ΝA ΓΚΡΕΜΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ Ακρόπολη επειδή στην κατασκευή της συμμετείχαν δούλοι; Να αλλάξουμε την ονομασία του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης επειδή ο Αριστοτέλης είχε τις απόψεις που είχε για τη δουλεία; Να αλλάξουμε τις ονομασίες οδών με ονόματα ηρώων της Επανάστασης επειδή στα απομνημονεύματά τους ίσως διαπιστώσουμε ψήγματα ρατσιστικών ή σεξιστικών αντιλήψεων;
Αυτό που στη χώρα μας θα προκαλούσε οργίλες αντιδράσεις ή θυμηδία, στις ΗΠΑ είναι ήδη πραγματικότητα. Πριν από λίγες μέρες το Δημοτικό Συμβούλιο της Νέας Υόρκης αποφάσισε την απομάκρυνση αγάλματος του Τόμας Τζέφερσον, πρώην Προέδρου της χώρας, βασικού συγγραφέα της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, ενός από τους «Πατέρες του Έθνους». Αυτό επειδή είχε δούλους και όπως ειπώθηκε «συμβολίζει μια επαίσχυντη σελίδα της ιστορίας των ΗΠΑ».
Το ίδιο έχει συμβεί και με άλλες σημαντικές μορφές της αμερικανικής ιστορίας, με ταινίες που έχουν αποσυρθεί ή επανακυκλοφορήσει με disclaimers, βιβλία ή κόμικ που έχουν αλλάξει τίτλο ή ονόματα πρωταγωνιστών, σε ένα φαινόμενο που, ειδικά πέρυσι το καλοκαίρι, με αφορμή και το κίνημα Black Lives Mater, είχε πάρει εκρηκτικές διαστάσεις.
Τα παραδείγματα για το πόσο στρεβλά μπορεί να εκδηλωθεί αυτό είναι αμέτρητα. Υπάρχει σχολείο π.χ. όπου αν είσαι λευκό αγόρι δεν μιλάς πρώτος γιατί αυτό θεωρείται μια «αναγκαία ανακατανομή της εξουσίας» μετά από αιώνες κυριαρχίας λευκών αντρών. Θεωρείται λογικό, δηλαδή, ένα μικρό παιδί να υποστεί δυσμενή μεταχείριση προκειμένου να αποκατασταθεί μια προαιώνια αδικία.
Παραβλέποντας τον αντιεπιστημονικό ιστορικό αναθεωρητισμό που μελετά απόψεις και συμπεριφορές εκτός του πλαισίου της εποχής τους και αναπτύσσοντας συνοπτικά (αναγκαστικά και κάπως απλουστευτικά) τις ιδεολογικές αφετηρίες του φαινομένου, αυτές εντοπίζονται στη λεγόμενη «woke» ατζέντα, την critical race theory, στην «πολιτική των ταυτοτήτων» («identity politics»).
Με βάση τη θεωρία αυτή, στοιχεία όπως το φύλο, η φυλή, η θρησκεία, ο σεξουαλικός προσδιορισμός επικαθορίζουν την ταυτότητά σου. Η ταυτότητα και όχι οι ιδέες είναι το βασικό στοιχείο σύγκρουσης, καθώς στο βάθος του ιστορικού χρόνου τα στοιχεία αυτά έχουν βιωθεί από τον καθένα, μέσα από τη διαπάλη προνομιούχων και καταπιεζόμενων.
Στη woke αντίληψη δεν είσαι απλώς ο εαυτός σου. Είσαι ένας αντικατοπτρισμός της φυλής, του φύλου ή της θρησκείας σου. Και κουβαλάς τις «αμαρτίες», τις ενοχές ή τα απωθημένα της. Εντάσσεσαι, συνεπώς, βάσει αυτών, στο δίπολο «προνομιούχων» ή «καταπιεσμένων», το οποίο σε προσδιορίζει πέραν των προσωπικών σου πεποιθήσεων.
Τα παραδείγματα για το πόσο στρεβλά μπορεί να εκδηλωθεί αυτό είναι αμέτρητα. Υπάρχει σχολείο π.χ. όπου αν είσαι λευκό αγόρι δεν μιλάς πρώτος γιατί αυτό θεωρείται μια «αναγκαία ανακατανομή της εξουσίας» μετά από αιώνες κυριαρχίας λευκών αντρών. Θεωρείται λογικό, δηλαδή, ένα μικρό παιδί να υποστεί δυσμενή μεταχείριση προκειμένου να αποκατασταθεί μια προαιώνια αδικία.
Ένα άλλο στοιχείο είναι η απολυτότητα των διαχωρισμών. Για να είσαι σωστός δεν αρκεί να μην είσαι ρατσιστής. Οφείλεις να είσαι μαχητικός αντιρατσιστής. Όχι όπως εσύ αντιλαμβάνεσαι την αντιρατσιστική συμπεριφορά, αλλά όπως το πλαίσιο των ακτιβιστών την ορίζει. Αν δεν τηρείς κάθε πτυχή της woke ατζέντας σταδιακά τίθεσαι απέναντι.
Αυτός ο υπέρμετρος φανατισμός, βέβαια, είναι και η αδυναμία του κινήματος. Γιατί αποξενώνει μια κρίσιμη μάζα πολιτών που προφανώς δεν είναι ρατσιστές, σέβονται τα ατομικά δικαιώματα, αναγνωρίζουν ότι υφίστανται ακόμα ζητήματα ρατσισμού, αλλά ταυτόχρονα δεν ενστερνίζονται τις ακρότητες αυτής της ατζέντας και δεν έχουν ενοχές ή απωθημένα για το τι έκαναν οι πρόγονοί τους.
Απαραίτητο σκέλος της επικράτησης αυτής της νοοτροπίας είναι η λεγόμενη «κουλτούρα ακύρωσης» («cancel culture»). Η πλήρης απαξίωση, η επαγγελματική και ηθική εξόντωση όποιου παραβεί τα όρια που τίθενται από τους ακτιβιστές του χώρου, με στόχο όχι μόνο να ακυρωθεί ο ίδιος αλλά και να λειτουργήσει ως παράδειγμα για τους υπόλοιπους. Να σταλεί το μήνυμα «ου μπλέξεις», με τελικό στόχο να αυτολογοκριθείς. Και αυτό δεν αφορά μόνο αξιοκατάκριτες πράξεις –όπου θα ήταν λογικό και θεμιτό– αλλά ακόμα και προδήλως «αφελείς» συμπεριφορές, χωρίς κακή πρόθεση.
Σε πρόσφατη έρευνα, το 62% των Αμερικανών δήλωσαν ότι φοβούνται να εκφράσουν τις αληθινές τους απόψεις. Την ίδια ώρα που μόνο το 25% επιδοκιμάζει την απομάκρυνση ακαδημαϊκών ή δημοσίων σχολιαστών με «αντιδραστικές» απόψεις. Τακτική ωστόσο που δεν εμποδίζεται επειδή το 75% που διαφωνεί δεν θέλει να μπλέξει...
Η τάση αυτή δεν είναι (ακόμα τουλάχιστον) πλειοψηφική στην αμερικανική κοινωνία. Είναι όμως κυρίαρχη πλέον στους χώρους των πανεπιστημίων, των ΜΜΕ ή των θεαμάτων. Μόλις πρόσφατα άρχισαν να ακούγονται κάποιες φωνές αντίστασης, που προειδοποιούν ότι πλέον τίθεται ζήτημα ελευθερίας έκφρασης.
Πώς φτάσαμε ως εδώ; Η παρακμή του αμερικανικού ονείρου, τα υπαρκτά φυλετικά ζητήματα, η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, η ριζοσπαστικοποίηση που ενδυνάμωσε ακραίες φωνές οι οποίες, αν και αλληλομισούνται, αρέσκονται σε ένα παιχνίδι αμοιβαίου ετεροπροσδιορισμού είναι κάποιες από τις αιτίες.
Μπορεί η τάση αυτή να έρθει στην Ευρώπη; Κάποια ψήγματά της είναι ήδη εδώ. Δύσκολα ωστόσο θα αποκτήσει ανάλογη δυναμική. Στην Ευρώπη είμαστε πιο συμφιλιωμένοι με την ιστορία μας, λιγότερο ενοχικοί για το παρελθόν μας και οι κοινωνίες μας είναι πιο συνεκτικές.
Αυτή είναι και η μεγάλη αδυναμία των identity politics. Ότι συμβάλουν στον απόλυτο κατακερματισμό της κοινωνίας. Παραβλέπουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης. Αμφισβητούν το στοιχείο της ενσυναίσθησης. Απαξιώνουν τα βήματα που έχουν επιτευχθεί για να αμβλυνθούν αδικίες του παρελθόντος.
Άνθρωποι των θεωρούμενων προνομιούχων φύλων και φυλών πάλεψαν για μια κοινωνία ελευθεριών και δικαιωμάτων. Τους αξίζει αναγνώριση, όχι καταλογισμός προπατορικών αμαρτημάτων. Η πρόσληψη των ανθρωπίνων σχέσεων ως πεδίου ταυτοτικών συγκρούσεων και μόνο επαναφέρει διαιρέσεις που η κοινωνία έχει σε μεγάλο βαθμό ξεπεράσει. Και που με βεβαιότητα θα εξαλείψει περαιτέρω στο μέλλον, ακόμα και χωρίς τις υπερβολές όσων αναγάγουν τις ταυτοτικές διαιρέσεις σε αποκλειστικό στοιχείο ατομικού και πολιτικού προσδιορισμού.