Το ημερολόγιο έγραφε 28 Φεβρουαρίου 2023 όταν, λίγο μετά τις έντεκα το βράδυ, κοντά στον οικισμό Ευαγγελισμός των Τεμπών Λάρισας, ο επιβατικός συρμός Intercity 62, που μετέφερε περισσότερους από 350 επιβάτες από την Αθήνα προς τη Θεσσαλονίκη, συγκρούστηκε με την εμπορική αμαξοστοιχία 63503, που εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη - Λάρισα. Από την ανάφλεξη και τον εκτροχιασμό των συρμών προκλήθηκε ο θάνατος 57 ανθρώπων και ο τραυματισμός τουλάχιστον 85. Πρόκειται για το πιο θανατηφόρο σιδηροδρομικό δυστύχημα που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα.
Γύρω στις εννιά εκείνης της νύχτας η παιδίατρος Μαρία Καρυστιανού επικοινωνεί με την κόρη της. Μια τηλεφωνική κλήση διάρκειας μόλις 45 δευτερολέπτων, που έμελλε, ωστόσο, να είναι η τελευταία. Από κείνη τη νύχτα θυμάται ελάχιστα. Αρχικά ότι την είχε πάρει ο ύπνος, αφού βρισκόταν μέχρι αργά στο ιατρείο της, καθώς και ότι ξύπνησε αστραπιαία όταν αντιλήφθηκε πως το θυροτηλέφωνο του σπιτιού δεν είχε χτυπήσει ποτέ. Όταν έμαθε για τη σύγκρουση των τρένων, άρχισε να καλεί την αστυνομία και τα νοσοκομεία. Δεν υπήρχε, όμως, κανένα ίχνος ζωής. Μετά από δύο μέρες που έψαχναν την κόρη της παντού, είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι δεν υπήρχε ελπίδα. Από το νοσοκομείο της Λάρισας της είχαν επιβεβαιώσει ότι η Μάρθη δεν βρισκόταν ανάμεσα στους τραυματίες. Ήλπιζε, όμως, ότι μπορεί να είχε γίνει κάποιο λάθος στη λίστα των νεκρών που της είχαν δείξει. Μάταια. Η κόρη της, σε ηλικία 20 ετών, είχε σκοτωθεί μαζί με την κολλητή της και άλλους 55 επιβάτες του τρένου. Με δάκρυα στα μάτια, όταν επανέρχεται σ’ εκείνες τις δραματικές στιγμές, ανακαλεί στη μνήμη της τις προσπάθειες που ακολούθησαν για την ταυτοποίηση καθώς και ότι το μόνο που παρέλαβε από τη Μάρθη ήταν καμένα οστά. Λίγες μέρες αργότερα, σε μια άλλη ημερομηνία-σταθμό, στις 9 Μαρτίου, κήδεψε ό,τι είχε απομείνει απ’ την αδικοχαμένη φοιτήτρια Ειδικής Αγωγής.
Πιστεύω και παράλληλα στοχεύω στις αρετές της Δικαιοσύνης. Όχι, όμως, στην ελληνική Δικαιοσύνη όπως την έχουν καταντήσει. Δεν σας κρύβω ότι πραγματικά είναι πολύ λυπηρή η εικόνα της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα, έως και ανύπαρκτη. Πιστεύω ότι μας πηγαίνει πίσω, στον Μεσαίωνα. Και, ειλικρινά, δεν μας αξίζει αυτό.
Όλο αυτό το διάστημα πολλές φορές επέστρεψε στο σημείο της τραγωδίας, στον τόπο που άλλαξε μονομιάς τη ζωή της οικογένειάς της. Έναν χρόνο μετά, μοναδική κινητήρια δύναμή της αποτελούν τα αμέτρητα μηνύματα συμπαράστασης και αγάπης που λαμβάνει αλλά και η άσβεστη επιθυμία της να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Δεν αποδέχεται για κανέναν λόγο τη λέξη «δυστύχημα» για την τραγωδία των Τεμπών. «Είναι ένα έγκλημα», τονίζει και παλεύει με κάθε μέσο, ζητώντας δικαίωση. Μήνες ολόκληρους δεν έχει σταματήσει να θέτει κρίσιμα ερωτήματα, να φωτίζει όλα τα αναπάντητα «γιατί», να καταγράφει τις παραλείψεις, να θυμώνει για τις εξόφθαλμες αστοχίες και να επιδιώκει την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων. Επισκέφθηκε τις εισαγγελικές αρχές, εκφώνησε χειμαρρώδεις ομιλίες στα κορυφαία ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ενώ με την κατάθεσή της στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής άγγιξε τις καρδιές όλων μας. Όταν τη γνωρίσεις αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι τη διακρίνει αξιοθαύμαστη αποφασιστικότητα και παροιμιώδης δυναμισμός. Η δημόσια στάση της έχει συγκινήσει την ελληνική κοινωνία. Έχει εξελιχθεί σε σύμβολο της προσπάθειας για απόδοση ευθυνών και για την τιμωρία των υπευθύνων για το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δυστύχημα στη χώρα μας. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει γραφτεί πως αν δεν υπήρχε η Μαρία Καρυστιανού, τα Τέμπη μπορεί και να είχαν ξεχαστεί.
Οι συνομιλίες μου μαζί της πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα ανάμεσα στη συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας που κατατέθηκε στη Βουλή και σε ένα ακόμη ταξίδι της στις Βρυξέλλες. Τη ρωτώ τι είναι αυτό που την έχει ενοχλήσει περισσότερο όλο αυτό το χρονικό διάστημα. «Η απώλεια του παιδιού μου. Ο χαμός της. Το άδικο. Το γιατί. Το αίσθημα της ατιμωρησίας που πλανάται. Η αγωνία για τη δικαίωση, που μας έχει γονατίσει. Και, φυσικά, η καινούργια τροπή που έχει πάρει η ζωή μου. Δεν την επιθυμούσα. Δεν τη θέλω. Προσπαθώ ακόμη να το αποδεχτώ», εξομολογείται.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και γρήγορα την κέρδισε η Ιατρική. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και όταν πήρε το πτυχίο της ήταν ήδη έγκυος στο πρώτο της παιδί, τον Παναγιώτη. Μετά από τρία χρόνια απέκτησε τη Μάρθη. Έχει περάσει ένας χρόνος από το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Πώς μπορεί να συμφιλιωθεί κάποιος με τον θάνατο του παιδιού του; «Δεν μπορεί. Ίσως, σε θεωρητικό επίπεδο. Καταλαβαίνω ότι δεν ανήκει στη ζωή αλλά, ειλικρινά, πως να συμφιλιωθώ μ’ αυτό; Τα παιδιά μου είναι η ζωή μου. Η μισή πέθανα εκείνη τη μέρα μαζί της. Είναι πνιγηρό, ασύλληπτο. Επομένως, δεν τίθεται θέμα συμφιλίωσης». Τη ρωτώ ποια ήταν τα τελευταία λόγια που θυμάται από την κόρη της αλλά και τι είναι αυτό που δεν θα ξεχάσει ποτέ από κείνη. Μου αφηγείται: «Τα τελευταία λόγια, λίγες ώρες πριν, ήταν τα τυπικά που έχει μια μητέρα με το παιδί της: “Μαμά, θ’ αργήσουμε. Δεν έχω κλειδιά. Να έχεις το νου σου να μου ανοίξεις…”. Τελικά, δεν της άνοιξα ποτέ. Ξέρετε, θαύμαζα πολύ τον ενθουσιασμό της κόρης μου αλλά και την αγάπη της για ζωή. Τη διέκρινε μια απίστευτη μαχητικότητα, ενώ ήταν πάρα πολύ δοτική. Ήθελε να βοηθάει. Συνεχώς. Να συμβουλεύει. Να πράττει το καλό. Ήταν ένα παιδί που του άρεσε να δίνει, να προσφέρει».
Όση ώρα η Όλγα τη φωτογραφίζει δεν αισθάνεται άνετα, σφίγγει συνεχώς τα χέρια της και κρατά ένα βραχιόλι της Μάρθης αλλά και μια φωτογραφία της. Η απώλειά της ήταν και ο λόγος που την οδήγησε να αλλάξει σπίτι. Μετακόμισε επειδή δεν μπορούσε να βλέπει διαρκώς όλα τα αγαπημένα αντικείμενα του παιδιού. Άραγε, καταφέρνει κάποιες στιγμές να επιστρέφει καθόλου στο δωμάτιο της Μάρθης; Και ποιες σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό της; Μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό απαντά: «Ναι, επιστρέφω. Κάθομαι στον προσωπικό της χώρο όταν θέλω να την αισθανθώ. Αλλά δεν το κάνω συχνά. Δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Ίσως να καταφεύγω εκεί όταν δεν αντέχω άλλο. Δεν ξέρω πάντως αν είναι σκέψεις που κατακλύζουν το μυαλό μου, το βέβαιο είναι ότι μιλάμε για πόνο, οργή, θυμό και ένα τεράστιο “γιατί”».
Το τηλέφωνό της χτυπά ασταμάτητα, ενώ το καθημερινό πρόγραμμά της ως προέδρου του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων Τεμπών 2023 είναι διαρκώς επιβαρυμένο με υποχρεώσεις. Σε συνδυασμό με τη δουλειά της στο ιατρείο, βλέπει τον φόρτο εργασίας ως μια λύτρωση, ένα αντίδοτο. Από την πρώτη στιγμή αποτέλεσε το προσωπικό της καταφύγιο, γι’ αυτό και λίγες μέρες μετά την κηδεία της κόρης της επέλεξε να επιστρέψει στο ιατρείο, αφού ήταν ο μοναδικός τρόπος για να μη βυθίζεται στην οδύνη του θανάτου. Όση ώρα συνομιλούμε αναρωτιέμαι: Τι είναι αυτό που σήμερα της δίνει ζωή; Χωρίς δισταγμό αναφέρει: «Όλα όσα με συνδέουν με τη Μάρθη. Ο αγώνας για τη δικαίωσή της. Κι ότι αυτό που έγινε δεν θα μείνει ατιμώρητο. Και δεν πρέπει. Δεν ταιριάζει στην ηθική μας, στη λογική μας, στα πιστεύω μας». Έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στη Δικαιοσύνη ή εξακολουθεί ακόμη να πιστεύει σε αυτήν; «Πιστεύω και παράλληλα στοχεύω στις αρετές της Δικαιοσύνης. Όχι, όμως, στην ελληνική Δικαιοσύνη όπως την έχουν καταντήσει. Δεν σας κρύβω ότι πραγματικά είναι πολύ λυπηρή η εικόνα της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα, έως και ανύπαρκτη. Πιστεύω ότι μας πηγαίνει πίσω, στον Μεσαίωνα. Και, ειλικρινά, δεν μας αξίζει αυτό».
Η τραγωδία των Τεμπών έχει μείνει στη συλλογική συνείδηση ως ανεπούλωτο τραύμα. Τώρα έχει πάρει τον δρόμο της ποινικής Δικαιοσύνης. Η Μαρία Καρυστιανού απεχθάνεται τον κυνισμό της πολιτικής αντιπαράθεσης και θεωρεί ότι δεν υπάρχει κράτος δικαίου. Έχει αποφασίσει, με ανεξάντλητη ψυχική δύναμη, να εμποδίσει κάθε προσπάθεια συγκάλυψης αλλά και να ζητήσει επιτακτικά απαντήσεις από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θυμίζει διαρκώς ότι πριν από το δυστύχημα είχαν γίνει έγγραφες προειδοποιήσεις, κινητοποιήσεις και νομικές ενέργειες των εργαζομένων στο σιδηροδρομικό δίκτυο, που αφορούσαν την υποστελέχωση, την ανεπαρκή συντήρηση και την έλλειψη ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας στους σιδηροδρόμους. «Για να μπορέσετε να καταλάβετε πώς νιώθουμε εμείς, θέλουμε να έρθετε για πολύ λίγο στη θέση μας: να χάσετε το πιο αγαπημένο σας πρόσωπο από ιατρικό λάθος, από αδιαφορία, από ελλιπείς γνώσεις ή από όλα τα παραπάνω, και ο εν λόγω γιατρός, αντί να παραπέμπεται στη Δικαιοσύνη για να κριθεί και να τιμωρηθεί, να παραπέμπεται στον Ιατρικό Σύλλογο. Πώς θα σας φαινόταν αυτό; Σκληρό; Δίκαιο; Άδικο; Φυσιολογικό;», είχε υποστηρίξει στην κατάθεσή της στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής.
Τι θεωρεί ότι έφταιξε και φτάσαμε στο σημείο να χαθούν 57 συνάνθρωποί μας; Ανθρώπινο λάθος, χρόνιες παθογένειες, κατάχρηση εξουσίας ή άλλοι παράγοντες; Στη σκέψη της όλα είναι πολύ ξεκάθαρα: «Θα ήταν αστείο στην εποχή μας να πιστεύει έστω και ένας πολίτης αυτής της χώρας ότι το δυστύχημα στα Τέμπη οφείλεται σε ένα ανθρώπινο λάθος. Μιλάμε για διαφθορά πολλών ετών αλλά και για χρόνια ανευθυνότητα. Μια κατά συρροή απουσία συνέπειας και εντιμότητας. Και κατά τη γνώμη μου αυτή είναι η απάντηση στο “τις πταίει;”. Διότι αν θέλουμε να ονοματίσουμε το ανθρώπινο λάθος, ας το ονοματίσουμε καλύτερα ως απανθρωπιά. Τώρα, αν αφορά χρόνια παθογένεια; Σίγουρα. Αλλά και γι’ αυτήν ποιοι ευθύνονται; Προφανώς και οφείλεται στους ίδιους ποινικά ανεύθυνους και αδιάφορους του πολιτικού συστήματος», μου λέει.
Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι επιχειρείται πολιτική εργαλειοποίηση της τραγωδίας των Τεμπών. Στο σημείο αυτό της αναφέρω ότι αρκετοί δεν δίστασαν να της «φορέσουν» και κομματική ταυτότητα. Απαντά με αυστηρό ύφος: «Ζητάμε δικαίωση και εργαζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση. Όποιος μιλά για εργαλειοποίηση πιθανώς να είναι και ο πρώτος εμπνευστής της. Έχουμε πια κουραστεί με αυτή την παραπλάνηση. Ο λαός έχει πια πεινάσει πολύ και έχει πικραθεί περισσότερο. Είναι αδύνατο να συνεχίσει να πιστεύει αυτές τις ανέμπνευστες τρίπλες. Όποιος φέρνει στο φως την αλήθεια για ένα έγκλημα με κρατική ευθύνη δεν στοχεύει στην πολιτική ήττα του ένοχου αλλά στη δικαίωση. Συνεπώς, μ’ αυτήν τη λογική δεν θα έπρεπε ποτέ να αποκαλύπτουμε αδικήματα πολιτικών υπό τον φόβο μήπως κατηγορηθούμε για πολιτικές σκοπιμότητες. Αυτό, λοιπόν, θα ήταν φαιδρό, αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνο ως σκέψη».
Επιμένω σε αυτό το θέμα υπενθυμίζοντάς της ότι η στάση της έχει ενοχλήσει. Και τη ρωτώ: Εσείς πιστεύετε ότι θέλουν κάποιοι η υπόθεση να κλείσει χωρίς να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι; «Εγώ θα έλεγα πρωτίστως ότι με τη στάση μου δικαιώνω το παιδί μου. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει οτιδήποτε άλλο. Οι περισσότεροι άνθρωποι που συναντώ τυχαία στον δρόμο μού επισημαίνουν ότι παίρνουν κουράγιο απ’ τον αγώνα μας και τη στάση μας. Το γεγονός ότι κάποιοι θα ήθελαν πολύ να κλείσει γρήγορα η υπόθεση χωρίς να τιμωρηθούν όλοι οι πραγματικά ένοχοι δεν πρόκειται να αλλάξει τη στάση μας. Αντιθέτως την ενισχύει», επισημαίνει.
Αν είχε μπροστά της τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, τι θα ήθελε να του πει; Απαντά κοφτά: «Προσωπικά τίποτε. Μάλλον εκείνος έχει να μου πει». Λίγες μέρες μετά την τραγωδία των Τεμπών, ένα από τα συνθήματα που βροντοφώναξε ο κόσμος στις πλατείες έλεγε: «Από τύχη ζούμε». Το δικό της σύνθημα, ποιο είναι; Εξακολουθεί να πιστεύει ότι υπάρχει ελπίδα σ’ αυτήν τη χώρα προκειμένου να μην έχουμε άλλα Τέμπη; «Το αίμα των παιδιών μας είναι παραπάνω από αρκετό για να αλλάξει η Ελλάδα. Αν, λοιπόν, έπρεπε να επιλέξω ένα σύνθημα, θα ήταν αυτό. Για εμάς, όλους όσοι αγωνιζόμαστε, αλλά και για όσο ζούμε, πάντα θα υπάρχει ελπίδα. Αλίμονο στα παιδιά μας, όμως, που έφυγαν απ’ τη ζωή».
Ο χρόνος πιέζει. Οδεύουμε προς το κλείσιμο. Θέλω να της εκφράσω μια απορία μου, λίγο πριν την αποχαιρετίσω. Αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω και είχε μια ευκαιρία να αλλάξει κάτι, τι θα ήταν αυτό; Οι λέξεις που χρησιμοποιεί δεν αφήνουν κανένα περιθώριο. Θα έλεγε στην κόρη της: «Μην μπαίνεις στο τρένο, παιδί μου. Κανένας σας. Μην ταξιδέψετε. Μόνο αυτό».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.