ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΣ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙ το θέμα της διένεξης με τον Αντώνη Σαμαρά φέρεται ο πρωθυπουργός μετά από μία εβδομάδα κατά την οποία γράφτηκαν αμέτρητα άρθρα και πρωτοσέλιδα για το θέμα αυτό, που δεν φαίνεται να συμβάλει στην ανάκαμψη του κόμματός του. «Χρειάζονται δύο για έναν καβγά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει να λύσει τα προβλήματα της χώρας», λένε οι συνεργάτες του, διαβεβαιώνοντας ότι δεν πρόκειται να ασχοληθεί άλλο με το θέμα αυτό, το οποίο πυροδότησε ξανά η πρόσφατη αναφορά του στη Βουλή κατά τη συζήτηση αρχηγών για τα «χαριεντίσματα» με τον Νίκο Παππά. Ήταν ίσως μια πρόβα «σκληρού ροκ» (μαζί με το «έλα με φόρα» που απηύθυνε στον Νίκο Ανδρουλάκη), η οποία δεν ταιριάζει και τόσο στο προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη, γι’ αυτό δεν φάνηκε να απέδωσε.
Οι πολιτικοί είναι ρεαλιστές, σε βαθμό κυνισμού οι περισσότεροι. Γι’ αυτό κάθε φορά που κάνουν μια κίνηση συνήθως σκέφτονται ποιος ωφελείται. Ποιος ωφελήθηκε, λοιπόν, από αυτήν τη συγκεκριμένη κόντρα που αναβίωσε; Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή ο Αντώνης Σαμαράς; Ίσως η απάντηση γίνεται πιο προφανής αν η ερώτηση διατυπωθεί ως εξής: ποιος έχει να χάσει κάτι από αυτήν; Έμπειροι πολιτικοί αναλυτές, ωστόσο, υποστήριξαν ότι αυτή ήταν μια πολύ καλά μελετημένη κίνηση του Μεγάρου Μαξίμου, προκειμένου να συσπειρωθεί η βάση της ΝΔ, η οποία έχει αποσυσπειρωθεί εξαιτίας της απουσίας μιας δυναμικής αντιπολίτευσης. Είναι όμως έτσι; Βοηθάει στ’ αλήθεια τη συσπείρωση του κόμματος η ανάδειξη των διαφωνιών εντός του;
Συνεργάτες του πρωθυπουργού ανέφεραν ότι η κατάσταση αυτή έχει ξεκινήσει εδώ και έναν χρόνο, από την κριτική που άρχισε να ασκεί ο Αντώνης Σαμαράς μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τονίζουν ότι ο πρωθυπουργός τού είχε τηλεφωνήσει για να τον καλέσει στο πάρτι της Ρηγίλλης, αλλά «εκείνος δεν είχε ούτε την αστική ευγένεια να του απαντήσει ότι δεν θα πάει και το έμαθε από διαρροές στον Τύπο, στο παρά πέντε», ενώ τον κατηγορούν ότι δεν μπορεί να μιλάει για θεσμικότητα εκείνος «που δεν παρέδωσε ως πρωθυπουργός το 2015 στον Αλέξη Τσίπρα». Αλλά όλα αυτά φανερώνουν ότι το θέμα έχει πάει και επί προσωπικού, όπως επισήμανε και ο βουλευτής της ΝΔ, Νικήτας Κακλαμάνης, παρότι η διένεξη ξεκίνησε για πολιτικούς λόγους.
Ο ελληνικός λαός, απογοητευμένος από το πολιτικό προσωπικό και τα κόμματα, τα οποία εδώ και χρόνια είναι απαξιωμένα, χωρίς να έχει πολλές επιλογές, πηγαίνει στις κάλπες (όσοι πηγαίνουν) κάθε φορά περισσότερο για να αποδοκιμάσει παρά για να επιδοκιμάσει.
Η πλευρά Σαμαρά δηλώνει δικαιωμένη, επικαλούμενη την πρόσφατη δημοσκόπηση, η οποία κατέδειξε ότι η πλειοψηφία συμφωνεί με τις απόψεις Καραμανλή - Σαμαρά για τα ζητήματα στα οποία τοποθετήθηκαν δημόσια.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάδειξη των ζητημάτων αυτών πρόβαλε μια διαίρεση η οποία είναι υπαρκτή εντός του κυβερνώντος κόμματος, και το έκανε σε μια περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση έχει απολέσει το περίφημο 41% και δημοσκοπικά συνεχίζει να καταγράφει χαμηλές επιδόσεις. Η πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη, άλλωστε, βασίστηκε κυρίως σε δύο παράγοντες: στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, που είναι λογικό να πνέει τα λοίσθια σήμερα μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, και στην επιτυχή ισορροπία του πρωθυπουργού μεταξύ της δεξιάς και του κέντρου, η οποία έχει διαταραχθεί όπως προκύπτει από την κριτική που δέχεται αλλά και από τις δημοσκοπήσεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά τις εκλογές του 2023, είχε αποφασίσει να πάψει να είναι δέσμιος των ισορροπιών και των συσχετισμών, εκλαμβάνοντας ίσως και ως προσωπική επιτυχία και εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων στο πρόσωπό του το ποσοστό των τελευταίων εθνικών εκλογών, κατά τις οποίες όμως είχαν λειτουργήσει ξανά οι δύο προαναφερθέντες βασικοί παράγοντες. Στις ευρωεκλογές όμως, που δεν λειτούργησαν (είναι και πιο χαλαρή βεβαίως η ψήφος), το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό. Αργά ή γρήγορα, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αντιμετωπίσει το δίλημμα ή να επιστρέψει στην παραδοσιακή συνταγή των ισορροπιών με τη δεξιά, που μάλλον δεν την πιστεύει και δεν τη θέλει, ή να βαδίσει στον πολιτικό δρόμο που προτιμά, αυτόν που αποκαλεί «μεταρρυθμιστικό κέντρο», ανοίγοντας μια ιδεολογική και πολιτική συζήτηση στο κόμμα του για να τεθούν όλα αυτά τα ζητήματα.
Η ενσωμάτωση του Μάκη Βορίδη και του Άδωνι Γεωργιάδη στη ΝΔ είναι προφανές ότι δεν αρκεί για να λειτουργήσει ως ανάχωμα και να περιορίσει τις δεξιές απώλειες. Ο λόγος είναι απλός: οι συγκεκριμένοι είναι υπουργοί και έχουν να χάσουν αν πάψουν να στηρίζουν τον πρωθυπουργό, ενώ αυτοί που εξεγείρονται ή φεύγουν στην πλειοψηφία τους δεν έχουν να χάσουν τίποτα. Οι απώλειες από δεξιά δεν θα είχαν τόσο αρνητικές συνέπειες για την κυβέρνηση αν είχε να παρουσιάσει σημαντικό μεταρρυθμιστικό έργο, αν είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία την ακρίβεια που εξαφανίζει τους μισθούς, οι οποίοι ακόμα δεν έχουν επανέλθει από την κρίση, αν οι πολίτες έβλεπαν να βελτιώνεται η παιδεία, η υγεία και το βιοτικό τους επίπεδο και δεν παραμέναμε ουραγοί στην Ε.Ε., μαζί με τη Βουλγαρία, στους περισσότερους τομείς. Οταν ο πήχης είναι τόσο χαμηλά, εύκολα θα βρεθούν κι άλλοι να τον περάσουν.
Το ΠΑΣΟΚ ήδη, χωρίς να κάνει πολλά –αρκεί που υπάρχει επιδεικνύοντας μια στοιχειώδη σοβαρότητα–, αρχίζει να αναδεικνύεται ως εναλλακτική πρόταση, την οποία θα επιλέξουν κάποιοι απογοητευμένοι. Αυτό όμως είναι το γνωστό, πλην σοβαρό και μη αντιμετωπίσιμο πρόβλημα που εξακολουθεί να κινεί (με αργούς ρυθμούς) τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Ο ελληνικός λαός, απογοητευμένος από το πολιτικό προσωπικό και τα κόμματα, τα οποία εδώ και χρόνια είναι απαξιωμένα, χωρίς να έχει πολλές επιλογές, πηγαίνει στις κάλπες (όσοι πηγαίνουν) κάθε φορά περισσότερο για να αποδοκιμάσει παρά για να επιδοκιμάσει. Γι’ αυτό οι περισσότεροι πολιτικοί δεν επενδύουν σε πραγματικά πολιτικά προγράμματα που χρειάζονται αρχές και θέλουν κόπο, αρκεί μια ευχάριστη γενικόλογη ρητορική και η τακτική του ώριμου φρούτου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO