ΠΡΙΝ ΚΑΛΑ-ΚΑΛΑ οριστικοποιηθεί η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη την ερχόμενη Κυριακή 13 Μαρτίου, η Τουρκία έσπευσε να την υπονομεύσει.
Η πρώτη υπονομευτική ενέργεια ήταν η διοχέτευση της είδησης στα τουρκικά ΜΜΕ, ενώ τα δύο επιτελεία ήταν ακόμα σε διαβούλευση και υπήρχαν εκκρεμότητες. Η δεύτερη υπονομευτική ενέργεια σημειώθηκε εχθές από τον εκπρόσωπο του κόμματος του Ερντογάν, Ομέρ Τσελίκ, ο οποίος, ως μη όφειλε, έθεσε την ατζέντα με τις παράνομες διεκδικήσεις των Τούρκων κι αυτές που έχουν προστεθεί τελευταία, όπως τη «Γαλάζια Πατρίδα» με την οποία διεκδικούν το μισό ελληνικό Αιγαίο, αλλά και το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών.
Σχετικά με το πώς προέκυψε η συνάντηση αυτή έχουν γραφτεί πολλά, με άλλους να υποστηρίζουν ότι τη ζήτησε η Ελλάδα και άλλους ότι τη ζήτησε η Τουρκία. Αξιόπιστες πηγές, ωστόσο, αναφέρουν ότι πρόκειται για αμερικανο-νατοϊκή πρωτοβουλία, με τις ΗΠΑ να ενθαρρύνουν και τις δύο πλευρές για μια προσέγγιση, καθώς δεν επιθυμούν άλλες εντάσεις αυτή την περίοδο με το Ουκρανικό σε εξέλιξη, και μάλιστα ανάμεσα σε κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Αντιθέτως, έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν αγαστή συνεργασία μεταξύ όλων των χωρών του ΝΑΤΟ αυτή την περίοδο και ειδικά της Ελλάδας και της Τουρκίας που έχουν στρατηγικό ρόλο αυτή την ώρα στην περιοχή (εξού και το αμερικανικό αεροπλανοφόρο «Χάρι Τρούμαν», καθώς και το γαλλικό «Σαρλ ντε Γκωλ» στην περιοχή, όπου βρίσκονται και άλλα πολεμικά πλοία των ΗΠΑ).
Η κυβέρνηση, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνει καμία πληροφορία σχετικά με το πώς προέκυψε η συνάντηση αυτή και μάλλον δεν σκοπεύει να το αποκαλύψει.
Ο μεσολαβητικός ρόλος της Γερμανίας έχει ατονήσει μετά την αποχώρηση της Μέρκελ και είναι οι ΗΠΑ αυτές που παρασκηνιακά παίζουν έναν πιο ενεργό ρόλο τελευταία στα ελληνοτουρκικά, καθώς δεν θέλουν να διαταραχθεί η σταθερότητα στην ανατολική Μεσόγειο σε αυτή την κρίσιμη για το Ουκρανικό συγκυρία.
Σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε αποφασίσει να επισκεφτεί το Φανάρι την ερχόμενη Κυριακή, ανταποκρινόμενος σε πρόταση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για τον εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας (πιθανά δεν πρόκειται για σύμπτωση) και με την ευκαιρία αυτή κανονίστηκε και το γεύμα στην προεδρική κατοικία του Ταγίπ Ερντογάν προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τα γεγονότα του Έβρου, ο Πρόεδρος της Τουρκίας εκνευρισμένος από την αποτυχία του σχεδιασμού του, δήλωνε ότι δεν πρόκειται να καθίσει ποτέ στο ίδιο τραπέζι με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Να που κάθεται όμως –και μάλιστα θα του κάνει το τραπέζι–, παρότι γνωρίζει ότι κάποιοι από την αντιπολίτευση θα του θυμίσουν τις δηλώσεις αυτές, γεγονός που αποτελεί μία μικρή ένδειξη ότι ενδεχομένως κι εκείνος έχει δεχθεί κάποια πίεση για τη συνάντηση αυτή.
Από την άλλη, στην Τουρκία έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια τέτοια εθνικιστική έξαρση εναντίον της Ελλάδας από όλα τα κόμματα, τα οποία ανταγωνίζονται ποιο θα είναι το πιο επιθετικό, που καθιστά πολύ δύσκολη οποιαδήποτε υποχώρηση του Ερντογάν από τις απειλές και τις ακρότητες που διατυπώνει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι θα το ήθελε (παρότι αυτό δεν προκύπτει).
Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έκρυψε ποτέ ότι ο ίδιος επιθυμεί να πέσουν οι τόνοι από την Τουρκία. Ο μεσολαβητικός ρόλος της Γερμανίας έχει ατονήσει μετά την αποχώρηση της Μέρκελ και είναι οι ΗΠΑ αυτές που παρασκηνιακά παίζουν έναν πιο ενεργό ρόλο τελευταία στα ελληνοτουρκικά, καθώς δεν θέλουν να διαταραχθεί η σταθερότητα στην ανατολική Μεσόγειο σε αυτή την κρίσιμη για το Ουκρανικό συγκυρία.
Οι ΗΠΑ έχουν κάνει άλλωστε και μια χειρονομία καλής θέλησης προς την Τουρκία με το θέμα του αγωγού EastMed και βέβαια ελάχιστοι γνωρίζουν τι συμβαίνει στο παρασκήνιο όπου υπάρχει πάντα μεγαλύτερη κινητικότητα από αυτή που αποτυπώνεται δημοσίως.
Η κρίση μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέδειξε τους κινδύνους που υπάρχουν λόγω της εξάρτησης της Ε.Ε. από το ρωσικό φυσικό αέριο. Για την Ελλάδα υπάρχει ένας πρόσφατος γεωπολιτικός κίνδυνος που αναδεικνύεται, παρότι δεν συζητείται, καθώς το φυσικό αέριο φτάνει στη χώρα μας μέσω αγωγών που ελέγχονται από την Τουρκία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πάντως, βρισκόταν εδώ και καιρό σε συζητήσεις για τη συνάντηση αυτή (μέσω της διπλωματικής του συμβούλου Ελένης Σουρανή που συνομιλούσε με τον Ιμπραήμ Καλίν) γι' αυτό και προετοίμαζε την κοινή γνώμη ανοίγοντας το θέμα ακόμα και χωρίς να ερωτηθεί, όπως έκανε πρόσφατα στη Βουλή, επισημαίνοντας ότι εκείνος ποτέ δεν έκλεισε «την πόρτα στον διάλογο με την Τουρκία».
Ο εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος στην Τουρκία Ομέρ Τσελίκ, ωστόσο, κάνει ό,τι μπορεί για να ναρκοθετήσει τον όποιο διάλογο, μιλώντας για έναν μεγάλο φάκελο που πρέπει να συζητηθεί και ο οποίος περιλαμβάνει «από το θέμα της υφαλοκρηπίδας μέχρι και τη στρατιωτικοποίηση των νησιών εκ μέρους της Ελλάδας», όπως είπε, αφού την κατηγόρησε πρώτα ότι «τρυπάει βάρκες μεταναστών και προσφύγων από τη Συρία και τους υποβάλλει σε βασανιστήρια», επιμένοντας ότι η Ελλάδα «πρέπει να σταματήσει να θέτει υπό αμφισβήτηση τα δικαιώματα της Τουρκίας στη Γαλάζια Πατρίδα».
Οι επιθετικές διεκδικήσεις της Τουρκίας, όπως επισημαίνεται και από πολλούς αναλυτές, μοιάζουν αρκετά με αυτές του Πούτιν προς την Ουκρανία. Όπως ο Ρώσος Πρόεδρος διεκδικεί περιοχές της αυτοκρατορικής Ρωσίας, έτσι και ο Ερντογάν ονειρεύεται τις κτήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όπως ο Πούτιν θέλει «να διορθώσει τα λάθη του Λένιν» (βλ. Δημοκρατία της Ουκρανίας), έτσι και ο Ερντογάν θέλει «να διορθώσει τα λάθη του Κεμάλ» (βλ.Συνθήκη Λωζάνης, σύνορα Τουρκίας).
Η αποστρατιωτικοποίηση είναι επίσης κοινό αίτημα, καθώς και οι δύο απαιτούν από τα γειτονικά κράτη να μην εξοπλίζονται ούτε για την άμυνα τους, αλλά τα δικά τους κράτη να είναι ελεύθερα να τα απειλούν.
Όσο για την κατηγορία περί ναζιστικού κράτους, όπως κατηγορεί ο Πούτιν την Ουκρανία, η Τουρκία έχει βρει την κατηγορία ότι η Ελλάδα πνίγει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Φυσικά αποσιωπά όχι μόνο τον δικό της ρόλο στην έκθεση σε κίνδυνο της ζωής των προσφύγων, αλλά και τις χιλιάδες επαναπροωθήσεις που η ίδια κάνει και έχουν καταγραφεί, αλλά και τον μεγάλο αριθμό μεταναστών και προσφύγων που έχουν χάσει τη ζωή τους είτε μέσα στην Τουρκία είτε στα σύνορα, μετά από πυροβολισμούς από την τουρκική πλευρά, όπως έχει καταγραφεί σε πολλά ΜΜΕ. Η Ελλάδα, ωστόσο, ποτέ δεν έχει κάνει καμπάνια για να αναδείξει τον ρόλο της Τουρκίας στο θέμα αυτό, ενώ το τουρκικό καθεστώς διεξάγει οργανωμένη διεθνή καμπάνια δυσφήμισης της Ελλάδας εδώ και δύο χρόνια.
Μία άλλη κλασική τουρκική τακτική που ανέδειξε ο κ. Τσελίκ ήταν η υπόδειξή του προς την Ελλάδα «να μην αναγάγει σε τουρκο-ευρωπαϊκά θέματα» αυτά που η Τουρκία θεωρεί διμερή, δηλαδή την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, αλλά και της κυριαρχίας της σε ελληνικά νησιά, ως η Ελλάδα να μην ανήκει στην Ε.Ε. και να μην πρόκειται περί ευρωπαϊκών συνόρων. «Είναι εξαιρετικά λάθος αυτή η προσέγγιση» επέμεινε και χθες ο Τσελίκ, ισχυριζόμενος ότι «είμαστε γείτονες, ζούμε μαζί και αυτά τα ζητήματα μπορούμε να τα λύσουμε μεταξύ μας».
Ο εκπρόσωπος του κόμματος του Ερντογάν ανέφερε ότι κατά τη συνάντηση της Κυριακής «η πολιτική μας θα εξηγηθεί για άλλη μια φορά στον Έλληνα πρωθυπουργό» φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να χαρακτήρισε θετική εξέλιξη τη συνάντηση, αλλά υπάρχει έντονος σκεπτικισμός (και από στελέχη της Ν.Δ. και του ΥΠΕΞ) για τη χρησιμότητα της, όταν η άλλη πλευρά δεν έχει σταματήσει να απειλεί και αναζητά ευκαιρίες για να νομιμοποιήσει τις διεκδικήσεις της.
Οι συνεργάτες του πρωθυπουργού επιμένουν ότι όσα είπε ο κ. Τσελίκ είναι, άλλη μια φορά, «για εσωτερική κατανάλωση» και ότι ο ίδιος δεν πρόκειται να συζητήσει τίποτα άλλο, πλην υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.