ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2008 κατέρρευσε μία από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες των Ηνωμένων Πολιτειών, η Lehman Brothers. Ολόκληρη η αμερικανική οικονομία κλυδωνίστηκε. Το πάρτι τελείωνε, η φούσκα των ακινήτων έσκαγε. Μισθωτοί και εργάτες βυθίζονταν στη φτώχεια. Σταδιακά ακολούθησαν οι τράπεζες της Ευρώπης. Η κρίση στην Ευρωζώνη και τη χώρα μας. Το Brexit. Ο Τραμπ.
Οι εξελίξεις αυτές μάς καθορίζουν ακόμα. Ωραία και εμπνευσμένα τα memes για την κρίση του καπιταλισμού, τα «ok boomer» στα ψυχροπολεμικά επιχειρήματα για την ιερότητα της αγοράς, τα viral βιντεάκια στο TikTοk για τους φτωχούς-glamorous. Όμως στο μνημόσυνο της πεθαμένης επενδυτικής τράπεζας καλό είναι να πηγαίνεις ενημερωμένος/-η/-ο.
Κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά η Πολιτική οικονομία μιας κατάρρευσης του ιστορικού Adam Tooze. Καταπιάνεται λίγο πολύ με την ιστορία του τραπεζικού συστήματος και της ρύθμισής/διάσωσής του από το 2008 έως και το 2016 και είναι το θρίλερ των κρίσεων της συγκεκριμένης περιόδου. Δεδομένου ότι το 2008 ελάχιστα καταλάβαινα, αναζήτησα ένα βιβλίο που να βάζει τα πράγματα στη σειρά. Είναι αυτό το βιβλίο.
Αρκετά χρόνια μετά, το 2022, δύο τουλάχιστον γενιές βρίσκονται σε κατάσταση έχθρας ή απομάγευσης με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι millennials και οι Gen Z δεν έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση σχεδόν για τίποτα. Έχουν, όμως, χρέη επειδή υπάρχουν ή σπούδασαν και είναι ιδιοκτήτες σπιτιού μόνο στη Mονόπολη, κι αυτό για λίγους γύρους πριν από τη σίγουρη χρεοκοπία.
Η ανάγνωσή του μου ’φερε στον νου το θρίλερ του 2000 American Psycho. Η γενικευμένη οργή που ακολούθησε την κατάρρευση των τραπεζών και τελικά τη διάσωσή τους με χρήματα των φορολογούμενων συχνά στρέφεται προς τους αρπακτικούς λύκους πολυεθνικών, τραπεζών και επενδυτικών funds που φέρθηκαν λίγο-πολύ σαν επισκέπτες σε καζίνο.
Το παιχνίδι, φυσικά, διεξαγόταν με χρήματα άλλων ‒ή με «αέρα» και φαντασιώσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης‒, οπότε τα συγκεκριμένα αγόρια μπορούσαν να πάρουν ρίσκα, να παρακολουθήσουν την κατάρρευση του συστήματος και να επιβιώσουν αυτής λαμβάνοντας κάποιο εντελώς προκλητικό ποσό για τις υπηρεσίες τους. Δεν πλήρωσαν για τα λάθη τους. Μάλλον ζουν κάπου άνετα ή συνεχίζουν την επαγγελματική τους καριέρα βγάζοντας υπερκέρδη.
Στην ταινία, ο νεαρός μάγος του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν κάνει και πολλά. Γυμνάζεται, παίρνει το γνωστό κατάλευκο ναρκωτικό της κοινωνικής του τάξης, έχει ένα μίνιμαλ εντυπωσιακό διαμέρισμα και περιποιείται τα μαλλιά και τα νύχια του. Του αρέσει να λέει πού εργάζεται ακόμη και χωρίς να ερωτηθεί. Αγωνιά μην τον ξεπεράσει κάποιος σε κάτι (καλύτερη επαγγελματική κάρτα; καλύτερο χτένισμα;) και είναι τόσο μα τόσο κενός, που η ταινία προοικονομεί την κατάρρευση. Όσο ανήθικα κι αν φερθεί, κανένας δεν δίνει δεκάρα.
Αρκετά χρόνια μετά, το 2022, δύο τουλάχιστον γενιές βρίσκονται σε κατάσταση έχθρας ή απομάγευσης με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι millennials και οι Gen Z δεν έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση σχεδόν για τίποτα. Έχουν, όμως, χρέη επειδή υπάρχουν ή σπούδασαν και είναι ιδιοκτήτες σπιτιού μόνο στη Mονόπολη, κι αυτό για λίγους γύρους πριν από τη σίγουρη χρεοκοπία.
Οπότε καμία έκπληξη δεν προκαλεί η περίεργα relatable ιστορία της επιτυχημένης σειράς του Νetflix «Inventing Anna». Η Άννα είναι μια ψεύτρα με προφανή ναρκισσισμό. Κάνει τη μεγάλη ζωή στη Νέα Υόρκη, «πουλιέται» στο Ιnstagram, όπως όλοι, λέει την ιστορία της καταπώς τη βολεύει και επιχειρεί να εξασφαλίσει τεράστιες χρηματοδοτήσεις από τραπεζικούς κολοσσούς προκειμένου να φτιάξει ένα ίδρυμα για καλλιτέχνες.
Η σειρά συνταιριάζει όμορφα τη λογική «fake it ’till you make it» (προσποιήσου μέχρι να τα καταφέρεις) που φαίνεται να είναι το πλάνο δράσης πολλών καλλιτεχνών (μάλλον εδώ χρειάζονται εισαγωγικά!) του Instagram και πολλών «γκουρού» του πολιτισμού. Η Άννα θέλει να στεγάσει το όραμά της ‒ στόχος μεγαλειώδης.
Αρκεί ένα καλό ντύσιμο, το κατάλληλο bio, η ακούραστη επένδυση σε γνωριμίες και επαφές, ένας χαλαρός ηθικός κώδικας και θα τα καταφέρεις! Η Άννα ξοδεύει χρήματα άλλων, τερματίζει πιστωτικές κάρτες, κόβει επιταγές, εξαπατά, ναρκισσεύεται και τελικά κλείνεται φυλακή. Η υπεράσπισή της είναι κυνική και επίκαιρη: από το τίποτα έφτιαξε μια εικόνα, την πούλησε και ο κόσμος την αγόρασε.
Τι κι αν ήταν από αέρα; Όταν τόσο πολύς κόσμος εκλαμβάνει την πρόσβαση στο χρήμα ως κάτι άδικο, ως θέμα καταγωγής/εμφάνισης/ονόματος/κοινωνικού κύκλου, πόσο περίεργο ηχεί το πλάνο δράσης της Άννας; Τιμωρήθηκαν ποτέ οι άνθρωποι που άφησαν αφερέγγυους τύπους σαν την Άννα να αλωνίζουν στα λόμπι και στις πολυτελείς αίθουσες των ισχυρότερων τραπεζών; Λογοδότησαν ή πήραν προαγωγή όσοι έδωσαν πάρα πολλά δάνεια;
Παρά την εξοργιστικά ματαιόδοξη ζωή της και τη φανερή δυστυχία της, η Άννα έχει κάτι εκνευριστικά οικείο. Χαμένη και μπερδεμένη, μοιάζει το ταιριαστό ποπ είδωλο για έναν κόσμο που δεν ξέρει ακριβώς τι του γίνεται.