ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΤΗΚΑ ΠΟΛΥ πριν γράψω αυτό το κείμενο. Πρώτον, γιατί δεν έχω παιδιά και δεύτερον γιατί επί της αρχής το αίτημα για συνεπιμέλεια με βρίσκει απολύτως σύμφωνη. Η άποψη που καταθέτω σήμερα, όμως, δεν έχει να κάνει με την εμπειρία μου ως γονέα αλλά με την ενασχόλησή μου με τα θέματα έμφυλης ισότητας. Επί της αρχής, λοιπόν, αν ζούσαμε σε μια ιδεατή κοινωνία, η συνεπιμέλεια θα έπρεπε να είναι αυτοσκοπός, όπως ιδανικά θα θέλαμε και μια κοινωνία χωρίς ποσοστώσεις, με τις γυναίκες να διεκδικούν με βάση την αξία τους και όχι το φύλο τους. Ζούμε, όμως, σε μια κοινωνία στην οποία οι έμφυλες ανισότητες είναι μεγάλες και, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία πολλών οργανισμών στην Ευρώπη και την Ελλάδα, όπως και σύμφωνα με τα στοιχεία της δικής μας έρευνας του Lean in, διογκώθηκαν την περίοδο της πανδημίας.
Η ανεργία, με λίγα λόγια, είναι γένους θηλυκού
Μία στις τέσσερις γυναίκες σκέφτεται να εγκαταλείψει την εργασία της ή να την περιορίσει σε μερικής απασχόλησης. Οι γυναίκες απασχολούνται κατά μέσο όρο περίπου είκοσι ώρες παραπάνω την εβδομάδα σε σχέση με τους άνδρες, αφιερώνοντας χρόνο στη φροντίδα του σπιτιού και των ηλικιωμένων γονέων, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μία στις τρεις γυναίκες κινδυνεύει να βρεθεί εκτός εργασίας, ενώ η γυναικεία ανεργία αυξήθηκε σημαντικά περισσότερο σε σχέση με την αντίστοιχη ανδρική, με το μισθολογικό χάσμα να παραμένει σταθερά στο επίπεδο του 15%. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι στη χώρα μας πολλές γυναίκες δεν έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από τη στερεοτυπική αντίληψη ότι εκείνες πρέπει να μένουν σπίτι και να μεγαλώνουν τα παιδιά, αντί να εργάζονται. Η Ελλάδα σημειώνει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικών που ασχολούνται με τα οικιακά.
Εκτός από αυτά τα δεδομένα, που αφορούν την εργασιακά δυσχερέστερη θέση της γυναίκας, υπάρχουν κι εκείνα που αφορούν τη δυσχερέστερη κοινωνική της θέση: προκαταλήψεις και εμπόδια παντού, κακοποίηση, βία. Επτά στα δέκα περιστατικά ενδοικογενειακής βίας που καταγγέλθηκαν στη σχετική γραμμή της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και Οικογενειακής Πολιτικής το 2020 αφορούσαν γυναίκες.
Οι γυναίκες απασχολούνται κατά μέσο όρο περίπου είκοσι ώρες παραπάνω την εβδομάδα σε σχέση με τους άνδρες, αφιερώνοντας χρόνο στη φροντίδα του σπιτιού και των ηλικιωμένων γονέων, κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Κατά συνέπεια, εφόσον η συνεπιμέλεια βασίζεται στην αρχή της ισότητας, δηλαδή των ίσων υποχρεώσεων και των δύο γονέων απέναντι στα παιδιά, ποια είναι η ισότητα στις ευκαιρίες ανατροφής τους, από τη στιγμή που οι γυναίκες ξεκινούν με γκολ από τα αποδυτήρια; Γιατί, μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, όλη η φασαρία γίνεται κυρίως για την οικονομική συνεπιμέλεια, η οποία σαφέστατα ευνοεί την πατρική πλευρά στατιστικώς!
Για ποια ισότητα μιλάμε, επομένως, όταν πατέρες και μητέρες δεν θα καθίσουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης επί ίσοις όροις; Πώς θα αναθρέψουν τα παιδιά τους γυναίκες που μέχρι τη στιγμή του διαζυγίου δεν εργάζονταν, σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία; Αυτή η άνιση συνθήκη αναγκαστικά θα οδηγήσει τη γυναίκα είτε να μην πάρει διαζύγιο και να παραμείνει, χωρίς τη θέλησή της, σε μια κακή σχέση είτε να συνεχίσει να εξαρτάται από τον άνδρα της. Θα οδηγήσει στο αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα και στην πρακτική απομάκρυνση του παιδιού από τη μητέρα του.
Γιατί, όμως, αυτή η πρεμούρα να «κλείσει» με βιασύνη το θέμα, και μάλιστα χωρίς να προσκληθούν στη διαβούλευση οι γυναικείες οργανώσεις;
Ο νόμος πρέπει να καθρεφτίζει την κοινωνική αλλαγή, να εκσυγχρονίζεται και να προσαρμόζεται στο πνεύμα της εποχής του, άρα πρέπει να εκφράζει τις ανάγκες μιας κρίσιμης κοινωνικής πλειονότητας. Εξ όσων γνωρίζω και διαβάζω, όμως, ένα σημαντικό ποσοστό των χωρισμένων ζευγαριών «τα βρίσκει» μια χαρά, με ένα καθεστώς άτυπης προαιρετικής συνεπιμέλειας.
Επιπλέον, τι νόημα έχει η υποχρεωτική συνεπιμέλεια, όταν οι δυο γονείς φαγώνονται και βάζουν τον εγωισμό τους και την ανάγκη τους για εκδίκηση πάνω από το παιδί τους; Δεν θα καταλήξουν εν τοις πράγμασι στα δικαστήρια με υποχρεωτική ή μη συνεπιμέλεια; Πόσο καλό είναι, άραγε, αυτό για το παιδί, το οποίο έχει να διαχειριστεί μία ακόμα τραυματική εμπειρία, εκτός από τον χωρισμό των γονιών του;
Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι η ανεπάρκεια του νόμου αλλά η «κουλτούρα του χωρισμού», η κακή χρήση του νόμου, ο σνομπισμός μας απέναντι στον θεσμό του νομικού διαμεσολαβητή και, πριν από αυτόν, στον θεσμό του σύμβουλου γάμου, ο μικρός αριθμός εξειδικευμένων οικογενειακών δικαστών.
Γιατί δεν μας καλύπτει πια το υπάρχον Οικογενειακό Δίκαιο, που είναι από τα πιο προοδευτικά και φιλελεύθερα στην Ευρώπη, και μάλιστα είναι σύμφωνο προς το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, κατοχυρώνοντας τα δικαιώματα των γονέων εξίσου στην επιμέλεια, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας;
Συμπέρασμα: Δεν μπορούμε να νομοθετούμε για τους φίλους μας ούτε γι’ αυτούς που βρίσκονται στον στενό μας μικρόκοσμο. Οφείλουμε να νομοθετούμε με νηφαλιότητα, ακούγοντας όλες τις πλευρές. Πρώτα αλλάζουμε αντιλήψεις παγιωμένες χρόνια και από κοντά ακολουθεί ο νόμος.
Γιατί, όπως διάβασα πρόσφατα στο άρθρο της καλής, εργαζόμενης και διαζευγμένης μητέρας και φίλης Αναστασίας Σιδέρη, που έχει επιτύχει τη συναινετική επιμέλεια στην πράξη: «Είναι άστοχο, εν μέσω πανδημίας και όσων δεινών φέρει, να μεθοδεύεται η ανατροπή (αντί για τη βελτίωσή του) ενός νόμου που είναι σε μεγάλο βαθμό δημοκρατικός, παιδοκεντρικός και ισότιμος, μετατρέποντας το παιδί σε τρόπαιο και βαλίτσα».
Μέχρι τότε, η συναινετική επιμέλεια, η συμφωνημένη και από τα δύο μέρη, δείχνει τον δρόμο και τη βέλτιστη πρακτική. Δείχνει γονείς ώριμους, που σκέφτονται το καλό του παιδιού τους και τίποτε άλλο!
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.