ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΣΧΟΛΙΟ του πρωθυπουργού για την υψηλή ποιότητα ζωής στην Ελλάδα ανοίγει για πολλοστή φορά μια παλιά συζήτηση, η οποία συνήθως γίνεται με αγοραίους όρους αυτοϋποτίμησης ή, αντίστροφα, εξιδανίκευσης, είτε πάλι χάνεται στην περιπτωσιολογία του καθενός μας. Αλλά το αν «περνάμε καλά στην Ελλάδα», ακόμη κι αν τίθεται απλοϊκά, είναι τελικά καίριας σημασίας για το τι κοινωνία και κράτος έχουμε και θέλουμε να έχουμε σε αυτή την αντιφατική χώρα.
Ασφαλώς και η Ελλάδα έχει υψηλή ποιότητα ζωής, κυρίως αν αναφερόμαστε σε ένα επικούρειο «ευ ζην», δηλαδή στην καλή διάθεση που προκαλεί ο πολύ μεγάλος αριθμός ημερών ηλιοφάνειας τον χρόνο, στο συγκλονιστικό μεσογειακό τοπίο της, στο φαγητό με τις καλές και ακόμη φθηνές πρώτες ύλες, στον αρκετό ελεύθερο χρόνο σε σύγκριση με άλλες κοινωνίες, στον βαθμό σχετικής ασφάλειας που επικρατεί στον δημόσιο χώρο, στο υψηλό ποσοστό μικροϊδιοκτησίας που δημιουργεί ένα αίσθημα σιγουριάς στους περισσότερους και δη στους πιο αδύναμους, εν τέλει στον χαμηλό βαθμός πολυπλοκότητας της ζωής: οι άνθρωποι δεν αλλάζουν συχνά τόπο κατοικίας για δουλειά, τα οικογενειακά και άτυπα δίκτυα υποστήριξης εξακολουθούν να είναι ισχυρά (παρότι οψίμως αμφισβητούνται), οι ορίζοντες παραμένουν σχετικά περιορισμένοι, άρα δεν θέτουν και μεγάλες προκλήσεις σε αυτούς. Τις τελευταίες δεκαετίες, δε, βελτιώθηκαν πολύ και οι υποδομές (δρόμοι, μετρό, λιμάνια, αεροδρόμια κ.λπ.), ενώ η χώρα διασυνδέθηκε γενικώς στενότερα με τον υπόλοιπο κόσμο (και όποιος θυμάται πώς ήμασταν μέχρι τη δεκαετία του ’90, ας κάνει τις συγκρίσεις). Μεγάλη αλλαγή στην ποιότητα της καθημερινότητάς μας είναι και η ψηφιακή «επανάσταση» που έχει συντελεστεί στο κράτος μας τα τελευταία δυόμισι χρόνια, χάρη στην οποία οι πολίτες κερδίζουν σε χρόνο, χρήμα και ψυχική υγεία, αποκαθιστώντας ταυτόχρονα τη σχέση τους με ένα κράτος που κάποτε τους ταλαιπωρούσε διαρκώς. Με άλλα λόγια, για έναν τακτοποιημένο, μέσο άνθρωπο και μια μέση οικογένεια η ζωή μπορεί να μην είναι συναρπαστική και οι ευκαιρίες για να τους συμβούν εντυπωσιακά πράγματα ή να συναντήσουν μεγάλου βεληνεκούς προσωπικότητες στην Ελλάδα είναι μάλλον περιορισμένες (αυτό πάντα αφορά λίγους, άλλωστε), αλλά γενικώς μπορεί να έχουν αυτό που ονομάζουμε μια σταθερή και αξιοπρεπή ζωή. Μάλιστα αν κάποιος είναι φτωχότερος και δη ηλικιωμένος, είναι σίγουρα καλύτερα να μένει στην Ελλάδα παρά στην Αμερική (μακράν) ή στη βόρεια Ευρώπη. Δεν είναι καθόλου δευτερεύοντα όλα αυτά, λοιπόν, για να τα υποτιμούμε.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης έχει εξασφαλίσει απίστευτα υψηλούς πόρους για το ελληνικό κράτος και είναι σίγουρο ότι το 2030 το σκηνικό θα είναι δραματικά διαφορετικό, με δεδομένες και τις εξελίξεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Είναι το Σχέδιο Μάρσαλ της εποχής μας.
Υπάρχουν ωστόσο πράγματα που κρατούν το επίπεδο της κοινωνίας χαμηλότερα απ’ όσο θα της άξιζε κι αυτό θα έλεγα ότι ξεπερνά ό,τι θα ονομάζαμε «ποιότητα ζωής». Είναι πολύ ευρύτερο, διότι αφορά το επίπεδο της κοινωνικής ανάπτυξης, όχι απλώς το αν «περνάμε καλά». Ας περιοριστούμε σε τέσσερα πεδία, ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός των οποίων θα είχε ευρύτερες επιπτώσεις. Πρώτον, στο σχετικά χαμηλό επίπεδο της εκπαίδευσης, με τη δευτεροβάθμια να νοσεί βαθιά, εξού και η ύπαρξη τόσων ιδιωτικών σχολείων (τα ΑΕΙ κληρονομούν εν συνεχεία αυτά τα προβλήματα και απλώς τα συντηρούν, για να μη μιλήσουμε για τις δικές του υστερήσεις στην έρευνα και στη διασύνδεσή τους με την αγορά εργασίας). Δεύτερον, στις μεγάλες παθογένειες της Δικαιοσύνης (που θέτουν τελικά ζητήματα δημοκρατίας, από κάθε άποψη). Τρίτον, στην περιορισμένη αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού στη διαχείριση των ποικίλων κρίσεων που είναι η νέα κανονικότητα του εικοστού πρώτου αιώνα (τι να την κάνεις την ποιοτική ζωή, αν είναι να τη χάσεις σε μια πυρκαγιά;). Και τέταρτον, στην έλλειψη επιχειρηματικού πνεύματος και συναφούς εργασιακής κουλτούρας που αν αυτή τη στιγμή ευνοεί κάτι, είναι μόνο η (οικογενειακή) μικρο-επιχειρηματικότητα της απλής επιβίωσης και της γκρίζας οικονομίας (τρέφοντας έτσι διάχυτα μια φοβική αντικαπιταλιστική κουλτούρα). Υπάρχουν κι άλλα που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, όπως τα ζητήματα αξιοκρατίας ή η ποιότητα των ΜΜΕ, διότι αυτό, αν και δεν είναι υπόθεση του κράτους, είναι τεράστιας σημασίας για τη δημόσια σφαίρα – μάλλον δε διανοούμαστε πόσο, διότι έχουμε συνηθίσει στην απουσία του. Ή επίσης μια καλύτερη οργάνωση των πόλεών μας, ένα θέμα που άπτεται της πάγιας υστέρησης της τοπικής μας αυτοδιοίκησής. Η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη μπορεί να είναι πολύ ενδιαφέροντα αστικά συγκροτήματα, αλλά μάλλον εξαιτίας της αναρχίας τους παρά κάποιου συνειδητού σχεδίου, απηχώντας έτσι και ένα αντίστοιχο κοινωνικό μοντέλο συνύπαρξης χωρίς κανόνες. Και αυτό είναι προβληματικό, παρά τη γοητεία του. Το δε σύστημα υγείας, που τόσο έχει κατηγορηθεί, μπορεί να θέλει βελτιώσεις, αλλά είναι άνω του μέσου όρου, αν και χαμηλότερου επιπέδου στην περιφέρεια.
Όμως, τα πρώτα τέσσερα πεδία είναι τα πιο κρίσιμα, και αν άλλαζαν στο μέλλον, θα μιλούσαμε για μια πολύ διαφορετική χώρα, όπου και περισσότερες επενδύσεις θα είχαμε, και καλύτερα εκπαιδευμένο προσωπικό με καλύτερες αμοιβές, άρα και πιο ανοιχτούς ορίζοντες και περισσότερες ευκαιρίες για να αλλάξουμε τη ζωή μας και να ανοίξουμε παράθυρα ευκαιριών για τα παιδιά μας. Αυτό που με άλλα λόγια περιγράφουμε εδώ και χρόνια ως άλλο παραγωγικό μοντέλο. Διότι η μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα είναι προϋπόθεση για την κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη και εδώ η μεταμνημονιακή Ελλάδα κληρονόμησε από την προηγούμενη καταστροφική δεκαετία ένα σοβαρό πρόβλημα που δεν έχει κάνει ακόμη κάτι για να το αντιμετωπίσει.
Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο θα έφερνε πίσω τους πρόσφατους Έλληνες μετανάστες, διότι αυτό είναι πιο δύσκολο να συμβεί άμεσα. Θα έφτιαχνε όμως σίγουρα ένα άλλο κράτος και μια άλλη κοινωνία, πρώτα και κύρια για τους ημεδαπούς κατοίκους, όπως και για όσους θα ήθελαν να επενδύσουν στη χώρα κεφάλαια και τεχνογνωσία. Κι αν κάποιο πρέπει να είναι το στοίχημα της επόμενης δεκαετίας, πρέπει να είναι αυτό. Άλλωστε, πρόκειται για τις μεγάλες μας εκκρεμότητες από το παρελθόν, χωρίς τις οποίες δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στο πολύ πιο απαιτητικό μέλλον που ανοίγεται στον μετα-πανδημικό κόσμο. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης έχει εξασφαλίσει απίστευτα υψηλούς πόρους για το ελληνικό κράτος και είναι σίγουρο ότι το 2030 το σκηνικό θα είναι δραματικά διαφορετικό, με δεδομένες και τις εξελίξεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Είναι το Σχέδιο Μάρσαλ της εποχής μας. Αλλά τα προηγούμενα που έθιξα δεν είναι τόσο θέμα πόρων όσο βούλησης του πολιτικού συστήματος και στήριξης από την πλευρά της κοινωνίας. Μπορούμε να μην τα αγγίξουμε, όπως συνήθως, και να αρκεστούμε πάλι στην τελευταία και επισφαλή θέση στο κλαμπ των πλουσίων. Αν όμως αποφασίσουμε να τα διορθώσουμε, η χώρα θα γίνει περιζήτητη και θα εξασφαλίσει μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα σε ένα ανθρωποκεντρικό και πράσινο μοντέλο ανάπτυξης και μια ισχυρή οικονομία. Δεν έχει νόημα να αντιγράψει κανέναν ούτε να γίνει η «Δανία του Νότου» και άλλα τέτοια μεγαλόσχημα. Αρκεί να βρει τον δικό της συνδυασμό ανάπτυξης που θα εξασφαλίζει στους πολίτες της τις προϋποθέσεις της ευδαιμονίας τους. Διότι το πώς θα ευτυχήσουμε είναι ατομική υπόθεση, αλλά το να έχουμε όλοι τις ευκαιρίες να το πετύχουμε πρωτίστως κρατική.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.