ΣΤΙΣ 14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΒΡΕΘΗΚΑ ΣΤΑ επείγοντα ενός επαρχιακού νοσοκομείου. Την προηγούμενη μέρα είχα προσπαθήσει να σηκώσω τον γιο μου που είχε αποφασίσει να κάνει ξαπλωτή διαμαρτυρία στο πλακόστρωτο δίπλα σε μια μπουκαμβίλια. Όπως έσκυψα να τον πάρω αγκαλιά, χτύπησα με μεγάλη δύναμη το κεφάλι μου στο περβάζι.
Δώδεκα ώρες μετά ζαλιζόμουν ακόμα κι έτσι αποφάσισα να πάω στο νοσοκομείο. Στην αίθουσα αναμονής μια οθόνη έπαιζε ασταμάτητα ειδήσεις, πόρτες άνοιγαν κι έκλειναν ξαφνικά. Μπορούσα να διακρίνω θραύσματα εικόνων ‒ τη γωνία ενός φορείου, την πλάτη ενός γιατρού σκυμμένου πάνω από μια ασθενή. Πού και πού άκουγα καμιά κραυγή.
Ήμουν μάλλον ψύχραιμη μέχρι να έρθει η νοσηλεύτρια να μου βάλει την πεταλούδα. «Μα, γιατί να μου το κάνετε αυτό;» ψέλλισα, ενώ ένιωθα τον κρύο ιδρώτα να κυλάει αργά στο σβέρκο. Οι φλέβες μου δεν φαίνονται κι έτσι, εκτός κι αν πετύχω κάποιον που κάνει 150 αιμοληψίες την ημέρα, αφού μου κάνουν τα χέρι σουρωτήρι, καταλήγουν να με τρυπάνε στα πιο απίθανα μέρη, από την αρτηρία έως το πάνω μέρος της παλάμης για να μου πάρουν αίμα.
Μια φορά, όταν ήμουν έγκυος, είχαν μαζευτεί από πάνω μου τρία άτομα για να τα καταφέρουν («Δεν μπορώ να βρω φλέβα, για δοκίμασε κι εσύ», έλεγαν ο ένας στον άλλον, σαν να ήμουν κάποιο πείραμα που δεν έβγαινε). Σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να ψάχνω το πιο κοντινό παράθυρο. «Μα, τι κάνετε;» με μάλωσε σχεδόν μητρικά η νοσηλεύτρια, «με έλουσε κρύος ιδρώτας» της είπα. «Μη μου λιποθυμήσετε όμως, δεν κάνει», μου απάντησε.
Τη δουλειά των γιατρών στα επείγοντα τη θαυμάζω και ταυτόχρονα μου φέρνει σύγκρυο. Τόση τριβή με τον πόνο και τον φόβο κάθε μέρα πρέπει να είναι εξωπραγματική. Αναρωτιέμαι πως δεν γίνονται μεγαλομανή τέρατα ή εντελώς αδιάφοροι. Για μένα ήταν η μέρα που βρέθηκα στο νοσοκομείο, για εκείνους ήταν απλώς Κυριακή.
Η γιατρός, που δεν ήταν ούτε τριάντα, μου έκανε ένα κάρο ερωτήσεις και μετά με έβαλε σε ένα φθαρμένο φορείο και άρχισε τις εξετάσεις (πίεση, καρδιογράφημα, ακτινογραφίες) ‒ δεν υπήρχε καμία περίπτωση να φύγω αν δεν ήταν σίγουρη πως είμαι εντάξει.
Απέναντί μου ήταν κάτι μεγάλα ατσάλινα ντουλάπια με γάζες και φακέλους. Στα αριστερά μου μια γιατρός τύλιγε το χέρι ενός τύπου γύρω στα είκοσι με τζόκεϊ καπέλο και μουστάκι. Είχε σπάσει το χέρι του και του το έδενε προσωρινά μέχρι να βρεθεί ορθοπεδικός. Την έβριζε με μανία σαν να ήταν μεθυσμένος ή χαπακωμένος. «Να σου γ…σω», της έλεγε ξανά και ξανά. Εκείνη ήταν ατάραχη, τον κοιτούσε με απάθεια. Ήθελα να του πάρω το σπασμένο χέρι και να του το στρίψω μέχρι να φτάσει πίσω από την πλάτη του.
Τη δουλειά των γιατρών στα επείγοντα τη θαυμάζω και ταυτόχρονα μου φέρνει σύγκρυο. Τόση τριβή με τον πόνο και τον φόβο κάθε μέρα πρέπει να είναι εξωπραγματική. Αναρωτιέμαι πως δεν γίνονται μεγαλομανή τέρατα ή εντελώς αδιάφοροι. Για μένα ήταν η μέρα που βρέθηκα στο νοσοκομείο, για εκείνους ήταν απλώς Κυριακή.
Ξάπλωσα πάλι στο φορείο μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα. Στο διπλανό δωμάτιο νοσηλευτές και γιατροί έβγαζαν τις βάρδιες του Δεκαπενταύγουστου. Οι περισσότεροι ήταν ειδικευόμενοι, έκαναν πλάκα μεταξύ τους. Χάζευα τα ντουλάπια την ώρα που μίλαγαν για τις βάρδιες. «Εγώ όμως, παιδιά, βγάζω 950 ευρώ καθαρά, χωρίς τις υπερωρίες», είπε μια γυναικεία φωνή και κάποιος άλλος πρόσθεσε «εγώ, με τις υπερωρίες, 1.100 ευρώ». Κάποιος είπε ότι δούλευε ήδη τριάντα έξι ώρες. Και μετά γέλασαν όλοι τους πικρά.
Δεν είχα πάθει διάσειση τελικά, αν και το κεφάλι μου πονούσε για μια εβδομάδα. Κάποια στιγμή κοίταξα από περιέργεια τους μισθούς των νοσοκομειακών γιατρών στο ΕΣΥ. Είχα ακούσει ότι ήταν χαμηλοί, δεν είχα συνειδητοποιήσει όμως πόσο χαμηλοί είναι. Πρώτος μισθός για ειδικευόμενο 1.040 ευρώ καθαρά, για επιμελητή 1.300. Ο μισθός τους είναι περίπου το ⅓ του μισθού των γιατρών στην κεντρική και στη βόρεια Ευρώπη.
Δεν είναι τυχαίο ότι πάνω από 20.000 Έλληνες γιατροί ζουν στο εξωτερικό. Και δεν νομίζω πως η πρόσφατη αύξηση του 10% που προανήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ φτάνει για να κάνει τη διαφορά σε ανθρώπους που δουλεύουν τριπλές και τετραπλές βάρδιες.
Σχεδόν κάθε φορά που βρίσκομαι σε δημόσιο νοσοκομείο φρίττω με τις συνθήκες ‒τα ξεσκισμένα σεντόνια, τα διαλυμένα έπιπλα, τις ανύπαρκτες γάζες‒, αλλά σχεδόν πάντα θαυμάζω τους γιατρούς που κάνουν καθημερινά μια υπέρβαση. Εδώ συμπυκνώνεται όλη η παράνοια της σημερινής Ελλάδας: να έχεις σπουδάσει τουλάχιστον για μια δεκαετία με τόσες θυσίες, να κάνεις μια δουλειά-λειτούργημα σαν κι αυτή σε ένα υποστελεχωμένο νοσοκομείο που στερείται εξοπλισμού, να βρίσκεσαι άπειρες ώρες στο πόδι και ταυτόχρονα να γνωρίζεις ότι ο μισθός σου είναι περίπου το ¼ αυτού των συναδέλφων σου στο εξωτερικό.