«ΕΓΙΝΕ ΕΝΑΣ ΔΙΑΠΛΗΚΤΙΣΜΟΣ, μια ένταση και ο συγκεκριμένος άνθρωπος μου έβρισε τη μάνα και μου είπε άντε γα@@@@@. Εγώ έτσι αντιδρώ, κύριοι, έτσι μεγάλωσα, ότι οι άνδρες όταν έρχονται σε διαπληκτισμό φωνάζουν, βρίζονται και μετά όποιος έχει άδικο ζητά συγγνώμη όπως έκανε το παιδί και καλοδεχούμενο… Εσείς λύστε τες (τις διαφορές σας) με καλσόν, όπως θέλετε, δικαίωμά σας. Εμείς οι παλαιών αρχών έτσι μεγαλώσαμε, έτσι μάθαμε, τι να κάνουμε να γίνουμε λουλούδες; Μην τρελαθούμε τώρα!».
Διαβάζοντας ή ακούγοντας κάποιος άσχετος αυτές τις δηλώσεις, θα πίστευε ότι ανήκουν σε κάποιον γραφικό, λαϊκό τύπο που ξεπήδησε από κάποιο μυθιστόρημα εποχής, τον οποίο ενσαρκώνει στην τηλεοπτική του μεταφορά ένας «κλώνος» του συγκριτικά αρκετά συμπαθέστερου (και λιγότερο αγχωμένου να επιδείξει μια σκληροπυρηνική, ορίτζιναλ αρρενωπότητά) Απόστολου Γκλέτσου.
Όμως όχι, αυτές οι παλιομοδίτικες, τοξικές αντιλήψεις διέπουν τον ανώτατο άρχοντα ενός από τους μεγαλύτερους δήμους της χώρας και έτσι απάντησε στους δημοσιογράφους που τον ρώτησαν σχετικά με τη χειροδικία στην οποία προέβη κατά διαμαρτυρόμενου πολίτη κατά την πρόσφατη επίσκεψή του σε προάστιο του σκληρά δοκιμαζόμενου από τις πλημμύρες Βόλου. Ο πολίτης την επομένη πήγε στο δημαρχείο να ζητήσει συγγνώμη, την οποία μεγαλόθυμα έκανε δεκτή ο ανώτατος άρχων, δίχως βέβαια ο ίδιος να νιώσει την ανάγκη να απολογηθεί για τη χοντροκομμένη, τραμπούκικη, τοξική «ματσίλα» που εκφράζει με κάθε ευκαιρία.
Γεγονός είναι ότι η περίπτωση Μπέου αποτελεί την επιτομή ενός φαύλου, φασίζοντος, χύμα λαϊκισμού που έχει αρκετή πέραση στη χώρα τα τελευταία αρκετά χρόνια στην πολιτική και όχι μόνο και που ίσως θα έπρεπε να μας προβληματίσει συνολικά.
Την προηγούμενη ακριβώς ημέρα κατάβρεξε με μάνικα υδροφόρας άλλον διαμαρτυρόμενο πολίτη, τις προάλλες αποκάλεσε «νούμερο και φλώρο» τον Αλκίνοο Ιωαννίδη επειδή τον επέκρινε σε συναυλία που έδωσε στην πόλη, «νούμερο, κοπρίτη και επιστήμονα του κώλου» αποκάλεσε επίσης τον χειρουργό και αντιπολιτευόμενο δημοτικό σύμβουλο Λεωνίδα Μαυρογιάννη, με τον πρώην πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Μαγνησίας, Ευθύμη Τσάμη, να δηλώνει πως «πρόκειται για αίσχος και ντροπή για όσες και όσους στηρίζουν και ανέχονται τον χυδαίο και φασίστα δήμαρχο Βόλου, τον μεγαλύτερο πολιτικό απατεώνα της Ελλάδας, τον μεγαλύτερο πολιτικό κοπρίτη της χώρας».
Αθυρόστομος, προκλητικός και ανοικονόμητος από πεποίθηση, έχει επίσης δηλώσει δημοσίως ότι «κάνω εμετό με τους Κασσελάκη - Ανδρουλάκη», κάλεσε δε σκωπτικά τον νέο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., όταν εκείνος ζήτησε να αρθεί η στήριξη της ΝΔ στο πρόσωπό του εν όψει των δημοτικών εκλογών, «να πάρει τον Τάιλερ-ράφτη και να έρθει να βοηθήσει», με το χάσιμό του στη μετάφραση να είναι το μικρότερο κακό. Ο Αχιλλέας Μπέος, άλλωστε, έχει παράδοση στην ομοφοβική ρητορική, θυμάμαι είχε αποκαλέσει παλιότερα το «alter ego» του Μάκη Ψωμιάδη, για να τον πικάρει, «δίμετρη αδερφή με μουστάκι».
Σωστός «βίος και πολιτεία» ο κύριος δήμαρχος, έχει διατελέσει μπράβος, επιχειρηματίας της νύχτας και ποδοσφαιρικός μεγαλοπαράγοντας με επεισοδιακή, συχνά, συμπεριφορά. Το 2011, μάλιστα, συνελήφθη και προφυλακίστηκε για έναν χρόνο κατηγορούμενος για συμμετοχή σε σκάνδαλο με στημένα παιχνίδια. Του επιβλήθηκε επιπλέον βαρύ χρηματικό πρόστιμο, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο, κατάφερε όμως το 2015 να αθωωθεί στο Πενταμελές.
Εντελώς τυχαία την προηγούμενη χρονιά είχε εκλεγεί δήμαρχος Βόλου, πλειοψηφώντας στον β’ γύρο με 53,13%, και παρότι τέθηκε προσωρινά σε αργία εξαιτίας εκείνων των κατηγοριών, όχι μόνο επανήλθε πανηγυρικά στο αξίωμά του αλλά στις αυτοδιοικητικές του 2019 «σάρωσε» ήδη από τον α’ γύρο, με 57,31%! Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω;
Κάπως έτσι φαίνεται ότι η πληθωρική περσόνα του επιτυχημένου «καταφερτζή», του τσαμπουκαλεμένου μαγκίτη που δεν μασάει τα λόγια του, που μπορεί άνετα να «τσαλακώνεται» και να παίζει μπουνιές στον δρόμο άμα λάχει σαν να ήταν «ένας από μας», που είναι τάχα ανένδοτος, ανεξάρτητος, ακηδεμόνευτος, που ξέρει να προκαλεί «σοκ και δέος» στους αντιπάλους του, αλλά ταυτόχρονα να υποδύεται τον «στοργικό πατέρα» και τον αρχηγέτη-καθοδηγητή του περιούσιου λαού του, έχει πέραση.
Κι ας έχει κατηγορηθεί επανειλημμένως για διαπλοκή, κι ας του καταλογίζονται ευθύνες για αντιπλημμυρικά έργα που δεν έγιναν ή έγιναν λειψά. Σημασία έχει ότι επένδυσε σε έργα βιτρίνας, άρτο και θεάματα, όπως τον μέμφονται οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Εδώ, ωστόσο, δεν κρίνονται οι πολιτικές του καθαυτές αλλά το απαράδεκτο για δημόσιο πρόσωπο ύφος και ήθος του.
Μείγμα Δελαπατρίδη, Αλέφαντου και άλλων παρόμοιων προσωπικοτήτων, κάνει ό,τι μπορεί για να δικαιώσει τον ρόλο αυτό και διά ζώσης και μέσα από τα ΜΜΕ και τα σόσιαλ, με κάθε του δημόσια εμφάνιση να γίνεται viral. Ο Μπέος απαθανατίζεται όχι μόνο να επιβλέπει τις εργασίες και να δίνει οδηγίες αλλά και να πιάνει ο ίδιος με τη δέουσα θεατρικότητα (και «σωματικότητα») το φτυάρι ή τη μάνικα, να βγαίνει ακάλυπτος μέσα στη βροχή ως ήρωας αρχαίας τραγωδίας για να βάλει τις φωνές και να «νουθετήσει» τους επιπόλαιους δημότες του που κυκλοφορούν με τα αυτοκίνητά τους μέσα στην κακοκαιρία ή τα αφήνουν παρκαρισμένα σε δρόμους που πρέπει να καθαριστούν από τα μπάζα, να παρηγορεί και να ενθαρρύνει πλημμυρόπληκτους, να είναι η φωνή της λογικής και της πρόνοιας προσωποποιημένη.
Κι αν προτού προλάβει να απομακρυνθεί η κάμερα ρίχνουμε και κανένα μπινελίκι («τους γ@μησα!» ακούστηκε να λέει σε τηλεοπτική εκπομπή, αφότου προέτρεψε όλους τους βουλευτές να δώσουν μισθούς έξι μηνών υπέρ των πλημμυροπαθών, όπως προσφέρθηκε να κάνει κι εκείνος, χωρίς ωστόσο να το έχει πράξει ακόμη), δεν τρέχει τίποτε, αφού αυτό τον κάνει ακόμα περισσότερο «έναν από μας».
Αντιδράσεις, βεβαίως, υπήρξαν και από την αντιπολίτευση, και μετά από αυτές, η ΝΔ, διά στόματος τόσο του πρωθυπουργού όσο και του δημάρχου Αθηναίων, απέσυρε το πολιτικό της χρίσμα από τον Αχιλλέα Μπέο εν όψει των δημοτικών εκλογών της Κυριακής (εξάλλου τα είχαν «σπάσει» από παλιότερα). Ο υποψήφιος δήμαρχος Αθήνας Κώστας Παπαδάκης ζήτησε από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση να του επιβάλει πειθαρχικές κυρώσεις «οι οποίες έπρεπε να είχαν ήδη επιβληθεί αυτεπαγγέλτως», εντούτοις πρόσφατη δημοσκόπηση της Opinion Poll δείχνει τον Μπέο να επανεκλέγεται πανηγυρικά στον δημαρχικό θώκο με ένα «σοβιετικό» ποσοστό που αγγίζει το 62%!
Είναι η εικόνα της κοινωνίας –μιας κρίσιμης πλειοψηφίας τουλάχιστον– που της μοιάζει και του μοιάζει, όπως γράφτηκε παραπάνω, είναι η αδυναμία των άλλων υποψηφίων να πείσουν για το δικό τους όραμα, είναι σύμπτωμα μιας προχωρημένης αφασίας ή η μεταπολιτική στην κυριολεξία της; Γεγονός είναι ότι η περίπτωση Μπέου αποτελεί την επιτομή ενός φαύλου, φασίζοντος, χύμα λαϊκισμού που έχει αρκετή πέραση στη χώρα τα τελευταία αρκετά χρόνια στην πολιτική και όχι μόνο και που ίσως θα έπρεπε να μας προβληματίσει συνολικά. Πάντως, αυτό που δεν πρόκειται να μας προβληματίσει είναι οι κατηγορίες του περί «λουλούδων» και «καλσόν». Χίλιες φορές καλσονάτη «λουλού» παρά πολλά βαρύς αρρενοτίποτας χωρίς βαρίδια.