ΤΟ 1867, Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΜΑΡΚ ΤΟΥΕΪΝ, κατά κόσμον Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς, επιβιβάζεται στο ατμόπλοιο «Κουάκερ Σίτι» για μια κρουαζιέρα στη Μεσόγειο με τελικό προορισμό τους Αγίους Τόπους, μία από τις πρώτες αμερικανικές κρουαζιέρες στην Ευρώπη εκείνην την εποχή. Το ταξίδι του χρηματοδοτείται από την εφημερίδα «Alta California», στην οποία θα έστελνε ως ανταποκριτής τις εντυπώσεις του. Τις περιπέτειές του από εκείνη την κρουαζιέρα θα τις καταγράψει με αρκετά παιγνιώδες και χιουμοριστικό ύφος στο βιβλίο «The innocents abroad», ένα best seller της εποχής που θα τον κάνει διάσημο και μια πρώιμη καταγραφή ενός φαινομένου που θα γιγαντωθεί πολύ αργότερα, αυτό του τουρισμού.
Σε μία από τις πολλές περιπέτειές του θα επισκεφθεί και την Ακρόπολη σε μια επεισοδιακή βραδιά με πολλά εμπόδια, αφού θα το σκάσει από το πλοίο του, που βρίσκεται σε καραντίνα, λόγω μιας επιδημίας χολέρας. Στο αντίστοιχο κεφάλαιο, θα γράψει για τους Έλληνες: «Κάθε αγρός στη μακριά διαδρομή μας φυλασσόταν από έναν οπλισμένο φρουρό, μερικοί εκ των οποίων είχαν αποκοιμηθεί, αναμφίβολα, αλλά ήταν διαθέσιμοι σε πρώτη ζήτηση. Αυτό δείχνει τι είδους χώρα είναι η σύγχρονη Αττική – μια κοινωνία με πολύ αμφίβολους χαρακτήρες. Αυτοί οι άντρες δεν βρίσκονταν εκεί για να προστατέψουν την ιδιοκτησία τους από τους ξένους αλλά για να προστατευτούν ο ένας από τον άλλο – γιατί οι ξένοι σπάνια επισκέπτονται την Αθήνα και τον Πειραιά, κι όταν το κάνουν, το κάνουν μέρα και μπορούν να αγοράσουν όσα σταφύλια θέλουν σχεδόν τσάμπα. Οι σύγχρονοι Έλληνες είναι απατεώνες και καταπατητές ολκής, αν ισχύουν τα κουτσομπολιά που ακούγονται, κι εγώ πιστεύω πως ισχύουν» («Καν-καν, γάτες και πόλεις από στάχτη», Ασβός, 2009, μτφρ. Αγορίτσα Μπακοδήμου).
Έχουμε εκχωρήσει ήδη πολλά στην τουριστική βιομηχανία και μπροστά στον βωμό του κέρδους, τόσο πολλά που δεν διαφέρουμε πολύ από ιθαγενείς που παραχωρούν εκουσίως τον τόπο τους και έχουν δεχτεί αδιαμαρτύρητα πως ο τουρισμός στην ίδια τους τη χώρα θα είναι απροσπέλαστος για τους ίδιους.
Οι ανταποκρίσεις του Μαρκ Τουέιν από μια εποχή που τα ταξίδια ήταν πολυτέλεια και απευθυνόντουσαν σε λίγους προσφέρουν πολλά συμπεράσματα για ό,τι θα αποτελέσει το φαινόμενο του τουρισμού αργότερα. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, οι μεγαλοαστοί ήταν αυτοί που απολάμβαναν το προνόμιο των ταξιδιών για λόγους αναψυχής ή και υγείας, συχνά επισκεπτόμενοι λουτροπόλεις, ενώ οι μεταφορές ήταν χρονοβόρες και τα μέσα περιορισμένα. Η Ελλάδα, από την άλλη, μετά τη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ήταν προορισμός που προσέλκυε κατεξοχήν φιλέλληνες και ξένους περιηγητές, αποκλειστικά λόγω της σκιάς της βαριάς κληρονομιάς της αρχαιότητας και των ερειπίων της.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις δεκαετίες 1950 και 1960, ο τουρισμός άρχισε να γίνεται πιο μαζικός και να εξελίσσεται σε μια παγκόσμια βιομηχανία. Από τους πρώτους περιηγητές και αρχαιολάτρες και τις ελίτ τάξεις μέχρι το φετινό καλοκαίρι, που μιλάμε κατά κόρον για τον υπερτουρισμό ως μια ακραία εξέλιξή του, υπήρξε μια μεγάλη πορεία με πολλά στάδια, κατά τα οποία είδαμε σταδιακά να συντελείται ο εκδημοκρατισμός του τουρισμού.
Σε εποχές οικονομικής ευημερίας, πιστέψαμε στο όνειρο του εκδημοκρατισμού των διακοπών και του τουρισμού για όλους. Όντως για αρκετές δεκαετίες οι χαρές του ταξιδιού έγιναν πιο προσιτές και για τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. Οι μεταφορές έγιναν πιο άνετες, τα αεροπορικά ταξίδια πιο οικονομικά, ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών οδήγησε σε πτώση των τιμών και σε low cost εταιρείες, η εξάπλωση του Airbnb έκανε τη διαμονή πιο εύκολη, οι προορισμοί του εξωτερικού ήταν πλέον προσβάσιμοι για όλους.
Εκατόν πενήντα επτά χρόνια μετά το ταξίδι του Μαρκ Τουέιν στην Ελλάδα και σε μια περίοδο όπου η συζήτηση για τα ελληνικά καλοκαίρια που πλέον εκλείπουν έχει φουντώσει, ο δημοσιογράφος Άρης Πορτοσάλτε, πριν από λίγες μέρες, προέβη σε μια δήλωση που αν δεν ήταν καθ’ όλα σοβαρή, θα τη ζήλευε κι ο Μαρκ Τουέιν για τη θυμηδία που προκάλεσε. Ούτε λίγο ούτε πολύ κάλεσε τους Έλληνες να αφήσουν χώρο στους τουρίστες, επιλέγοντας μια άλλη περίοδο για τις διακοπές τους: «Εάν θέλουμε τουρισμό, ο τουρισμός να μας φέρνει 20+ δισ. ευρώ στον τόπο, είναι γεγονός ότι εμείς, οι κάτοικοι αυτού του τόπου, θα υποχωρούμε έναντι των τουριστών».
Όσο κυνική κι αν ακούστηκε η δήλωση αυτή, κι όσο κι αν θυμίζει τουριστικές πρακτικές της δεκαετίας του 1960, όπως στην ελληνική ταινία «Γοργόνες και μάγκες», όπου όλο το νησί ήταν έτοιμο να δώσει «γη και ύδωρ» και να παραχωρήσει μέχρι και το σπίτι του στις καραβιές των τουριστών εν όψει της οικονομικής ανάπτυξης που έταζαν οι επιτήδειοι, κρύβει μια μεγάλη, αναντίρρητη αλήθεια. Έχουμε εκχωρήσει ήδη πολλά στην τουριστική βιομηχανία και μπροστά στον βωμό του κέρδους, τόσο πολλά που δεν διαφέρουμε πολύ από ιθαγενείς που παραχωρούν εκουσίως τον τόπο τους και έχουν δεχτεί αδιαμαρτύρητα πως ο τουρισμός στην ίδια τους τη χώρα θα είναι απροσπέλαστος για τους ίδιους. Το κόστος της διαμονής και οι τιμές στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια καθιστούν δυσβάσταχτες τις διακοπές για τους περισσότερους, ακόμα και για λίγες μέρες και ακόμα κι αν κανείς προτιμήσει λιγότερο δημοφιλείς προορισμούς.
Επιπλέον, η υπερεκμετάλλευση στα νησιά, ειδικά τα πιο δημοφιλή, τα έχει μετατρέψει σε ατελείωτες tourist lands, όπου υψώνονται συνεχώς καινούργια πεντάστερα εκτρωματικά κτίσματα, για τα οποία η ένταξη στο περιβάλλον είναι ψιλά γράμματα και που θα έκαναν μάλλον και τον Άρη Κωνσταντινίδη να φρίξει, ενώ ήδη τα νησιά μετατρέπονται σε απέραντες εκτάσεις με πισίνες.
Πώς φτάσαμε στο σημείο να πρέπει να παραχωρήσουμε τη χώρα μας στους τουρίστες που την επισκέπτονται, ενώ εμείς θα δοκιμάζουμε το staycation, όπως μας προτείνουν τα ελληνικά ΜΜΕ τελευταία, έναν χυδαίο ευφημισμό και εξωραϊσμό της φτώχειας; Πώς καταλήξαμε από το δικαίωμα στις διακοπές, οι διακοπές να θεωρούνται ύψιστη πολυτέλεια; Πώς πήγαμε από τους βλοσυρούς και καχύποπτους Αθηναίους του 19ου αιώνα που είδε ο Μαρκ Τουέιν και που φοβόντουσαν πως οι περιηγητές θα τους κλέψουν τα φρούτα από τα χωράφια, στους τεμενάδες, στις υποκλίσεις και στον αχαλίνωτο ραγιαδισμό απέναντι στους τουρίστες που μας προτείνουν ανερυθρίαστα μέχρι και μεγαλόσχημοι δημοσιογράφοι;
Σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις ήδη υπάρχουν κινήσεις κατά του μαζικού τουρισμού. Στη Βαρκελώνη, μια πόλη στην οποία τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 68% μέσα σε μια δεκαετία, διαδηλωτές επιτέθηκαν σε τουρίστες, ενώ στη Μαγιόρκα 20.000 κάτοικοι συγκεντρώθηκαν πριν από λίγες μέρες για να διαμαρτυρηθούν κατά του υπερτουρισμού. Στα Εξάρχεια μπορεί να δει κανείς αφίσες που καταφέρονται εναντίον των τουριστών που τα έχουν κατακλύσει και του gentrification στην περιοχή. Βαδίζουμε ολοταχώς στα βήματα της Ισπανίας, αν δεν παρθούν εγκαίρως μέτρα, και σε λίγο καιρό πιθανόν να αντιμετωπίζουμε κι εδώ επιθετικές κινήσεις απαυδισμένων κατοίκων εναντίον τουριστών.
Τελικά, επιστρέφουμε ξανά στις διακοπές για λίγους, όπως έναν αιώνα πριν, ενώ οι ντόπιοι είτε θα μετατρεπόμαστε σε ιθαγενείς υπηρέτες πλούσιων μεγαλοαστών και νεόπλουτων σε υπερπολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα, όπως στους δύο κύκλους της δημοφιλούς σειράς του HBO «The White Lotus», σε Χαβάη και Ιταλία αντίστοιχα, είτε θα εξοριζόμαστε από τις πόλεις μας γιατί η στέγαση θα έχει γίνει απαγορευτική για μας.
Και το επιστέγασμα όλων αυτών θα είναι ό,τι πρότεινε, με κάθε σοβαρότητα, ο Άρης Πορτοσάλτε, να παραχωρήσουμε τις θάλασσες, τα νησιά, τις διακοπές και τα μπάνια του λαού σε μια νέου τύπου αποικιοκρατία – ίσως να εγκαταλείψουμε και τη χώρα; Στο τέλος, η πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία θα έχει διαστρεβλωθεί τόσο πολύ που ο Ξένιος Ζευς θα απαρνηθεί και την ίδια του την εστία και τα δικαιώματά του σ’ αυτήν για χάρη του ξένου.