Η ΚΙΝΗΣΗ ΕΧΕΙ ΕΠΑΝΕΛΘΕΙ στην πλήρη, πυρετώδη της μορφή. Γεμάτα ή σχεδόν γεμάτα όλα, ο κόσμος μας είναι όπως «πριν από την πανδημία». Η ενεργειακή κρίση, η πραγματική και τερατώδης ακρίβεια, οι δυσοίωνες προβλέψεις δεν αναστέλλουν τη μετακίνηση, τη φυγή, τα μικρά (έστω) ταξίδια. Τα αεροδρόμια της Ευρώπης, με σημάδια ορατής αποδιοργάνωσης από την υπερχείλιση ανθρώπινων ροών προς τον Νότο ή προς άλλες κατευθύνσεις.
Τι σημαίνει αυτό; Είμαστε πια υποχρεωμένοι να συνθηκολογήσουμε με το γεγονός πως δεν φαίνεται να βγαίνει κάποιο «δίδαγμα» από την κρίση. Η ανθρωπότητα παραμένει ακριβώς η ίδια όπως και «πριν» και το λογισμικό μας, όσες βλάβες και αν συμβαίνουν σε κάποια από τα κυκλώματά του, συνεχίζει να διεκδικεί ένα δικαίωμα στο παρόν.
Βασικά, μόνο το παρόν υπάρχει, το μέλλον το χειρίζονται οι δημόσιοι στοχαστές, οι προφήτες των μεγάλων μεταβολών και το μικρό στράτευμα όσων ανά την υφήλιο δίνουν διαλέξεις ή φτιάχνουν βίντεο για την τεχνητή νοημοσύνη, τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις ή τα βιολογικά όρια στον πλανήτη.
Κάπως έτσι όλες οι μελέτες περί βραδύτητας και οι φιλοσοφίες μείωσης της επιτάχυνσης, όλοι οι οδηγοί με μαθήματα συνετής χρήσης των πόρων, δεν φαίνεται να διαπερνούν την κρούστα της πραγματικότητας. Αντιθέτως, οι δυσκολίες και ιδίως η πρόγευση μιας πιο στενόχωρης ζωής (με τον πόλεμο να έχει προστεθεί στο κάδρο) ώθησαν πολλούς να εκμεταλλευτούν ξέφρενα τα όποια περιθώρια.
Το μέλλον, είτε ως υπόσχεση σωτηρίας είτε ως προειδοποίηση απερίγραπτων καταστροφών, δεν μπορεί να μας πει κάτι. Στέκει βουβό, όσο κι αν φλυαρούν τα ντοκιμαντέρ που προειδοποιούν. Φυσικά, τα σχετικά με το μέλλον τα ακούμε ή τα περισυλλέγουμε σε συζητήσεις και βιβλία – εν τέλει όμως όλα αυτά τα μελλοντικά και παράξενα πράγματα είναι σαν να αφορούν ένα τρίτο πρόσωπο.
Καταλαβαίνουμε πόσο τιτάνια θα ήταν η υπόθεση μιας στοιχειώδους οικολογικής μεταστροφής των κοινωνιών μας, ακόμα και μιας ήπιας και δίχως δράματα αλλαγής. Ας το παραδεχτούμε: το να καταναλώνεις φτηνή και άφθονη ενέργεια είναι για μας το ίδιο το νόημα της απόδρασης από τη θλίψη. Κακά τα ψέματα, η επιβράδυνση βιώνεται ως ακίνητη, λιμνάζουσα και στερημένη ζωή. Αντιθέτως, τα μπουκωμένα από μάζες αεροδρόμια γίνονται το σύμβολο της επανόδου στην κανονικότητα, αν και από παντού ακούμε πως τα κάθε λογής μποτιλιαρίσματα είναι δείγμα παρακμής και αναχρονισμού.
Ένας εξαιρετικός ιστορικός και ανθρωπολόγος, ο Φρανσουά Αρτόγκ (Francois Hartog), έχει μιλήσει από χρόνια για τον «παροντισμό». Η εμπειρία του χρόνου που ταιριάζει σε αυτή την εποχή είναι ένα απόλυτο εδώ και τώρα. Το μέλλον, είτε ως υπόσχεση σωτηρίας είτε ως προειδοποίηση απερίγραπτων καταστροφών, δεν μπορεί να μας πει κάτι. Στέκει βουβό, όσο κι αν φλυαρούν τα ντοκιμαντέρ που προειδοποιούν.
Φυσικά τα σχετικά με το μέλλον τα ακούμε ή τα περισυλλέγουμε σε συζητήσεις και βιβλία – εν τέλει όμως όλα αυτά τα μελλοντικά και παράξενα πράγματα είναι σαν να αφορούν ένα τρίτο πρόσωπο. Το πρώτο ενικό πρόσωπο συνεχίζει να ζει σαν να μη συμβαίνουν επείγουσες καταστάσεις, ούτε κλιματικές καταστροφές, ούτε πόλεμος, ούτε μια παγκόσμια ενεργειακή κρίση. Και το καλοκαίρι είναι η κατεξοχήν στιγμή των παροντικών ανθρώπων, κάτι που δεν θέλουμε να σκιάζεται και να τρομοκρατείται από τα δυσάρεστα και δυσερμήνευτα γεγονότα.
Αυτό εξηγεί γιατί όλα τα μεγάλα σχέδια, όχι μόνο των ριζοσπαστών αλλά και των μετριοπαθών δυνάμεων, που κι αυτές εξαγγέλλουν πολύ φιλόδοξα πρότζεκτ, μοιάζουν μετέωρα καθώς δύσκολα εισακούονται από το μεγάλο κοινό. Σαν να συνειδητοποιούμε πως αυτό το παρόν δεν υπακούει στις αναγκαιότητες που εφευρίσκουμε για το πώς πρέπει να πορευτούν στο εξής οι κοινωνίες μας. Το πώς κινούνται οι επιλογές μας δικαιώνει την εικασία ότι τίποτα δεν αλλάζει πραγματικά, την ίδια στιγμή που όλοι μιλούν και γράφουν για τις πολλές κατακλυσμιαίες αλλαγές.
Όπως με την πανδημία, έτσι και με όσα συμβαίνουν τώρα γύρω από τις τιμές της βενζίνης ή τις σοβαρές πιθανότητες ενός φθινοπωρινού ενεργειακού lockdown, μερικά πράγματα δεν περνούν βαθύτερες στοιβάδες παρά μένουν στην επιφάνεια. Οι άνθρωποι φυσικά δυσφορούν διαρκώς. Καμιά φορά αναρωτιέται κανείς αν κάνουν κάτι άλλο από το να δυσαρεστούνται συστηματικά. Αυτή τους ωστόσο η δυσφορία δεν φαίνεται να διαθέτει βάθος, ούτε την ποιότητα μιας επώδυνης και αληθινής αμφισβήτησης.