ΤΕΣΣΕΡΑ ΗΤΑΝ ΤΑ αξιοθέατα στην Αγίου Κωνσταντίνου για όσους είχαν να πληρώσουν –το φαρμακείο του Μπακάκου, το sex shop στη στοά, ο Δάφνης στο υπόγειο και το σινεμά Σταρ–, όσοι ήταν ταπί περιπλανιόντουσαν στην πλατεία ανάμεσα στην πιάτσα των ταξί, στον Γρηγόρη και στα πέριξ του Χόντου.
Το Τσίλερ του Εθνικού Θεάτρου ήταν κλειστό λόγω ανακαίνισης, αλλά το διεθνές ψωνιστήρι ήταν ανοιχτό, στα προσεχώς και οι Ολυμπιακοί Αγώνες «Αθήνα 2004».
Για το εισιτήριο στο Σταρ πλήρωσα 4ευρώ στον ταμία, ήταν καινούργιος στο πόστο. Φορούσε ένα μαύρο αμάνικο λερωμένο φανελάκι, είχε δασύτριχο στήθος και πεταχτά αυτιά, οι φλέβες της εργατιάς στις παλάμες του έσκισαν το απόκομμα, στο στόμα του η λαρισαίικη προσφορά. «Καλώστ’ να!». Ήταν ο τύπος μου. Ξεκάθαρα!
Καθώς έσπρωχνα τη βαριά πόρτα της εισόδου, ξέσπασε μπόρα. «Τυχερή είμαι», του είπα, «στο τσακ δεν με έπιασε στην Πειραιώς».
Αχ οι αυθόρμητες παρτούζες! Άλλο ένα προνόμιο που «κατάπιε» ο εξευγενισμός, οι κάμερες στις κολόνες και τα έξυπνα τηλέφωνα στο χέρι.
Μπήκα στην αίθουσα προβολής του ισογείου, δεν είχε περάσει μισή ώρα όταν ανάμεσα στα καυλωμένα βογγητά της μεγάλης οθόνης και τους καυλωμένους ψιθύρους στα καθίσματα να σου ο Λαρισαίος δίπλα μου. Μέσα στο αυτί μου και μέσα στην καύλα είπε: «Έχου 15 λεπτά διάλειμμα. Πάμ’ να δούμ’ αν είν’ η τυχ’ρή σ’ μέρα;».
Μπήκαμε στις τουαλέτες… Όταν βγήκαμε όμως δεν με χωρούσε πια το ισόγειο, στριμωγμένες απ’ έξω οι παλιές –ο Νταλικιέρης, η Λούγκρα και ο Κρυφός– άρχισαν το κράξιμο και το καλιάρντεμα. «Καλέ είναι μπάρα ή φίφα ο Λαρισαίος;». Λες και θα καταδεχόμουν εγώ ποτέ να κυλιστώ στις τουαλέτες του Σταρ με άντρα για τον οποίο δεν ήμουν 100% σίγουρη ότι είναι μπάρας. Όσο σινεφίλ και να ήμουν, δεν θα έπεφτα ποτέ τόσο χαμηλά.
Τις προσπέρασα θριαμβευτικά, ανέβηκα τις σκάλες μέχρι τον δεύτερο όροφο, κάθισα στο χολ έξω από την αίθουσα προβολής, σταυροπόδι και τσιγάρο σαν την Αγράδο, όταν άκουσα έναν ενοχλητικό θόρυβο να πλησιάζει. Κάτι σαν φλαπ ή σαν χλαπ. Σβήνοντας το τσιγάρο μου είδα να ξεπροβάλλει από τα σκαλιά μια ξανθιά σγουρομάλλα με στράπλες φόρεμα λευκό, ασορτί γαλότσες και ομπρέλα. Μαζί της κι ένα κανελί πίντσερ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευα ότι τα είχα δει όλα μέσα στο Σταρ, το πόσο λάθος έκανα θα το καταλάβαινα λίγα λεπτά αργότερα.
Η Αννέτα ή Μαλάμω! Από τις γνωστές φιγούρες της Ομόνοιας, ευρέως γνωστή από τη συμμετοχή της σε ταινίες όπως Οι βλάχοι προτιμούν τραβεστί. «Γεια σου, μπέμπα» με χαιρέτησε όπως πάντα και μπούκαρε βιαστικά στην αίθουσα. Κάπνισα άλλο ένα τσιγάρο κι έπιασα κουβέντα με έναν Ρουμάνο, αλλά ήμουν και χορτασμένη από τον Λαρισαίο, ανταλλάξαμε τηλέφωνα για κάποια άλλη φορά.
Μπήκα κι εγώ στην αίθουσα, απέναντι η μεγάλη οθόνη έπαιζε hardcore, στάθηκα στην πόρτα και είδα να φωσφορίζουν μέσα στο σκοτάδι το πλατινέ μαλλί και οι λευκές γαλότσες της Αννέτας ή Μαλάμως, ήταν σκυμμένη προς τον τοίχο. Έπρεπε να κοιτάξω πολύ προσεχτικά για να διακρίνω τις σκιές μιας ουράς από άντρες, πέντε, μπορεί και έξι. Σε μια γωνιά το σκυλάκι της, δεμένο στο λουράκι του και φρόνιμο.
Πρώτη φορά συνειδητοποίησα γιατί διαφέρουμε τόσο πολύ οι γατογονείς και οι σκυλογονείς μεταξύ μας. Το σκυλάκι της περίμενε μέχρι να πάρει τους πρώτους πέντε στα όρθια, την περίμενε να κάνει ένα τσιγάρο και να πιει δύο γουλιές καφέ, κι έπειτα περίμενε να πάρει και άλλους δύο. «Μόνο πίπα όμως», τους είπε. Και δεν γάβγισε ούτε μία φορά. Καμία γάτα δεν θα είχε αυτή την υπομονή και αυτή την αυτοσυγκράτηση μέσα σε ένα σινεμά, πόσο μάλλον το αγρίμι η γάτα μου.
«Εσύ θα δώσεις ένα πενηντάρικο!» είπε προστακτικά η Αννέτα ή Μαλάμω σε έναν σαραντάρη με φόρμα εργασίας του ΟΤΕ. Για τους υπόλοιπους δεν νοιάστηκε, δεν είδε ούτε το πρόσωπό τους, δεν άκουσε ούτε τη φωνή τους, μόνο το «έχυσα» με ελληνική ή ελληνοαλβανική προφορά.
Αχ οι αυθόρμητες παρτούζες! Άλλο ένα προνόμιο που «κατάπιε» ο εξευγενισμός, οι κάμερες στις κολόνες και τα έξυπνα τηλέφωνα στο χέρι.
Ο Ρουμάνος μου είχε ήδη κάνει δέκα αναπάντητες για να μου δείξει ότι με θέλει. Βγαίνοντας από την αίθουσα, τον βρήκα να περιμένει στο χολ. Πόσο μου άρεσε που άκουγα τον Ρουμάνο να κατεβαίνει μαζί μου τις σκάλες και να μιλάει ρουμάνικα. Να φιλάει ρουμάνικα.
Όσο η βροχή δυνάμωνε, τόσο η Αγίου Κωνσταντίνου ερήμωνε. Κανείς δεν φιλάει όπως φιλούν οι Ρουμάνοι.