσαν τις επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης; Κανείς. Τώρα μας φοβίζει, αλλά ας φροντίσουμε να μετουσιώσουμε τον φόβο σε προάγγελο σοφίας και ρεαλισμού. Βεβαίως, κανείς δεν παραγνωρίζει πως κατά περίπτωση ο όψιμος αντιδυτικισμός του κ. Ερντογάν αποτελεί εργαλείο μαχητικής διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης περαιτέρω αυτονόμησης από τη Δύση. Όταν παίρνει αυτό που θέλει, είμαστε εταίροι και σύμμαχοι. Όταν αρνούμαστε, μεταμορφωνόμαστε σε Σταυροφόρους και εκείνος σε Σαλαντίν.
Δεύτερον, είναι μια ρητορική που αφορά τον πόλεμο Ισραήλ - Χαμάς. Ο ρόλος της Τουρκίας την επόμενη μέρα στο όποιο σχήμα προκριθεί για τη Γάζα δεν θα είναι ιδιαίτερος αλλά συμβολικός, χωρίς ουσιαστικό λέγειν (κυρίως εξαιτίας των αντιδράσεων από Αίγυπτο, Ιορδανία και Σαουδική Αραβία). Το γνωρίζει, γι’ αυτό και η έντονη ρητορική, διαφορετική σε σχέση με τις πρώτες ημέρες που προσπάθησε να διαμεσολαβήσει, αλλά απέτυχε, αποδεικνύοντας πως στερείται επιδραστικότητας σε Χαμάς (βλέπε διπλωματία των ομήρων και του ρόλου που διαδραματίζουν Κατάρ - Αίγυπτος), Ισραήλ και αραβικές χώρες-κλειδιά, αντανακλώντας τις αντιφάσεις, τους περιορισμούς και την ευαλωτότητα των πολιτικών της στη Μέση Ανατολή.
Αυτό το κάνει, μεταξύ άλλων, ακροβατώντας ανάμεσα σε γνωστούς ηγεμονικούς μεγαλοϊδεατισμούς για την εκπροσώπηση του ισλαμικού κόσμου σε παγκόσμιο επίπεδο και την απόρριψη της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, τις προσπάθειες επαναπροσέγγισης χωρών που την είχαν θέσει σε καθεστώς «σχετικής απομόνωσης» και τέλος την ανάγκη επανεξισορρόπησης της οικονομίας της με τη συνδρομή της Δύσης. Κερασάκι στην τούρτα, η ενίσχυση του αμερικανικού αποτυπώματος και οι εύλογες ανησυχίες της για την επίδρασή του στην περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων, ειδικότερα σε Συρία - Κουρδικό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.