Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ τους φόρους, έστω με τη μορφή παγίδων για τον αντίπαλο και τηλεοπτικών ευκολιών, είναι κουβέντα ουσίας. Όπως και όταν οι πολιτικές δυνάμεις διαφωνούν για τον μισθό, τις εισφορές, τις τιμές των αγαθών. Δεν είναι μια ταπεινή, «υλιστική» και φτηνή θεματολογία αυτό που τάχα μας απομακρύνει από τα θέματα πολιτισμού. Αντιθέτως, το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τον καθημερινό πολιτισμό, τις κοινωνικές σχέσεις, εξαρτάται και από αυτά τα πεζά θέματα.
Όποτε πάλι η διαμάχη γλιστράει στα σύνδρομα ταυτότητας και δαιμονοποίησης, δηλαδή όποτε κάποιος ξαναρχίζει να μιλάει για τον Μητσοτάκη «της γνωστής οικογενείας» ή για τον «γιδοβοσκό» Ανδρουλάκη ή για τον «κατσαπλιά» Τσίπρα και τους «ζαίους», όταν ξαναφουντώνει η σφαίρα του ταυτοτικού μίσους, τότε η πολιτική γκρεμίζεται στα τάρταρα. Κατά έναν παράδοξο τρόπο η υπερβολή και υπερφόρτιση «πολιτικών» συναισθημάτων οδηγεί στον κενολόγο καβγά, όχι στον χώρο της πολιτικής διαφωνίας που είναι σημαντικός για τις δημοκρατίες.
Η δεύτερη προεκλογική περίοδος, μετά το μεγάλο σοκ που έπαθε ο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει ότι το επί της ουσίας κερδίζει έδαφος. Είναι μια μικρή κατάκτηση όσων από χρόνια υποστηρίζουμε ότι υπάρχουν θέματα πολιτικής που κρίνουν την «ταυτότητα» κάποιου και ότι αυτή η ταυτότητα δεν είναι δεδομένη ή κληρονομικά καθορισμένη.
Συχνά, η επί της ουσίας συζήτηση είναι πιο πληκτική και δύσκολη από τον καβγά χαρακτηρισμών και αλλοιωμένων ταυτοτήτων. Γιατί; Επειδή έχει απαιτήσεις και χρειάζεται καλή προετοιμασία και συλλογισμό. Τόσο ο τηλεοπτικός χρόνος όσο και η κακή συνήθεια πολλών Ελλήνων δημοσιογράφων να συμμετέχουν στις συζητήσεις ως άτυποι εκπρόσωποι κομμάτων και όχι ως δημοσιογράφοι δυσκολεύουν αυτήν τη μετάβαση προς την ουσιαστική συζήτηση.
Παρ' όλα αυτά, τούτη η δεύτερη προεκλογική περίοδος, μετά το μεγάλο σοκ που έπαθε ο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει ότι το επί της ουσίας κερδίζει έδαφος. Είναι μια μικρή κατάκτηση όσων από χρόνια υποστηρίζουμε ότι υπάρχουν θέματα πολιτικής που κρίνουν την «ταυτότητα» κάποιου και ότι αυτή η ταυτότητα δεν είναι δεδομένη ή κληρονομικά καθορισμένη.
Τέτοια θέματα είναι η σχέση έμμεσων/άμεσων φόρων, το πώς βλέπει κανείς τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης, πώς τοποθετεί το μέλλον της χώρας αλλά και τα προβλήματα της Δύσης και των δημοκρατιών απέναντι σε σοβαρές εσωτερικές κρίσεις και εξωτερικές απειλές. Όλα αυτά μαζί και το καθένα χωριστά κρίνουν και αποφασίζουν για τις ουσιαστικές διαφορές και όχι η προκατασκευασμένη εικόνα περί μιας «ακροδεξιάς» ΝΔ του Μητσοτάκη, ή «αναπαλαιωμένου» ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη, ή «παρακμιακού» ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα.
Μακάρι η επί της ουσίας διαμάχη να είναι αυτή που θα καθορίσει το επόμενο διάστημα. Να μιλάμε για τον μισθό, για το είδος της επιχειρηματικότητας που κρίνουμε αναγκαίο και για τις μορφές «μπίζνας» που πρέπει να εγκαταλειφθούν και να κριθούν αυστηρά. Να μιλήσουμε με λεπτομέρειες για τους δημόσιους χώρους και την προστασία τους αλλά και για το τι σημαίνει ιδιότητα του πολίτη σήμερα (τι απαιτήσεις έχει και από εμάς).
Προφανώς η επί της ουσίας πολιτική διαμάχη έχει κάμποσους εχθρούς. Δεν τη θέλουν οι περσόνες «ινφλουένσερ» που σαλπίζουν εκστρατείες εκφοβισμού και μίσους για τους αντιπάλους τους, δεν τη θέλουν οι πολιτικοί της ευκολίας και της αδιάβαστης οργής, δεν τη θέλουν σάιτ και έντυπα των εκβιασμών και του δηλητηρίου. Γιατί είναι μια πορεία αποκατάστασης της δημοκρατικής ομαλότητας μέσα στον δημόσιο λόγο. Δεν μιλάμε εδώ για εξορισμό των παθών ή των συναισθημάτων από τις πολιτικές μας διαμάχες. Το έχουμε πει: πολιτική μόνο με συναινέσεις και αγάπες είναι αδιανόητη και ανέφικτη. Όμως, μεταξύ της αδιανόητης συναδέλφωσης και του ανερμάτιστου μίσους και της συκοφάντησης υπάρχει χώρος για να ακούσουμε ξανά ενδιαφέροντα πράγματα που αφορούν τη ζωή μας και τη ζωή των παιδιών μας.
Η επί της ουσίας διαμάχη για τους φόρους και για όλα τα άλλα βγάζει τελικά την πολιτική από το στάδιο της πρωτόγονης άσκησης κυριαρχίας και την έφοδο στο συναίσθημα. Είναι μια στιγμή που υπόσχεται κάτι λιγότερο ηλίθιο και τοξικό από αυτό που συχνά μας πολιόρκησε τα περασμένα χρόνια. Αν αντέξει στην πίεση της πόλωσης και ιδίως στις εύκολες κλίσεις της πολιτικής πιάτσας και ενός κοινού που έχει εξαρτηθεί από αυτό, θα είναι ευτύχημα. Και ίσως το έχουμε ανάγκη για να μπορέσουμε, κάποια στιγμή, να κρίνουμε φίλους και αντιπάλους με άλλο μέτρο και άλλον τρόπο.