"Η ιατρική έρευνα σε συνδυασμό με την εξέλιξη της τεχνολογίας και η κλινική εφαρμογή τους είναι οι βασικοί παράγοντες που βοήθησαν καθοριστικά στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής του ανθρώπου" τόνισε ο ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, επίτιμος διευθυντής και επιστημονικός συνεργάτης του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου και διευθυντής Τομέως Καρδιάς-Αγγείων στο Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, Διονύσιος Κόκκινος, κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε διάλεξη του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας με θέμα «Η μεταφραστική έρευνα στη Δημόσια Υγεία».
Όπως σημείωσε ο κ. Κόκκινος, στην Αμερική, σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, από το 1970 έως το 2000, είχαμε αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά τρία χρόνια και αυτό οφείλεται σε δυο βασικούς λόγους: Στη βελτίωση της ποιότητας στην περίθαλψη και θεραπεία σε ποσοστό 50 έως 75% και στις αλλαγές στον τρόπο ζωής και πρόληψης σε ποσοστό 25 έως 50%.
Όπως ανέφερε ο καθηγητής, πριν από το 1700, το προσδόκιμο επιβίωσης του ανθρώπου αυξανόταν μόλις κατά ένα χρόνο σε διάστημα 10.000 χρόνων. Η εξέλιξη στον τομέα της έρευνας και η εφαρμογή των αποτελεσμάτων επιστημονικών μελετών αποτέλεσε τον «βατήρα» της εκτόξευσης, μέσα σε σχετικά πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε σχέση με το παρελθόν, στα σημερινά επίπεδα. Κατά τον ίδιο, η κλινική εφαρμογή των ερευνών συνέβαλε καθοριστικά στην αντιμετώπιση μολυσματικών και άλλων ασθενειών, αλλά, ταυτόχρονα και στην ταχύτερη θεραπεία των ανθρώπων.
Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, σήμερα, οι κύριες αιτίες θανάτου του ανθρώπου προέρχονται από τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τον καρκίνο και τα αναπνευστικά νοσήματα. Με βάση αυτά τα στοιχεία, το μεγάλο ενδιαφέρον της ιατρικής έρευνας στρέφεται στην αντιμετώπιση της υπέρτασης, του καπνίσματος, της δυσλιπιδαιμίας και της παχυσαρκίας.
Ο κ. Κόκκινος υποστήριξε ότι η ανάπτυξη της τηλεϊατρικής-τηλεφροντίδας, τα κλινικά πληροφορικά συστήματα, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο τα αμέσως επόμενα χρόνια στη βελτίωση της ποιότητας της υγείας του ανθρώπου. Ήδη, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη, οι παρεμβάσεις με τη βοήθεια της «ψηφιακής υγείας» μπορεί να μειώσουν μέχρι και 40% τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.