Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μπαίνει σε λίγο, ημερολογιακά, στον έκτο χρόνο εξουσίας, παραμένοντας πολιτικά πανίσχυρη, με μόνο αντίπαλο για την ώρα τα προβλήματα των πολιτών, με πρώτα αυτά του πληθωρισμού και της ακρίβειας ως κυριότερη αιτία δυσαρέσκειας.
Οι τάσεις της MRB κατέγραψαν για άλλη μια φορά τη μεγάλη διαφορά της ΝΔ, που βρίσκεται σταθερά στην πρώτη θέση, από το κόμμα που βρίσκεται στη δεύτερη, μόνο που σε αυτήν αρχίζει να παγιώνεται το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, αφήνοντας πίσω του τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, και με το νέο κόμμα της «Νέας Αριστεράς» να καταγράφει ισχνή απήχηση στις πρώτες δημοσκοπήσεις. Αυτό ικανοποιεί την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, που εκτιμά ότι θα συμβάλει στο να διακοπούν οι αποχωρήσεις, καθώς το νέο κόμμα στο ξεκίνημά του δεν παρουσίασε κάποια δυναμική που να του δίνει προοπτική.
Η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, σε αντίθεση με την εικόνα που εμφάνισε δημόσια, προβληματίστηκε αρκετά από το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών του Οκτωβρίου, καθώς αντιλήφθηκε ότι οι πολίτες τής έστειλαν ένα προειδοποιητικό μήνυμα πως δεν πρέπει να τους θεωρεί δεδομένους, ακόμα και όταν δεν φαίνεται να έχει κάποιον ισχυρό πολιτικό αντίπαλο.
Όλα τα κόμματα, αλλά κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση και προσπαθεί να τη σταματήσει, ελπίζουν ότι οι ευρωεκλογές –που θα διεξαχθούν στις αρχές του Ιουνίου και από τη νέα χρονιά θα αρχίσει η σχετική προετοιμασία– θα αυξήσουν τη συσπείρωσή τους. Η Νέα Δημοκρατία, που φαίνεται να έλαβε το μήνυμα των αυτοδιοικητικών εκλογών, στις ευρωεκλογές έχει να αντιμετωπίσει τη λεγόμενη «χαλαρή ψήφο», καθώς πολλοί ψηφοφόροι δεν θεωρούν ότι σε αυτές διακυβεύεται κάτι κρίσιμο.
Το κυβερνών κόμμα όμως, που ανήκει στην ευρωομάδα της κεντροδεξιάς, του Λαϊκού Κόμματος, την πιο ισχυρή στην απερχόμενη Ευρωβουλή, θέλει να έχει μια εξίσου ισχυρή παρουσία στην ομάδα αυτή και στη νέα περίοδο, για λόγους πολιτικής ισχύος και επιρροής.
Οι εκπρόσωποί της στο ευρωκοινοβούλιο, ωστόσο, δεν ήταν οι καλύτερες επιλογές, σύμφωνα με τον απολογισμό της ηγεσίας, καθώς ούτε οι μισοί δεν είχαν ικανοποιητική παρουσία (όχι ότι έχουν κάποια πραγματικά ουσιαστική δουλειά να κάνουν οι ευρωβουλευτές και πραγματική ισχύ). Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ, που επλήγη από την υπόθεση Γεωργούλη, ενώ άλλοι τρεις ευρωβουλευτές του αποχώρησαν, αλλά και για το ΠΑΣΟΚ με την περίπτωση της Καϊλή.
Η Ευρωβουλή ως Ελ Ντοράντο
Λογικά, μετά από όσα συνέβησαν, τα κόμματα δεν θα έπρεπε να κάνουν τα ίδια λάθη και να βάλουν στα ψηφοδέλτια των ευρωεκλογών πρόσωπα που θα ψηφιστούν επειδή είναι γνωστά ή ευνοούμενα της ηγεσίας ή απλώς θέλουν να τα ξεφορτωθούν αντιμετωπίζοντας την Ευρωβουλή ως ένα χρυσό νεκροταφείο ελεφάντων. Είναι γεγονός, όμως, ότι λόγω των υψηλών οικονομικών απολαβών και επειδή θεωρείται ότι όποιος εκλέγεται στην Ευρωβουλή «κάνει την τύχη του», υπάρχει ήδη μεγάλη πίεση προς τις ηγεσίες των κομμάτων για το ποιοι θα συμπεριληφθούν στα ευρωψηφοδέλτια. Κι αν για κάποιους η Ευρωβουλή είναι συνώνυμο του Ελ Ντοράντο, για τον ΣΥΡΙΖΑ ειδικά είναι ταυτόχρονα και Κιβωτός του Νώε, καθώς όποιος εκλεγεί διασώζεται για μια πενταετία κατά την οποία θα υπάρχει πολλή ανασφάλεια και αβεβαιότητα για τα υπόλοιπα στελέχη.
Το πόσους όμως θα καταφέρει να εκλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις ευρωεκλογές είναι άλλο ένα ζητούμενο, καθώς αν συνεχιστεί η καθοδική πορεία που καταγράφει στις δημοσκοπήσεις, κινδυνεύει από τους έξι ευρωβουλευτές να πέσει στους δύο.
Η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, σε αντίθεση με την εικόνα που εμφάνισε δημόσια, προβληματίστηκε αρκετά από το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών του Οκτωβρίου, καθώς αντιλήφθηκε ότι οι πολίτες τής έστειλαν ένα προειδοποιητικό μήνυμα πως δεν πρέπει να τους θεωρεί δεδομένους, ακόμα και όταν δεν φαίνεται να έχει κάποιον ισχυρό πολιτικό αντίπαλο. Ερμηνεύοντας εκείνο το πολιτικό αποτέλεσμα, αντιλήφθηκε ότι καμία από τις απώλειες δεν ήταν τυχαία, ακόμα και αν δεν επηρέασαν το συνολικό αποτέλεσμα, αφού για άλλη μια φορά καταγράφηκε ως πρώτη δύναμη.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι τα συμπεράσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών ήταν αυτά που απέτρεψαν την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας από το να προχωρήσει στις αλλαγές του εκλογικού συστήματος των ευρωεκλογών που μελετούσε, το σχέδιο δηλαδή για σπάσιμο της ενιαίας περιφέρειας και κατάτμησή της σε πέντε μικρότερες περιφέρειες που συζητούσαν να εφαρμοστεί για πρώτη φορά, αλλά τελικά ο πρωθυπουργός άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να αφήσει την κατάσταση ως έχει. Με βάση την αλλαγή αυτή, που σχεδιαζόταν στο Μαξίμου, αν το αποτέλεσμα ήταν αντίστοιχο των βουλευτικών εκλογών, η Νέα Δημοκρατία θα σάρωνε στην κατάκτηση των εδρών.
Το εκλογικό αποτέλεσμα όμως στην περιφέρεια της Θεσσαλίας (αλλά και στους δήμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης) ανέδειξε ένα ρίσκο που δεν είχαν υπολογίσει και έτσι το κεφάλαιο αυτό έκλεισε οριστικά. Παρομοίως έκλεισε και η αλλαγή του σταυρού σε λίστα, καθώς οι ηγεσίες θεωρούν ότι έτσι οι υποψήφιοι αναγκάζονται να τρέξουν σε όλη τη χώρα για να κυνηγήσουν τον σταυρό και άρα κάνουν εκλογική δουλειά για το κόμμα, διαφορετικά διακινδυνεύουν να μην τρέξει κανείς και να επικρατήσει εφησυχασμός. Επιπλέον, μπορεί οι ηγεσίες να χάνουν το προνόμιό τους να διορίσουν στην Ευρωβουλή όποιον θέλουν, αλλά γλιτώνουν από τις ασφυκτικές πιέσεις που θα δέχονταν στην περίπτωση εκλογών με λίστα.
Τα πραγματικά προβλήματα
Όλες οι δημοσκοπήσεις και αυτή την περίοδο καταγράφουν μεγάλη ανασφάλεια και δυσαρέσκεια των πολιτών για την ακρίβεια και τον πληθωρισμό που, παρά τα όσα εξαγγέλλονται, η κυβέρνηση αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Οι μισθοί στην Ελλάδα δεν έχουν επιστρέψει καν εκεί που ήταν πριν από την οικονομική κρίση για πολλές κατηγορίες πολιτών και ο πληθωρισμός συρρικνώνει τα εισοδήματά τους σε βαθμό που να προκαλεί τεράστια ανασφάλεια. Για ένα ποσοστό Ελλήνων μεγαλύτερο από 60%, η ακρίβεια εξακολουθεί να είναι το βασικότερο πρόβλημα, όπως καταγράφηκε και στις τάσεις της MRB.
Η μεγάλη πλειοψηφία πλέον, οκτώ στους δέκα, δηλώνει ότι δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις και το 61,2% προσπαθεί να κάνει περικοπές εξόδων σε βάρος πραγματικών αναγκών. Έτσι, την ώρα που η κυβέρνηση επιχαίρει για την επενδυτική βαθμίδα, την ανάπτυξη και τα χρήματα που επενδύονται στη χώρα –με πολλές επιχειρήσεις να καταγράφουν σημαντική αύξηση κερδών–, η πλειοψηφία των πολιτών όχι μόνο δεν τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά στην καθημερινότητά της αλλά δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να τα βγάλει πέρα. Παρ’ όλα αυτά, η κοινή γνώμη επιδεικνύει μεγάλη υπομονή, ενώ στην Ελλάδα δεν έχει αναπτυχθεί ισχυρή αντίδραση από συνδικάτα, όπως έγινε στη Γερμανία, π.χ., από κλάδους εργαζομένων που διεκδίκησαν και πέτυχαν αυξήσεις στο ύψος του πληθωρισμού.
Συνεργάτες του πρωθυπουργού υποστηρίζουν ότι αυτή η κατάσταση, η απουσία δηλαδή ισχυρής αντιπολίτευσης, δεν είναι τόσο θετική για την κυβέρνηση, όπως νομίζουν πολλοί. Δεν μπορούμε να στοιχηματίσουμε για την ειλικρίνεια της παρατήρησης, όμως τώρα η προσοχή στρέφεται περισσότερο στις πράξεις και στις παραλείψεις της κυβέρνησης, αναδεικνύοντας τις δικές της αδυναμίες, όπως συμβαίνει με το πρόβλημα της ακρίβειας, που εξακολουθεί εδώ και πολλούς μήνες να είναι το μεγαλύτερο για τους Έλληνες, καθώς η κυβέρνηση δεν καταφέρνει να την αντιμετωπίσει. Και παρότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις δημοσκοπήσεις εξακολουθεί να περνάει με διαφορά κάθε πολιτικό του αντίπαλο, όταν αναμετράται με την ακρίβεια, αυτή τον νικάει
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.