ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ ΟΤΙ ΜΕΤΑ τις εκλογές και παρά τη βαριά ήττα, η παραίτηση δεν υπήρχε καν στο μυαλό του Αλέξη Τσίπρα ως ενδεχόμενο, γι’ αυτό είχε δηλώσει πως θα έθετε ξανά τον εαυτό του στη διάθεση του κόμματος. Η πικρία του όμως για την υπονόμευση που θεωρεί πως δεχόταν όλο το προηγούμενο διάστημα από συγκεκριμένα στελέχη, στα οποία αποδίδει μεγάλο μερίδιο για την ήττα, τον ώθησε να κάνει δεύτερες σκέψεις. Ποια θα ήταν η προοπτική για τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, όταν ένα μέρος του κόμματος ήταν αποφασισμένο, όπως πιστεύει, να στέκεται μπροστά του ως οδόφραγμα; Είναι δεδομένο ότι μόνο ήττες τον περίμεναν το επόμενο διάστημα, τις οποίες θα του χρέωναν, περιμένοντας να παραμερίσει για να πάρουν το κόμμα στα χέρια τους.
Εκτιμώντας ότι η υπονόμευσή του θα κορυφωνόταν στην πορεία προς τις επόμενες εκλογικές διαδικασίες, αποφάσισε, ως καλός τακτικιστής, να την παρακάμψει και κάπως έτσι πήρε την απόφαση να παραμερίσει για να περάσει το κύμα, όπως χαρακτηριστικά είπε. Τόσο ο ίδιος όσο και πολλοί άλλοι που ήταν στο ίδιο πνεύμα με αυτόν μέσα στο κόμμα είχαν πειστεί ότι η εσωκομματική αντιπολίτευση της «Ομπρέλας» και των συμμάχων της στόχο είχε την εκλογική ήττα και όχι τη νίκη. «Κάποιοι είχαν στρατηγική ήττας εδώ και καιρό. Αγωνίζονταν για να μη μεγαλώσει ο ΣΥΡΙΖΑ», ανέφερε στέλεχος προερχόμενο από το ΠΑΣΟΚ και αυτή είναι μια άποψη που συμμερίζονταν πολλοί προεδρικοί.
Κάπως έτσι, οι προεδρικοί που ένιωσαν ότι τους έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση, ενώ οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Τσίπρα, φανεροί και κρυφοί, σε πολύ πλεονεκτικότερη. Οι πρώτοι δεν είχαν εναλλακτική, ενώ οι δεύτεροι είχαν έτοιμο σχέδιο και γνώριζαν ότι ΜΜΕ και συστημικοί παίκτες θα στήριζαν την «ανανέωση».
Η ξαφνική αποχώρηση του Τσίπρα από την ηγεσία του κόμματος, όμως, βρήκε εντελώς απροετοίμαστους τους προεδρικούς, που δεν ήθελαν να το πιστέψουν, αλλά σαν έτοιμους από καιρό όσους περίμεναν και εργάζονταν γι’ αυτήν τη μέρα. Κάπως έτσι, οι προεδρικοί που ένιωσαν ότι τους έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση, ενώ οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Τσίπρα, φανεροί και κρυφοί, σε πολύ πλεονεκτικότερη. Οι πρώτοι δεν είχαν εναλλακτική, ενώ οι δεύτεροι είχαν έτοιμο σχέδιο και γνώριζαν ότι ΜΜΕ και συστημικοί παίκτες θα στήριζαν την «ανανέωση».
Η διαπίστωση αυτή, μαζί με το ένστικτο της (ατομικής) επιβίωσης στο νέο τοπίο, συνέβαλε άμεσα στην πρώτη φάση της αλλαγής των συσχετισμών, οδηγώντας στην αρχική διάσπαση των προεδρικών. Έτσι, γνωστοί προεδρικοί, που ορκίζονταν στον Τσίπρα, άλλαξαν στρατόπεδο εν μια νυκτί και βρέθηκαν στο πλευρό της καλά οργανωμένης μειοψηφίας που φάνηκε ότι θα έπαιρνε τα ηνία του κόμματος. Οι διαπραγματεύσεις και τα ντιλ που γίνονται είναι όλα προσωπικά και δεν σχετίζονται με πολιτικές θέσεις και αρχές. Εξού και στελέχη που η «Ομπρέλα» αποκαλούσε δεξιά και εκείνα τα στελέχη της «Ομπρέλας» που θεωρούνται υπονομευτές ή αριστεριστές προχώρησαν σε συμμαχία για την επόμενη μέρα, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους στη νέα κατάσταση μετά τον Τσίπρα.
Ο Αλέξης Τσίπρας, ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν έχει αποφασίσει να «αποστρατευθεί», παρά την πικρία και την απογοήτευσή του, η οποία μάλλον μεγάλωσε μετά από όσα ακολούθησαν την παραίτησή του. Η απόφασή του να παραμερίσει για να περάσουν όσοι μεθοδικά τον αμφισβητούσαν τόσο καιρό θα τους οδηγήσει στην ανάληψη της αρχηγίας του κόμματος αλλά και των ευθυνών για την εναλλακτική πορεία που προτείνουν.
Ο ίδιος, βέβαια, δέχεται διαρκώς εισηγήσεις να επιστρέψει, όπως ήταν αναμενόμενο, ακόμα και να φτιάξει δικό του κόμμα. Για την ώρα δεν μοιάζει να βιάζεται, αλλά να εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα. Αυτή την περίοδο, παρότι έχει αφήσει το κόμμα ακέφαλο, δεν θέλει ούτε να συμμετέχει στην κομματική καθημερινότητα ούτε να θεωρήσει κανείς ότι παρεμβαίνει στη διαδικασία διαδοχής. Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι αδιαφορεί για όσα συμβαίνουν και είναι βέβαιο ότι έχει πολύ καλή πληροφόρηση.
Η «Ομπρέλα» και οι συμμαχικές της δυνάμεις που αμφισβητούσαν τον Τσίπρα, με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, τον Πάνο Σκουρλέτη, τον Νίκο Φίλη αλλά και στελέχη που δημόσια εμφανίζονταν ως κομματικά και παρασκηνιακά και πρωταγωνίστησαν στην αποκαθήλωση του Τσίπρα, θεώρησαν ότι ήρθε η ώρα τους. Κανένας ωστόσο δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει λόγω της μεγάλης και δεδομένης δημοφιλίας του στους ψηφοφόρους του κόμματος, που ήταν εν πολλοίς ταυτισμένοι μαζί του. Γι’ αυτό και όλοι συμφώνησαν ότι η διάδοχος που θα προωθούσαν ήταν η φιλόδοξη Έφη Αχτσιόγλου, την οποία συμπαθούν τα ΜΜΕ και γνώριζαν ότι θα δεχόταν.
Η υποψηφιότητα του Ευκλείδη Τσακαλώτου, ο οποίος γνωρίζει από την αρχή ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να βγει πρώτος, όπως το ξέρουν και όσοι τον στηρίζουν, δεν είναι ανταγωνιστική προς την υποψηφιότητα της Αχτσιόγλου αλλά συμπληρωματική. Άλλωστε, πολλά στελέχη που τον στηρίζουν, όπως ο Δημήτρης Βίτσας π.χ., έχουν πει ότι είναι και με τους δύο ή ότι στον πρώτο γύρο θα στηρίξουν τον Τσακαλώτο και στον δεύτερο την Αχτσιόγλου. Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιος Κούλογλου, που είναι επίσης σε αυτό το κλίμα, φανέρωσε πριν από λίγο καιρό τη στρατηγική τους, λέγοντας ότι είναι «υπέρ του μοντέλου της δυαρχίας στον ΣΥΡΙΖΑ, ενός άντρα και μιας γυναίκας».
Ο λόγος που το μπλοκ αυτό κατεβάζει και δεύτερο υποψήφιο, τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, είναι για να αποκλειστούν οι προεδρικοί από τον δεύτερο γύρο. Διότι αν η Αχτσιόγλου κερδίσει, όπως ήθελαν τα προγνωστικά μέχρι πρότινος, και στη δεύτερη θέση βρισκόταν π.χ. ο Παππάς, θα υποχρεωνόταν να διαπραγματευθεί μαζί του. Αν όμως οι προεδρικοί αποκλειστούν και από τη δεύτερη θέση, τότε θα έχουν τα χέρια τους λυμένα.
Είναι γνωστό ότι σε αυτή την περίπτωση το μέλλον στελεχών όπως ο Πολάκης, ο Παππάς, ο Σπίρτζης, και των περισσότερων που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, δεν θα είναι καθόλου βέβαιο. Ένας ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον Τσίπρα αρχηγό είναι πιθανό να μην τους συμπεριλαμβάνει. Οι ίδιοι το γνωρίζουν καλά, γι’ αυτό και οι τάσεις «αναχωρητισμού» ορισμένων, όπως ο Σπίρτζης. Άλλοι, όμως, όπως ο Παύλος Πολάκης, δεν έχουν σκοπό να καθίσουν και να παρακολουθούν άπραγοι το κόμμα να αλλάζει χέρια και να περνάει στη μέχρι πρότινος μειοψηφία, που θεωρεί ότι υπονόμευσε τον Τσίπρα.
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις κατέδειξαν ότι τα πράγματα πήγαιναν όπως ακριβώς ήθελε το «νέο κύμα» που ανυπομονεί να περάσει. Στην πρώτη θέση ήταν η Αχτσιόγλου, που συγκέντρωνε την προτίμηση σχεδόν του ενός τρίτου, ακολουθούσε ο Τσακαλώτος, με το μισό περίπου ποσοστό, και οι Παππάς και Τζουμάκας στην τελευταία θέση, με λίγο πάνω από 10%. Αχτσιόγλου και Τσακαλώτος μαζί μπορεί να μην πλησιάζουν καν το ποσοστό του Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν όμως μια ισχυρή συμμαχία, με τους υπόλοιπους δύο υποψήφιους (Παππά και Τζουμάκα) να αδυνατούν να απειλήσουν την κυριαρχία τους.
Εκεί ήταν που εμφανίστηκε πρόσφατα ως από μηχανής θεός ο Παύλος Πολάκης με τον προστατευόμενό του Στέφανο Κασσελάκη, καθώς, όσο κι αν δείχνουν αταίριαστοι, ο Κρητικός βουλευτής είναι εκείνος που τον έφερε στον ΣΥΡΙΖΑ (αυτό λέει και ο ίδιος), όταν ο Τσίπρας έψαχνε άριστους για να συμπληρώσει το ψηφοδέλτιο της Επικρατείας και από τότε ήρθαν και οι τρεις πολύ κοντά. Και από ό,τι φαίνεται, ο Κασσελάκης κατάφερε για λογαριασμό των προεδρικών αυτό που ο Παππάς δεν μπορούσε, απειλώντας πραγματικά το σχέδιο των άλλων.
Αν ο επίσης φιλόδοξος Κασσελάκης καταφέρει να βγει δεύτερος και να μπει στον δεύτερο γύρο ‒γιατί αυτός είναι ο σκοπός‒, το στρατόπεδο της Αχτσιόγλου θα αναγκαστεί να διαπραγματευθεί με τους προεδρικούς και δεν θα τους ξεφορτωθούν τόσο εύκολα όσο έμοιαζε στην αρχή ότι θα γινόταν. Είναι αλήθεια ότι ο Κασσελάκης έχει σκορπίσει τον τρόμο αυτές τις μέρες στην «Ομπρέλα» και στους συμμάχους της, γι’ αυτό ξεκίνησαν ήδη τον πόλεμο εναντίον του, ο οποίος θα κορυφωθεί με όλα τα μέσα το επόμενο διάστημα.
Οι στρατηγοί των δύο μερών εκτόξευσαν τα πρώτα πυρά, με τον Νίκο Φίλη να δίνει το σύνθημα για την έναρξη μιας σκληρής μάχης, η οποία όμως για την ώρα έχει ελάχιστα πολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς και η Έφη Αχτσιόγλου είχε επιλέξει κι αυτή να κινηθεί με όρους lifestyle έναντι των υπολοίπων συνυποψηφίων της: χαλαρές συνεντεύξεις με έμφαση στην ανάδειξη των προσωπικών της χαρακτηριστικών, αλλά χωρίς να δίνει ένα ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα (και μάλλον αποσιωπώντας θέσεις της που θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ως μειοψηφικές). Στο πεδίο αυτό ήταν χωρίς ανταγωνισμό μέχρι να εμφανιστεί ο Κασσελάκης.
Τώρα ίσως αναγκαστούν να μιλήσουν όλοι τους πιο πολιτικά και να κάνουν τη συζήτηση που πολλοί προσπαθούσαν να αποφύγουν για το τι κόμμα θέλουν να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δηλαδή για το οποίο επέμενε ο Διονύσης Τεμπονέρας, αλλά δεν εισακούστηκε.
Ο Στέφανος Κασσελάκης, πάντως, ακόμα και αν θεωρείται δούρειος ίππος των προεδρικών και δημιούργημα του πολυμήχανου Πολάκη, προκάλεσε το ενδιαφέρον για μια διαδικασία που μέχρι πριν από λίγο έμοιαζε αδιάφορη και βαρετή. Μένει να φανεί αν θα γίνει και πιο πολιτική ή θα περιοριστεί στον ανταγωνισμό των μηχανισμών και του προσωπικού lifestyle.