Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ «ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ» έδωσε τροφή σε σχόλια που στάθηκαν, συχνά με ειρωνεία, στην ελαφρώς παλαιωμένη επίγευση του τίτλου. Αναμενόμενο, ως ένα σημείο. Νέα Αριστερά ήταν ονομασία ενός γαλαξία οργανώσεων και κινημάτων από τη δεκαετία του ’60 και έπειτα. Υπήρξε επίσης μια μικρή οργάνωση στην πρώιμη Μεταπολίτευση που έκανε λόγο (ήδη από το '74) για την οικολογία, την ποιότητα ζωής και την αμφισβήτηση με όρους κάπως αμερικανικούς.
Ως κομμάτια μιας «Νέας Αριστεράς» ταξινομούσαν και οι εκθέσεις των υπηρεσιών ασφαλείας τον εξωκοινοβουλευτικό χώρο ή τον χώρο της «αμφισβήτησης», όπως τον έγραφαν στα φιλοπερίεργα αφιερώματά τους οι εφημερίδες στη δεκαετία του '70. Ο όρος έφερε μαζί του κάτι εξωτικό και συνάμα ύποπτο, μια διάσταση χάους και αντικουλτούρας, για να θυμηθώ τυπικές εκφράσεις της εποχής.
Με κάποιον τρόπο όλο αυτό το υλικό αναμνήσεων και αναφορών περί Νέας Αριστεράς είναι γνωστό. Μάλλον θα ήταν οικείο και στους «11» και ασφαλώς σε κάποιους μεγαλύτερους στην ηλικία αριστερούς που συντάσσονται τώρα με τη νέα κοινοβουλευτική ομάδα. Ήξεραν πως ο όρος παραπέμπει στην εποχή μετά τον Μάη του '68 και ότι, τυπικώς, δεν είναι πρόσφατο δημιούργημα. Γνωρίζουμε όμως ότι το κριτήριο της επιλογής ενός πολιτικού ονόματος δεν εξαρτάται μόνο από την πρωτοτυπία του. Αν κάποιοι άνθρωποι θέλουν να έχουν αναφορά σε ένα σύνολο από σημαντικές ιδέες και αξίες, γίνεται πολύ δύσκολο για αυτούς να χωρέσουν την πολλαπλότητα σε έναν «τίτλο».
Τώρα όμως κανένας προσδιορισμός δεν μπορεί να προστεθεί στη λέξη «αριστερά» δίχως να ηχήσει φθαρμένος και πολυπαιγμένος. Η πληθώρα των αριστερών αυτοχαρακτηρισμών έχει φτάσει προ πολλού στα όριά της.
Ο ιστορικός Συνασπισμός με τις αλλαγές ονομασίας (της προόδου, των κινημάτων, της οικολογίας κ.λπ.) είχε φορτωθεί πολλές λέξεις στο μικρό του σώμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αργότερα θα σπεύσει να πάρει επάνω του τη ζήτηση μιας εποχής μαζικών αποσκιρτήσεων από τον λεγόμενο δικομματισμό. Ο ριζοσπαστισμός μπορούσε να συγκαλύψει ένα ευρύ φάσμα στάσεων, από τη λαϊκιστική σκανδαλοθηρία ως την πιο θεωρητική αριστερή εναντίωση.
Τώρα όμως κανένας προσδιορισμός δεν μπορεί να προστεθεί στη λέξη «αριστερά» δίχως να ηχήσει φθαρμένος και πολυπαιγμένος. Η πληθώρα των αριστερών αυτοχαρακτηρισμών έχει φτάσει προ πολλού στα όριά της. Η συσσώρευση των επιθετικών προσδιορισμών παραπέμπει σε πολλές αποτυχίες. Παντού παραμονεύει το vintage ως φόβος μην και βρεθεί κανείς πίσω, στα μετόπισθεν του παρόντος.
Ας μην γινόμαστε όμως άδικοι. Ένα όνομα δεν είναι ποτέ η ουσία, παρά το ότι για το χατίρι ενός προσδιορισμού κι ενός επιθέτου μπορεί κάποτε να «σφάζονταν». Οι ονομασίες των πολιτικών κινήσεων και πρωτοβουλιών φανερώνουν μια διάθεση και στη συγκεκριμένη περίπτωση μια διεκδίκηση ταυτότητας. Το καταλάβαμε και από τις δηλώσεις, όπου η λέξη «περηφάνια» ειπώθηκε πολλές φορές. Ταυτοτική υπερηφάνεια, διεκδίκηση εκ νέου μιας αριστερής αναφοράς.
Παρά το γεγονός ότι ο προσδιορισμός «νέα» μοιάζει με το ρηχό μέρος της ονομασίας (το διαφημιστικό κλείσιμο του ματιού) και το «Αριστερά» με κάτι βαθύ και πολύτιμο, νομίζω ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Γιατί αν έχει νόημα ο διαχωρισμός θέσης από άλλους αριστερούς (προφανώς στον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να θεωρούν εαυτούς αριστερούς), ο αναδυόμενος νέος φορέας πρέπει να δώσει βάρος στο τι νέο κομίζει στην ελληνική αριστερά. Η αποχώρηση και η επανατοποθέτηση υποχρεώνουν τους ανθρώπους που προχωρούν έτσι στο να δείξουν τι νέο πράττουν και σκέφτονται για τα θέματα.
Το «νέα» πρέπει με τη σειρά του να αποκτήσει περιεχόμενο. Δεν αρκεί να εκφωνείται σαν σλόγκαν ή ευσεβής πόθος, αλλά πρέπει να αποδειχτεί σε θέσεις και ύφος. Αυτό θα φανεί στην πράξη, στην κοινοβουλευτική παρουσία των 11. Κυρίως όμως θα φανερωθεί στο πώς θα πολιτευτούν συνολικά στην ελληνική δημόσια ζωή, μαζί με άλλους που ζητούν μια απάντηση στο κοινωνικό, θεσμικό και οικολογικό ζήτημα της χώρας.
Για να υπάρξει όμως συνάντηση με άλλους, που έρχονται από αλλού, δεν είναι πάντα καλός οδηγός μια περηφάνια ταυτότητας που δείχνει αυτάρκης, βέβαιη για την ηθική της ποιότητα και τις ακαταμάχητες πολιτικές της αρετές. Άλλωστε δεν ήταν γόνιμη (μάλλον το αντίθετο) η διαχείριση του ηθικού πλεονεκτήματος ως σημαίας που κατακεραύνωνε τους πάντες, συγχέοντας μια συγκεκριμένη ρητορική με τον ριζοσπαστισμό.
Ενδεχομένως μπορεί να υπάρξει μια ευκαιρία: η παραχρησιμοποιημένη στο παρελθόν «Νέα Αριστερά» να γίνει μια πολιτική αριστερά ικανή να συνομιλήσει με αντίπαλους και φίλους, να καλλιεργήσει ένα νέο ήθος προγραμματικής αντιπαλότητας και σύνθεσης. Ο σκεπτικισμός επιβάλλεται, όχι όμως η κακοπιστία ούτε η άρνηση.
Όταν για χρόνια λέγαμε (κάποιοι, τουλάχιστον) ότι χρειαζόμαστε μια ισχυρή κουλτούρα καταφάσεων και όχι απλώς τον φετιχισμό της εκ των προτέρων εναντίωσης, δεν θα είχε κανένα νόημα τώρα μια πικρόχολη αντιμετώπιση του νέου εγχειρήματος. Οι άνθρωποι στην πολιτική μπορεί να κάνουν καινούργια πράγματα ακόμα και αν είναι οι ίδιοι και τους ξέρουμε. Η φυγή πάντως από τον σκανδαλοθήρα καιροσκοπισμό και τις τοξικές ευκολίες του είναι ένα θετικό γεγονός που επιτρέπει να υπάρξουν ξανά κανονικές πολιτικές σχέσεις.