— Πιστεύετε ότι οι κοινωνικές συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει για την εισαγωγή του πολιτικού γάμου μεταξύ ομοφύλων στη χώρα μας; Μήπως, δηλαδή, η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει κατά πολύ το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο;
Ήταν άραγε ώριμες οι κοινωνικές συνθήκες στις ΗΠΑ όταν καταργήθηκε η δουλεία ή, αργότερα, οι διακρίσεις σε βάρος των Αφροαμερικανών; Όχι, βέβαια. Ήταν άραγε ώριμες οι κοινωνικές συνθήκες όταν έγινε η Επανάσταση του 1821; Πολλοί σημαντικοί Έλληνες πολιτικοί, όπως ο Καποδίστριας, και λόγιοι έλεγαν εμφατικά «όχι». Ήταν έτοιμη η ελληνική κοινωνία να εκλέξει γυναίκες, όταν τους δόθηκε το εκλογικό δικαίωμα τη δεκαετία του ‘50; Η ισχνή παρουσία γυναικών στη Βουλή δείχνει ότι ούτε καν σήμερα δεν είναι επαρκώς ώριμη για ίση εκπροσώπηση. Ήταν η Ελλάδα μια ευρωπαϊκή κοινωνία, όταν έγινε μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 1981; Θα αμφέβαλλε κανείς αν είναι ακόμη και σήμερα. Μήπως ήταν έτοιμη η κοινωνία για τη θέσπιση του πολιτικού γάμου και για την ισότητα των φύλων με τη ριζική αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου το 1983; Καθόλου, δυστυχώς.
Σήμερα, όμως, η συντριπτική πλειονότητα θεωρεί ότι αυτές οι «άκαιρες» αποφάσεις και πράξεις ήταν σωστές και δίκαιες, με θετικά αποτελέσματα. Ποιος θα τολμούσε να επιχειρηματολογήσει, πέρα από πεπεισμένους αντιδημοκράτες ακροδεξιούς, κατά της ισότητας των φύλων στο οικογενειακό δίκαιο; Κι όμως, οι συζητούμενες μεταρρυθμίσεις του οικογενειακού δικαίου με τη θέσπιση του γάμου και της κοινής γονεϊκότητας ανεξαρτήτως φύλου δεν είναι παρά η λογική και δίκαιη επέκταση αυτής της ισότητας των φύλων. Η συντριπτική πλειονότητα όσων σήμερα διαφωνούν σε λίγα χρόνια θα το θεωρεί αυτονόητο, όπως θεώρησαν αυτονόητη την ισότητα ανδρών και γυναικών και όσοι την καταψήφισαν το μακρινό 1983.
Γάμος και σύμφωνο συμβίωσης είναι, λοιπόν, δύο διαφορετικές συμβάσεις. Και κάθε άτομο πρέπει να μπορεί να έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε σύμβαση επιλέξει, με βάση το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την προστασία της οικογενειακής ζωής, ανεξαρτήτως του φύλου του.
— Άρα, τι μας δείχνουν όλα αυτά;
Ότι η ερώτηση αυτή δεν έχει καμία σημασία, όταν πρόκειται για ένα δικαίωμα, πολύ περισσότερο για την απλή επέκταση ενός υφιστάμενου δικαιώματος σε όλα τα πρόσωπα, με κατάργηση των δυσμενών διακρίσεων που βασίζονται στο φύλο ενός προσώπου. Συνεπώς, ναι, οι συνθήκες είναι πάντα ώριμες για περισσότερη δικαιοσύνη και για άρση δυσμενών διακρίσεων.
— Κάποιοι αναρωτιούνται γιατί είναι απαραίτητος ο γάμος αφού υπάρχει το σύμφωνο συμβίωσης.
Η ερώτηση αυτή μου θυμίζει το αντίστοιχο ερώτημα «γιατί θέλεις να αγοράσεις ένα σπίτι, αφού μπορείς να το νοικιάσεις;». Ή, ακόμη ακριβέστερα: Αν ένας άνδρας μπορεί να αγοράσει ένα συγκεκριμένο σπίτι, θα ρωτούσε ποτέ κανείς σήμερα μια γυναίκα: «Γιατί παραπονιέσαι που δεν μπορείς να το αγοράσεις, αφού μπορείς να το νοικιάσεις;». Κάποτε, βέβαια, τέτοιου είδους δυσμενείς διακρίσεις λόγω φύλου υπήρχαν και πολλοί αντιδραστικοί έβρισκαν δικαιολογίες για να μην επιτρέπουν στις γυναίκες να σπουδάζουν ή να ασκούν διάφορα επαγγέλματα λόγω φύλου. Σήμερα θα ρωτούσε κανείς «Γιατί, Γιάννη, παραπονιέσαι που δεν μπορείς να γίνεις νοσοκόμος, αφού μπορείς να γίνεις γιατρός;» ή «Γιατί, Μαρία, παραπονιέσαι που δεν μπορείς να γίνεις γιατρός, αφού μπορείς να γίνεις νοσοκόμα;»; Όχι βέβαια. Γιατί, λοιπόν, ρωτάνε κάποιοι «Γιατί, Μαρία, παραπονιέσαι που δεν μπορείς να συνάψεις τη σύμβαση αστικού δικαίου που λέγεται γάμος με την Αρετή, απλώς και μόνον επειδή ο Γιάννης μπορεί να συνάψει γάμο μαζί της;»; Γάμος και σύμφωνο συμβίωσης είναι, λοιπόν, δύο διαφορετικές συμβάσεις. Και κάθε άτομο πρέπει να μπορεί να έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε σύμβαση επιλέξει, με βάση το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την προστασία της οικογενειακής ζωής, ανεξαρτήτως του φύλου του.
Τα ετερόφυλα ζευγάρια δεν σταμάτησαν να συνάπτουν γάμο επειδή θεσπίστηκε ο εναλλακτικός θεσμός του συμφώνου συμβίωσης, που ιδρύεται αλλά, το πιο σημαντικό, λύνεται ευκολότερα, και επιτρέπει στους συντρόφους πιο ευέλικτες και λιγότερο δεσμευτικές ρυθμίσεις, λιγότερες υποχρεώσεις από ό,τι ο γάμος. Γι' αυτό και θεωρείται λιγότερο ισχυρό. Και ποτέ κανείς δεν ρώτησε ένα ετερόφυλο ζευγάρι γιατί δεν συνάπτετε σύμφωνο και θέλετε σώνει και καλά γάμο; Πέραν, εξάλλου, των νομικών διαφορών, ο γάμος αναπτύσσει και έναν ισχυρό συμβολισμό: δηλώνει σταθερό δεσμό αγάπης και πίστης για μια ζωή (παρότι υπάρχει πάντα η δυνατότητα διαζυγίου). Τέλος, ο γάμος επιτρέπει και στους δύο συζύγους που μεγαλώνουν στην πράξη από κοινού ένα παιδί να αναγνωρίζονται από κοινού και ως γονείς του. Και αυτό είναι υπαρξιακά σημαντικό για το ίδιο το παιδί αλλά και για τη σταθερότητα της σχέσης, εν τέλει για τη σταθερότητα της οικογένειας. Άρα, όσοι είναι υπέρ της οικογένειας δεν μπορεί παρά να είναι και υπέρ του γάμου και των οικογενειακών και γονεϊκών δεσμών αγάπης, αφοσίωσης και ευθύνης για όλους.
— Υπάρχει η πιθανότητα να αναγνωριστεί ο πολιτικός γάμος των ομόφυλων ζευγαριών αλλά όχι το δικαίωμά τους να αποκτήσουν παιδιά;
Όχι. Γάμος σημαίνει γάμος, με όλα τα παρεπόμενα που αυτός συνεπάγεται. Και δεν πρόκειται, βέβαια, κατά κυριολεξία για το δικαίωμα να «αποκτήσει» παιδιά ένα ομόφυλο ζευγάρι. Διότι κανείς δεν απαγορεύει σήμερα, ούτε και θα μπορούσε να απαγορεύσει ποτέ, σε έναν ομοφυλόφιλο ή τρανς άνθρωπο να αποκτήσει παιδί, είτε με φυσικό τρόπο, αν το επιλέξει, είτε με τις μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Οι ομοφυλόφιλοι άνθρωποι αποκτούν παιδιά κάθε μέρα, έχουν ήδη παιδιά, τα μεγαλώνουν, ακόμη και μέσα σε ψευδεπίγραφους ετερόφυλους γάμους.
Άρα, το ερώτημα είναι γιατί το κράτος στερεί από ένα παιδί που έχει ήδη δύο μαμάδες, τις φωνάζει έτσι και τις νιώθει έτσι και τις αγαπάει εξίσου, τις χρειάζεται εξίσου, τις νοιάζεται εξίσου, τη νομική αναγνώριση της μιας μαμάς, του στερεί δηλαδή τον έναν γονέα του. Ομοίως, βεβαίως, και με δύο μπαμπάδες. Και γιατί το κράτος στερεί την ασφάλιση από αυτό το παιδί, αφού δεν του επιτρέπει να ασφαλιστεί κάτω από το όνομα της μαμάς ή του μπαμπά που εργάζεται και μπορεί να το ασφαλίσει, στις περιπτώσεις που ο νομικά αναγνωρισμένος γονέας δεν μπορεί. Και γιατί το κράτος αφήνει παιδιά να μεγαλώνουν εγκαταλελειμμένα σε ορφανοτροφεία επειδή είναι «μεγάλα» και όχι μέσα σε μια οικογένεια με αγάπη, νοιάξιμο και ζεστασιά, απλώς και μόνο επειδή αυτή η οικογένεια αποτελείται, π.χ., από δύο μπαμπάδες.
— Πολλοί αντιδρώντες αναρωτιούνται πώς θα αντέξει ένα παιδί το πιθανό bullying των συμμαθητών του όταν έχει γονείς του ιδίου φύλου. Τι θα τους απαντούσατε;
Το παιδί μου δέχθηκε bullying, επειδή φόρεσε γυαλιά. Θα έπρεπε να μην φορέσει? Ή ακόμη χειρότερα να μην επιτρέπει ο νόμος στα παιδιά να φοράνε γυαλιά, επειδή μπορεί να πέσουν θύματα bullying; Άλλα παιδιά δέχονται μπούλινγκ, επειδή είναι αλλοεθνή, ή υπέρβαρα, ή κοντά, ή πολύ ψηλά, ή πολύ έξυπνα ή πολύ ευαίσθητα, ή επειδή οι γονείς τους χώρισαν ή επειδή είναι παιδιά μονογονεϊκής οικογένειας ή τεκνοθετημένα.
Από πότε, λοιπόν, όποιος και αν είναι ο λόγος, φορτώνουμε το βάρος στο παιδί-θύμα, αντί να καταπολεμούμε το bullying αυτό καθεαυτό; Όλα τα παιδιά είναι διαφορετικά και αυτό είναι που πρέπει να διδαχθούν, όπως και τον αλληλοσεβασμό και την αποδοχή του διαφορετικού, που στα παιδιά είναι έμφυτη, αλλά πολλές φορές οι μεγάλοι τους την αναιρούν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.