ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ, η νομπελίστρια Πολωνή συγγραφέας Όλγκα Τοκάρτσουκ εμφανίστηκε σε μια συζήτηση στη Στέγη, σε συντονισμό του δημοσιογράφου Γρηγόρη Μπέκου. Τα δωρεάν αλλά με προκράτηση εισιτήρια της εκδήλωσης είχαν ήδη εξαντληθεί από την πρώτη μέρα και μέσα σε ελάχιστες ώρες, αφήνοντας αρκετούς θαυμαστές της παραπονεμένους.
Το μεγάλο ενδιαφέρον για την Τοκάρτσουκ ανάγκασε τους διοργανωτές να παρέχουν και σε live streaming την εκδήλωση. Τι να σημαίνει άραγε αυτή η έντονη ζήτηση για μία, έστω διεθνούς φήμης, συγγραφέα; Υπάρχουν τόσοι πολλοί αναγνώστες; Ή μήπως είναι αρκετό ένα τέτοιο γεγονός για να μας κάνει αισιόδοξους για το μέλλον του πολιτισμού στην Ελλάδα;
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται συχνά το φαινόμενο πολιτιστικά γεγονότα να γίνονται sold out εν ριπή οφθαλμού. Είτε πρόκειται για τον χολιγουντιανό ηθοποιό Κέβιν Σπέισι στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου το 2011, είτε για τη Γαλλίδα Ιζαμπέλ Ιπέρ στον «Γυάλινο Κόσμο», σε σκηνοθεσία του Ίβο βαν Χόβε το 2021 στη Στέγη, είτε για την Τίλντα Σουίντον «ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι» τον περασμένο Δεκέμβρη, είτε για τις παραστάσεις του δικού μας Δημήτρη Παπαϊωάννου, τα εισιτήρια συχνά εξαφανίζονται άμα τη εμφανίσει.
Το κοινό που στηρίζει την πολιτιστική κίνηση στην Αθήνα, πίσω από το προπέτασμα των σουξέ, είναι πολύ μικρό, πιο μικρό ποσοτικά από όσο θέλουμε να πιστεύουμε και λιγότερο καλλιεργημένο από όσο το ίδιο διατείνεται.
Μόνο που δεν είναι μόνο το άρωμα Χόλιγουντ ή η διεθνής λάμψη που προκαλεί αυτόν τον παροξυσμό, ακόμα και για διάσημους συγγραφείς. Παρόμοια παθιασμένη ανταπόκριση συναντάμε και σε πολυσυζητημένες παραστάσεις από ελληνικούς θιάσους, που γίνονται sold out πριν καν ανέβουν ή απαιτείται να περιμένεις έως και μήνες για να βρεις εισιτήριο.
Υπάρχει όντως τεράστια ζήτηση για εγνωσμένου κύρους θεάματα και αξιόλογους καλλιτέχνες; Διψά η Αθήνα για πολιτισμό; Στην πραγματικότητα, το κοινό που στηρίζει την πολιτιστική κίνηση στην Αθήνα, πίσω από το προπέτασμα των σουξέ, είναι πολύ μικρό, πιο μικρό ποσοτικά από όσο θέλουμε να πιστεύουμε και λιγότερο καλλιεργημένο από όσο το ίδιο διατείνεται.
«Το κοινό είναι κενό/Και εν κενώ, κλονίζεται/Και ως γνωστόν, κενό κοινό/Ποτέ του δεν ανακαινίζεται» έγραφε πριν από χρόνια ο σπουδαίος Κώστας Τριπολίτης σε ένα τραγούδι του που μελοποίησε ο Διονύσης Τσακνής.
Είναι πολλές και ποικίλες οι φυλές που απαρτίζουν αυτό το κοινό. Άνθρωποι που ακολουθούν τον συρμό της κάθε εποχής, φανατικοί θεατρόφιλοι/ σινεφίλ/ βιβλιόφιλοι/ μουσικόφιλοι/ φιλότεχνοι, πιστοί φαν καλλιτεχνών που τους παρακολουθούν ανελλιπώς, φασέοι που δεν θέλουν να χάσουν ούτε τη «φάση» στον πολιτισμό και έλκονται αλλοπρόσαλλα από ό,τι τους τραβά την προσοχή, νεόπλουτοι που αναζητούν άλλοθι στην τέχνη, κόσμος από την επαρχία που φαντάζεται την πρωτεύουσα σαν πολιτισμική Γη της Χαναάν και εξακολουθεί να καταφτάνει είτε μεμονωμένα είτε με ναυλωμένα πούλμαν για δημοφιλείς παραστάσεις.
Μια δράκα ανθρώπων που ανακυκλώνεται είναι κατ’ ουσίαν το ελληνικό κοινό και που διακατέχεται από FOMO, μην τυχόν και χάσει το επόμενο hype, μην τυχόν και δεν προλάβει να βγάλει εισιτήρια για τo πολυαναμενόμενο γεγονός της χρονιάς, μην τυχόν και λείψει από τη βραδιά που θα είναι όλοι εκεί.
To FOMO (Fear οf Missing Out), ως γνωστόν, είναι ένας όρος που μπήκε στη ζωή μας με την επέλαση των σόσιαλ. Είναι ο φόβος πως κάτι συμβαίνει που δεν πρέπει να το χάσουμε, πως κάτι αξιομνημόνευτο γίνεται παραδίπλα μας κι εμείς θα λείπουμε, πως όχι μόνο πρέπει να είμαστε παρόντες αλλά να εκφράσουμε και άποψη. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στηρίχτηκαν πάνω στην ανθρώπινη ανασφάλεια και την αδηφάγα ανάγκη για αποδοχή, καλλιεργώντας τον εθισμό μας και το κοινωνικό άγχος. Και μία πτυχή του FOMO των κοινωνικών δικτύων είναι και το πολιτιστικό FOMO που εκδηλώνεται με αυτόν τον τρόπο: η έντονη παρόρμηση να δηλώσεις πως «συμμετέχω κι εγώ σε ό,τι σπουδαίο γίνεται τώρα».
Σε εποχές πριν τα σόσιαλ, αν έβλεπες μια καλή παράσταση, μετέφερες τις εντυπώσεις σου στους φίλους σου, μπορεί να έκανες και τον ψαγμένο στην παρέα και αυτό ήταν όλο. Σήμερα ο οποιοσδήποτε από τη λίστα των φίλων σου έχει τη δυνατότητα να πληροφορηθεί όχι μόνο πού πήγες αλλά να διαβάσει και την αναλυτική κριτική σου που θα αποθεώνει ή θα κατακεραυνώνει το θέαμα.
Ίσως μια πρώιμη εκδοχή αυτού του FOMO να ήταν η ανάγκη που καλλιεργούσαν τα περιοδικά της δεκαετίας του ’90 να είσαι «ιν» και μέσα στα πράγματα: Το «ΚΛΙΚ» του Κωστόπουλου, τα in και out και οι λίστες με όσα πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε πριν τα 30, γιατί αλλιώς θα χάσεις το τρένο του «ξεβλαχέματος».
Φυσικά και το μάρκετινγκ έπαιξε κι αυτό τον δικό του ρόλο, καθώς προσάρμοσε τις τεχνικές του στα νέα δεδομένα και στον σοσιαλμιντιακό εθισμό, εντείνοντας το FOMO. Η πρόσφατη πετυχημένη διαφημιστική καμπάνια της Aegean με το σλόγκαν «έχω πάει» δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προβάλλει ακριβώς αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια να πεις «ήμουν κι εγώ εκεί», «δεν λείπω», «το έχω δοκιμάσει κι εγώ». Ένα ατελείωτο, ασθματικό, αγχωτικό «έχω πάει», «το έχω δει», «έχω κι εγώ άποψη» που στο βάθος δεν είναι παρά ένα υπαρξιακό «δες ποιος είμαι» και «υπάρχω».
Το κοινό που έκλεισε θέση για να δει από κοντά τη νομπελίστρια Τοκάρτσουκ είναι σε γενικές γραμμές το ίδιο κοινό που δημιούργησε τους προηγούμενους μήνες τα συνεχή sold out στις «Τρεις Ψηλές Γυναίκες» του Ρόμπερτ Ουίλσον στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, είναι το ίδιο κοινό που ενθουσιάζεται με το enfant terrible του Εθνικού Θεάτρου Μάριο Μπανούσι, είναι το ίδιο κοινό που αγαπά να πηγαίνει σε κάθε νέα παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου, ακόμα και για να τοποθετηθεί αρνητικά, δεν θα χάσει τον νέο Καραθάνο ή Καραντζά, αλλά έμαθε και από στόμα σε στόμα για το «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» της Πειραματικής Σκηνής του Θεσσαλικού, έτρεξε να θαυμάσει και τον σούπερ σταρ του πόντιουμ Θεόδωρο Κουρεντζή το καλοκαίρι στο Ηρώδειο, αλλά έδωσε και το παρών στη συναυλία της Rosalia, δεν παρέλειψε να επισκεφθεί την αναδρομική της Λήδας Παπακωνσταντίνου στο ΕΜΣΤ, δεν θα λείψει από το «Σαλό» του Άρη Μπινιάρη στη Λυρική, και ασφαλώς έχει άποψη για την τελευταία ταινία του Καουρισμάκι ή του Αλεξάντερ Πέιν.
Είναι το ίδιο κοινό που θα εξαντλήσει τα εισιτήρια στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και θα γεμίσει ασφυκτικά τις αίθουσες στις «Νύχτες Πρεμιέρας». Είναι το ίδιο κοινό που θα διαβάσει αμέσως μόλις κυκλοφορήσει το τελευταίο βιβλίο που έβγαλαν οι εκδόσεις Αντίποδες ή το Δώμα, αν είναι μέχρι τα πρώτα -άντα, ή θα κάνει συλλογή από την κλασική σειρά Orbis Literae του Gutenberg αν είναι σε λίγο μεγαλύτερες ηλικίες. Αυτό το κοινό στηρίζει την κίνηση σε θέατρα, πολυχώρους, σινεμά, βιβλιοπωλεία, εκθέσεις. Φυσικά και υπάρχουν διαφοροποιήσεις, φυσικά και όλα αυτά είναι απλώς ενδεικτικά παραδείγματα, αλλά ο ανθρωπότυπος που περιγράφω είναι και υπαρκτός και υπερβολικά προβλέψιμος.
Πάντα υπήρχε ένα κοινό που λίγο ή πολύ ανακυκλωνόταν, η Αθήνα ανέκαθεν ήταν ένα μικρό χωριό, πάντα υπήρχαν καλλιτεχνικές πιάτσες και κλίκες, αλλά ποτέ δεν είχαμε την ευκαιρία να τα παρακολουθούμε όλα αυτά σε τέτοια έκταση από μία οθόνη. Ξαφνικά, λες και δίνει την εκκίνηση ένας αόρατος αφέτης, σύσσωμο το timeline μας, ελέω και του αλγορίθμου, μιλά για την ίδια παράσταση, την ίδια ταινία, την ίδια έκθεση, την ίδια συναυλία, το ίδιο βιβλίο.
Μερικά παράλληλα σύμπαντα-timelines πιο πέρα, βέβαια, κανείς δεν ασχολείται με όλα αυτά και δεν αφορούν κανέναν. Κι αν βγούμε και από τη σοσιαλμιντιακή πραγματικότητα, το gap είναι τεράστιο. Αν ρωτήσουμε τυχαία πέντε περαστικούς στον δρόμο, στο καφέ, στη δουλειά, στην τράπεζα, στα MMM, πόσοι άραγε θα ξέρουν την Τοκάρτσουκ ή τον Μπανούσι; Ή ας αναρωτηθούμε σε ποιους και πόσους απευθύνονται εισιτήρια των 50 και 80 ευρώ για μία θέση με καλή ορατότητα, σε πολλά από αυτά που αναφέραμε.
Φλεξάρουμε, λοιπόν, πολιτισμό όπως άλλοι φλεξάρουν αμάξια, ακριβά εστιατόρια, διακοπές σε ακριβά ξενοδοχεία και βραδιές στα μπουζούκια. Μόνο που το προκάλυμμα του «ποιοτικού» στη δική μας περίπτωση μάς κάνει να νιώθουμε ανώτεροι των υπολοίπων. Αν και συχνά δεν πρόκειται για αντίθετα στρατόπεδα αλλά για κύκλους που εφάπτονται, καθώς η πραγματική καλλιέργεια ασφαλώς και δεν εξαντλείται σε επιφανειακά ποσταρίσματα στα σόσιαλ και σημαίνει πολύ περισσότερα από διαχωρισμούς σε «υψηλή» και «χαμηλή» κουλτούρα.
Αυτός που θα περιμένει ώρα σε μια ουρά για να του υπογράψει βιβλίο η Τοκάρτσουκ, μπορεί και να είναι ο ίδιος που ένα βράδυ θα διασκεδάζει στα πρώτα τραπέζια στον Μαζωνάκη. Αυτός που θα σπεύσει να κλείσει στις διακεκριμένες της Λυρικής για τη «Βαλκυρία» του Βάγκνερ, δεν αποκλείεται να πληρώσει και ένα τριψήφιο ποσό για ένα μπουκάλι στον Οικονομόπουλο.
Όπως το ίντερνετ δεν εξασφάλισε ποτέ τελικά την απόλυτη γνώση που ευαγγελιζόταν στις απαρχές του, αλλά αντίθετα οδήγησε σε καταιγισμό παραπληροφόρησης, διαστρέβλωσης και fake news, έτσι και το να μαθαίνεις πώς ξοδεύει τον ελεύθερο χρόνο του ένας άγνωστός σου στην άλλη άκρη της πόλης ή της χώρας και τι γνώμη έχει, φερ’ ειπείν, για τη νέα ταινία του Λάνθιμου δεν βοήθησε και πολύ στην καλύτερη αντίληψη της πραγματικότητας.
Ποτέ άλλοτε δεν ήμασταν τόσο γνώστες του τι ακούγεται, τι «σκίζει» στα ταμεία, τι αξίζει να δούμε ή να διαβάσουμε, ποτέ άλλοτε δεν μπορούσαμε τόσο εύκολα να καταναλώνουμε πολιτιστικά προϊόντα και να πληροφορούμαστε γι’ αυτά τόσο άμεσα, αλλά και ποτέ άλλοτε δεν ήταν πιο εύκολο να αντιμετωπίζουμε την τέχνη σαν μια λίστα όπου θα τσεκάρουμε κουτάκια με «έχω πάει» και την καλλιέργεια σαν κάτι που εύκολα κατακτιέται, βλέποντας τον κόσμο από το ροζ συννεφάκι μας, από το καλά στεγανοποιημένο κι αδιαπέραστο bubble μας.