ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΝ ΠΕΡΙΠΟΥ 25 ΧΡΟΝΙΑ ελληνικού τηλεοπτικού αέρα για ένα αλογόκριτο, unapologetic φιλί ανάμεσα σε δύο άντρες – ναι, αντιδράσεις υπήρξαν, αλλά τουλάχιστον φτάσαμε στο σημείο οι θεσμοί και οι ανεξάρτητες αρχές να μη δημιουργούν πρόβλημα με λογοκρισία και αντικοινωνικούς περιορισμούς, αφού ποτέ δεν είχαν να προτείνουν μια λύση.
Και φτάνουμε στο παράξενο σήμερα μας. Στην πρώτη ιστορία τρανς άντρα (έχει προηγηθεί η περίπτωση της Καίτης Γκραμμά λίγα χρόνια πριν) που ταξιδεύει μέσα από ένα mainstream τηλεοπτικό πρόγραμμα (όχι από εναλλακτικό δίαυλο, π.χ. μία κινηματογραφική ταινία, μία τηλεοπτική σειρά ή ακόμα πιο περίκλειστα μία ημερίδα ή ένα συνέδριο) για να μιλήσει για την τρανς ορατότητα, χωρίς ιδανικές συνθήκες και χωρίς αστερόσκονη.
Γράφτηκαν πολλά για τη συμμετοχή του Αιμίλιου στο MasterChef, τα περισσότερα φορτισμένα από το βάρος της ιστορίας και της αφήγησής του, γράφτηκαν και μερικοί οχετοί σχολίων – στη συνηθισμένη ρητορική της ματσίλας που στραγγαλίζει τις ζωές ανθρώπων όπως ο Αιμίλιος και τις ωθεί δολοφονικά στο περιθώριο και την απόγνωση.
Υπήρξαν και υπονοούμενα για την εκμετάλλευση αυτής της ιστορίας προς χάριν τηλεθέασης.
Πρώτα ο Αιμίλιος και σε κάπως αχαρτογράφητα νερά για mainstream τηλεόραση το κανάλι στη συνέχεια, μόλις έβαλαν ένα πολύ παράξενο στοίχημα: να μιλήσουν για κάτι που τρέμουν οι γονείς, για κάτι που εξοργίζει ένα άναρθρο και τρανσφοβικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, για κάτι που παραξενεύει τους κάπως ανίδεους πλην καλοπροαίρετους τηλεθεατές και σίγουρα για κάτι που έχει απόλυτη ανάγκη μία μειονότητα συμπολιτών μας.
Κι όμως: Είναι η πρώτη φορά που για όποιον λόγο κι αν επιλέχθηκε να ριχτεί φως σ’ αυτή την ιστορία, υπάρχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη να ακουστεί. Κυρίως για να γίνει κατανοητή και η οικονομική και η ψυχολογική και η σωματική περιπέτεια ενός ανθρώπου που προσπαθεί να αποδεσμευτεί από ένα σώμα που τον «αφανίζει». Για να γίνει σαφές το πλέγμα των γραφειοκρατικών εμποδίων, πέρα από τα οικονομικά. Για να γίνει αντιληπτή η ανάγκη της τρανς ορατότητας για την οποία συζητάμε όσο πιο συχνά μπορούμε, αλλά δεν είναι από τα αυτονόητα των καιρών μας.
Κακά τα ψέματα, παρά τη μεγάλη και θερμή αρθρογραφία, παρά τις εξειδικευμένες δημοσιεύσεις, παρά τις απανωτές καταγγελίες για περιστατικά bullying, ωμής τρανσφοβίας και χλεύης, ακόμα και σήμερα ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων του Τύπου και ένα ακόμα μεγαλύτερο της κοινωνίας αγνοεί όχι απλώς τα αιτήματα των τρανς ατόμων, αλλά ακόμα και την ύπαρξή τους. Κι ακόμα κι όταν δεν την αγνοεί, απλώς φροντίζει με κάθε τρόπο να την υποβαθμίζει, να την περιθωριοποιεί, κάποτε και να την τσιρκοποιεί, επιδιώκοντας τον αφανισμό της, κάποτε μεταφορικά και κάποτε απολύτως κυριολεκτικά.
Θα μπορούσε ο παίκτης του διαγωνισμού μαγειρικής να μείνει στο έτσι κι αλλιώς συγκινητικό περιτύλιγμα της ιστορίας του και να μη δηλώσει εξαρχής την επιθυμία του, να κερδίσει το έπαθλο για να ολοκληρώσει τη διαδικασία φυλομετάβασης. Τα όσα χώρεσαν σε λιγότερο από 10 λεπτά αφήγησης (το bullying, το να τον αποκαλούν με το «νεκρό» του όνομα ακόμα και μέλη της οικογένειάς του, η απόφασή του να απομακρυνθεί από τη μαγειρική εξαιτίας όλων των παραπάνω) θα ήταν αρκετά. Το μήνυμά του θα είχε φτάσει σε σημεία που ποτέ δεν θα φανταζόταν ότι θα μπορούσε να ακουστεί κρυστάλλινα, ξεκάθαρα, φωναχτά.
Όμως, εδώ δεν υπάρχει ακόμα ένα δακρύβρεχτο trans story, αλλά η επισήμανση μίας αδυναμίας του συστήματος (και του υγειονομικού) να κατανοήσει την αγωνία αυτών των ανθρώπων –αγωνία πραγματική, απτή, σωματική και ψυχική και όχι καφενειακό αστείο– να απαλλαγούν από την τραγωδία της ζωής σε λάθος σώμα.
[Είναι επώδυνα γνωστό ότι στην Ελλάδα, αντίθετα με τα όσα ισχύουν σε άλλες χώρες, τα ασφαλιστικά ταμεία δεν καλύπτουν τις διαδικασίες επαναπροσδιορισμού φύλου, κάνοντας τη φυλομετάβαση ακόμα πιο δύσκολη απ’ ό,τι σαν συνθήκη είναι για το άτομο που αποφάσισε να αγωνιστεί για το δικαίωμά του στη ζωή στο σωστό σώμα].
Οπότε, πολύ αποφασισμένα, πρώτα ο Αιμίλιος και σε κάπως αχαρτογράφητα νερά για mainstream τηλεόραση το κανάλι στη συνέχεια, μόλις έβαλαν ένα πολύ παράξενο στοίχημα: να μιλήσουν για κάτι που τρέμουν οι γονείς, για κάτι που εξοργίζει ένα άναρθρο και τρανσφοβικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, για κάτι που παραξενεύει τους κάπως ανίδεους πλην καλοπροαίρετους τηλεθεατές και σίγουρα για κάτι που έχει απόλυτη ανάγκη μία μειονότητα συμπολιτών μας που δεν φαίνονται και δεν υπάρχουν στον δημόσιο διάλογο σχεδόν πουθενά, παρά μόνο κατόπιν πρόσκλησης ή εχθρικής και κακόβουλης πρόκλησης.
Αυτό (και η εξέλιξή του κυρίως) θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον και για το πώς θα καλυφθεί και κυρίως για το θάρρος που μοιράζει τόσο στα τρανς άτομα όσο και στις οικογένειές τους που μέχρι σήμερα ζουν και πορεύονται με την ευθύνη της εκπαίδευσης του περίγυρού της ριγμένη αποκλειστικά στις πλάτες τους και με το βάρος της περιθωριοποίησης σε κάθε τους βήμα.
Η αρχή για να συζητάμε για τέτοια θέματα και από τέτοιους διαύλους μόλις έγινε. Το πώς και το αν θα συντηρηθεί –και με τι όρους– ένας τέτοιος διάλογος θα το δούμε το επόμενο διάστημα.