ΤΟΝ ΜΑΙΟ ΤΟΥ 2012 ΔΩΔΕΚΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ που παρέπεμπαν σε ανθρώπινα ράκη στήθηκαν όρθιες μπροστά στον λευκό τοίχο μιας αίθουσας της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και φωτογραφήθηκαν με όλους τους τρόπους: ολόσωμες, ανφάς, προφίλ. Λίγο αργότερα, η Εισαγγελία, βασισμένη σε μια υγειονομική διάταξη του 1940(!) που επικαλέστηκε και ο τότε υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος, δημοσιοποίησε τις φωτογραφίες τους, τις οποίες συνόδευσε με όλα τα προσωπικά τους στοιχεία, όνομα, επώνυμο, τόπο καταγωγής, διαμονής, τα πάντα.
Οι φωτογραφίες διανεμήθηκαν σε όλα τα μέσα ενημέρωσης· αρκετά εξ αυτών από εκείνη τη στιγμή άρχισαν να οργιάζουν, γράφοντας για «κίνδυνο-θάνατο από τις ιερόδουλες οροθετικές», ενώ ακολούθησαν δεκάδες τηλεοπτικές εκπομπές και δελτία ειδήσεων που αποκάλυπταν με κάθε λεπτομέρεια προσωπικές ιστορίες των γυναικών και προειδοποιούσαν τους τηλεθεατές για τον «κίνδυνο και τον τρόμο από τις ιερόδουλες οροθετικές».
Μόλις είχε ξεκινήσει μία από τις μεγαλύτερες ιστορίες μαζικής διαπόμπευσης που συνέβη ποτέ στη χώρα. Υποτίθεται ότι οι δώδεκα αυτές γυναίκες ήταν σεξεργάτριες, οροθετικές και συνειδητά μετέδιδαν τον ιό – υποτίθεται.
Όλες τους, και μαζί με αυτές το οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον, βίωσαν, και εξακολουθούν να βιώνουν όσες είναι εν ζωή, τα αποτελέσματα εκείνης της διαπόμπευσης που άρχισε το 2012. Αυτό δεν εξαγοράζεται με κανένα χρηματικό ποσό.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, στις 23 Ιανουαρίου του 2024, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδικάζει τη χώρα μας, η οποία πρέπει να καταβάλει συνολικά 70.000 ευρώ στις γυναίκες αυτές για ηθική βλάβη. Το δικαστήριο έκρινε και καταδίκασε τον εξαναγκασμό τους από τις Αρχές σε εξετάσεις αίματος χωρίς τη συγκατάθεσή τους και την αδικαιολόγητη δημοσιοποίηση των προσωπικών τους δεδομένων.
Η απόφαση αφορά έξι από τις γυναίκες αυτές, μία από τις οποίες δεν βρίσκεται στη ζωή. Απορρίφθηκαν προσφυγές που είχαν κάνει άλλες πέντε γυναίκες, από τις οποίες τέσσερις έχουν αποβιώσει και μία δεν βρίσκεται σε επαφή με τους εκπροσώπους της.
Η μερική αυτή καταδίκη της χώρας δεν σημαίνει πολλά, απλώς ότι όσες λίγες γυναίκες άντεξαν όλα αυτά τα χρόνια θα μοιραστούν κάποια χρήματα. Όλες τους, και μαζί με αυτές το οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον, βίωσαν, και εξακολουθούν να βιώνουν όσες είναι εν ζωή, τα αποτελέσματα εκείνης της διαπόμπευσης που άρχισε το 2012. Αυτό δεν εξαγοράζεται με κανένα χρηματικό ποσό.
Τα επόμενα χρόνια, όσες γυναίκες προσέφυγαν στα ελληνικά δικαστήρια απαλλάχθηκαν απ’ όλες τις κατηγορίες, και από αυτήν της πορνείας και από αυτήν της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, ότι δηλαδή εκδίδονταν παρότι γνώριζαν ότι ζουν με τον ιό, και τον μετέδιδαν συνειδητά.
Η πλειονότητα των μέσων που προχώρησαν με περισσή ευκολία στη διαπόμπευσή τους αγνόησε τις απαλλακτικές αποφάσεις που έβγαιναν κατά καιρούς. Ανεξάρτητες Αρχές, ενώσεις δημοσιογράφων και οργανώσεις για την υπεράσπιση ανθρωπίνων δικαιωμάτων φώναζαν όλα αυτά τα χρόνια ότι οι γυναίκες αυτές είναι αθώες, λίγοι όμως τους άκουγαν.
Αν και πολλά ΜΜΕ απ’ όσα είχαν αναρτήσει στις ιστοσελίδες τους τις φωτογραφίες και προσωπικά στοιχεία των γυναικών αυτών υποχρεώθηκαν, βάσει νόμου, να κατεβάσουν αυτά τα δεδομένα, ακόμα και σήμερα οι φωτογραφίες αυτές υπάρχουν στο διαδίκτυο για να μας θυμίζουν ότι σε αυτήν τη χώρα η διαπόμπευση είναι διαρκής…