Twominutes Angie: H Πρωτοχρονιά μου στη Σεούλ με έρωτα, βουδιστές μοναχούς και πολύ σκόρδο

Twominutes Angie: H Πρωτοχρονιά μου στη Σεούλ με έρωτα, βουδιστές μοναχούς και πολύ σκόρδο Facebook Twitter
Τριγύρω μας, οι Κορεάτες βουδιστές έτρωγαν αμίλητοι, απόλυτα συγκεντρωμένοι στην τροφή τους, λίγη, νόστιμη και θρεπτική, και φεύγοντας έριχναν μια ματιά και σ’ εμάς κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, σαν να μας σέβονταν
0

Οι φίλοι μου έχουν βαρεθεί να ακούν την ιστορία αυτή, αλλά ο σύντροφός μου κι εγώ γελάμε πολύ κάθε φορά που τη θυμόμαστε, γελάμε με το «πώς ήμασταν τότε», αλλά και συγκινούμαστε με την πεποίθηση που είχαμε ότι η σωτηρία της ψυχής μας ήταν τότε προ θυρών.

Είχαμε γνωριστεί το καλοκαίρι του 1992 και παραμονές Πρωτοχρονιάς ήδη είχαμε αποφασίσει ότι είμαστε αδελφές ψυχές και –γιατί όχι;– να ζήσουμε μαζί στην… εξωτική (τουλάχιστον έτσι νόμιζα!) Σεούλ, τόπο εργασίας του.

Ακούς Κορέα, κοιτάς τον χάρτη, «κοντά» λες αχ! η Ταϊλάνδη, ω! το Βιετνάμ, ζέστη θα έχει, αλλά, φευ, όποιος δεν έχει νιώσει τον κορεάτικο χειμώνα δεν ξέρει τι θα πει κρύο, κοίτα πιο πάνω στον χάρτη ερωτευμένη ανόητη μικρή, να η παγωμένη Ρωσία καπέλο της!

Ποιος τρελά ερωτευμένος όμως νοιάστηκε ποτέ για παλτό και για σκουφιά, μελέτησε το κλίμα πριν από ένα ταξίδι ή βασίστηκε στις μετεωρολογικές προβλέψεις πριν φύγει στο όνομα του έρωτα, ποιος νοιάστηκε για αδιάβροχες μπότες με επένδυση γούνα; Όλοι απλώς φορέσαμε το καπελάκι μας στραβά και φύγαμε πετώντας στα σύννεφα, όχι;

Η Σεούλ το 1992 βρισκόταν στα απόνερα της δόξας των Ολυμπιακών Αγώνων του 1988 και ήταν τότε που οι πολυεθνικές εταιρείες τροφίμων, οι διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες και οι παγκόσμιες επενδύσεις ξεκινούσαν για να μετατραπεί αυτή η ιδιαίτερης ομορφιάς χώρα (δεν τη λες κούκλα όπως την Ελλάδα, αλλά έχει μερικά όμορφα μέρη) σε έναν ακόμη απρόσωπο τόπο, με την παραδοσιακή της κουζίνα από τα πρώτα θύματα.

Κάπνιζαν σαν τσιμινιέρες και έπιναν μέχρι τελικής πτώσεως, τραγουδούσαν και γλεντούσαν αγκαλιασμένοι στις γιορτές τους και τις Κυριακές σκαρφάλωναν στους τριγύρω λόφους της Σεούλ και έβγαζαν άναρθρες χαλαρωτικές κραυγές, για να συνεχίσουν να εργάζονται σκληρά όλη την ερχόμενη εβδομάδα

Τότε, το ρύζι, οι ρίζες, τα χόρτα, τα έντομα, τα ψάρια και τα ψαρικά αποτελούσαν τον κορμό της κορεάτικης κουζίνας, το λαστιχωτό τυρί σε φέτες, τα club sandwiches, τα αφράτα ψωμιά και τα burgers σερβίρονταν μόνο στην αμερικάνικη βάση στο κέντρο της πρωτεύουσας και σε ορισμένα μεγάλα ξενοδοχεία και μόνο το Hilton, θυμάμαι, είχε ένα ιταλικό εστιατόριο για όποιον λαχταρούσε καρμπονάρα και τιραμισού.

Οι Κορεάτες, κατά συνέπεια, έτρωγαν υγιεινά και κατά βάση χορτοφαγικά (ένεκα και του βουδιστικού τους παρελθόντος, που σιγά-σιγά έσβηνε, δίνοντας περισσότερο χώρο στον χριστιανισμό, αλλά και στον αθεϊσμό), κατανάλωναν ελάχιστα γαλακτοκομικά και γλυκά και γυμνάζονταν καθημερινά και με τρέλα.

Κάπνιζαν σαν τσιμινιέρες και έπιναν μέχρι τελικής πτώσεως, τραγουδούσαν και γλεντούσαν αγκαλιασμένοι στις γιορτές τους και τις Κυριακές σκαρφάλωναν στους τριγύρω λόφους της Σεούλ και έβγαζαν άναρθρες χαλαρωτικές κραυγές, για να συνεχίσουν να εργάζονται σκληρά όλη την ερχόμενη εβδομάδα – ο δυτικός τρόπος ζωής θέλει πολλά λεφτά και πολλές ώρες εργασίας. Η οικονομία ανθούσε με τις ξένες επενδύσεις, τις δυναμικές κορεάτικες αυτοκινητοβιομηχανίες και τις εταιρείες ηλεκτρονικών και, όπως είναι φυσικό, κάθε πολιτισμική έκφραση δεχόταν την πίεση της γοργά επερχόμενης παγκοσμιοποιημένης αγοράς και τρόπου ζωής.

Τα τρία χρόνια που μείναμε εκεί οι αλλαγές ήταν εντυπωσιακές και τα ράφια στα σούπερ μάρκετ, που αντικαθιστούσαν τις υπαίθριες αγορές, πλημμύριζαν τυποποιημένα προϊόντα γνωστών δυτικοευρωπαϊκών εταιρειών διατροφής, άγνωστα μέχρι τότε στους περισσότερους Κορεάτες, που με τη δύναμη της τηλεόρασης και των περιοδικών (μιλάμε για το 1992, π.Χ. μού φαίνεται!) έσπευδαν να τα αγοράσουν, αποκτώντας έτσι το φθηνότερο «εισιτήριο» για τον δυτικό τρόπο ζωής και διατροφής.

Φτάσαμε στη Σεούλ παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1993. Οι Κορεάτες είχαν αρχίσει εδώ και κάμποσα χρόνια να γιορτάζουν, εκτός από το δικό τους Νέο Έτος, το Hangul, που συμπίπτει ημερολογιακά με τo κινέζικο Νέο Έτος, και τη δυτική Πρωτοχρονιά, ψήνοντας πλέον γαλοπούλες και… πανετόνε και πίνοντας πανάκριβα ουίσκι, αντί να συνεχίζουν να ψιλοκόβουν και να τρώνε τις ριζούλες και τα φυλλαράκια των άγριων χόρτων, να ανοίγουν τα κιούπια με το σκορδάτο kimchi (μια πίκλα λάχανου και κόκκινου πιπεριού με ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΣΚΟΡΔΟ), να βράζουν τα ζωντανά καβούρια, τις γαρίδες και τα παστά μικρά ψαράκια τους, τα ψητά κρεατικά στο bulgogi (σαν γιαπωνέζικο τεπανιάκι), το κρασί από ρύζι, τα noodles, το αριστουργηματικό bibimbap και βέβαια τόνους νόστιμου ολόλευκου ρυζιού μαγειρεμένου στον ατμό.

Eμείς τότε ήμασταν ερωτευμένοι, αλλά πιο σφόδρα ερωτευμένοι με τον βουδισμό. Πηγαίναμε στο πανεπιστήμιο που λειτουργούσε μέσα στην αμερικάνικη βάση και παρακολουθούσαμε μαθήματα βουδιστικής φιλοσοφίας, διαβάζαμε αγκαλιά το Tibetan Book of Living and Dying, αναρωτιόμασταν τι είναι τελικά η ευτυχία αν όχι αυτό που ζούσαμε και επισκεπτόμασταν κορεάτικα τέμπλα σε όμορφα ψηλά βουνά και κήπους με μανόλιες που, θυμάμαι, φύτεψε ένας Αμερικανός μεταφραστής στον Κορεάτικο Πόλεμο, τότε που η Κορέα σκίστηκε στα δύο και πολλές οικογένειες μοιράστηκαν σε δύο κράτη, χάνοντας συγγενείς, μερικές φορές και τα ίδια τους τα παιδιά.

Ήμασταν αλλού!

Αισθανόμασταν τη θωπεία του βουδισμού, νιώθοντας ταυτόχρονα –ηθελημένα ή αθέλητα, αυτό ακόμα το συζητάμε– ακόμα πιο μακριά από τις «αναπτυγμένες» χώρες και τις μεταμοντέρνες κουλτούρες μας, που ήδη είχαν χάσει επαφή με το ανθρώπινο μέτρο και την ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής για μυθολογία, πίστη και φιλοσοφία. Σαν χαζό, λοιπόν, μπήκα κι εγώ στο πρώτο μου βουδιστικό –εννοείται χορτοφαγικό, αστειεύεσαι;– εστιατόριο, για να γιορτάσω την πρώτη μας παραμονή Πρωτοχρονιάς, κοιτώντας μαγεμένη τριγύρω μου και ρωτώντας τον σύντροφό μου (που μέτραγε ήδη τέσσερα χρόνια στην Ασία) χιλιάδες πράγματα για το ασιατικό φαγητό.

Twominutes Angie: H Πρωτοχρονιά μου στη Σεούλ με έρωτα, βουδιστές μοναχούς και πολύ σκόρδο Facebook Twitter

Χαζεύοντας τη λιτή μοναστηριακή διακόσμηση, ρωτούσα πώς λέμε στα κορεάτικα «ευχαριστώ» (γιατί ένιωθα να πω «ευχαριστώ» όταν έτρωγα αυτό το χορτοφαγικό φαγητό), πώς λέμε «παρακαλώ», «καλημέρα», αν οι ακρίδες που σέρβιραν στις υπαίθριες καντίνες είναι σαν να τρως τσιπς ή όχι, αν έχει δοκιμάσει φίδι στην Κίνα, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να κρατάς τα chopsticks για να απολαύσεις και τον τελευταίο κόκκο ρυζιού στο μπολ σου, δοξάζοντας έτσι τη φύση που το μεγάλωσε και τον αγρότη που το φρόντισε, αν θα φάει το σκορδάτο kimchi και, αν ναι, μόνο τότε να το φάω κι εγώ...

Οι Κορεάτες είχαν αρχίσει εδώ και κάμποσα χρόνια να γιορτάζουν, εκτός από το δικό τους Νέο Έτος, το Hangul, που συμπίπτει ημερολογιακά με τo κινέζικο Νέο Έτος, και τη δυτική Πρωτοχρονιά, ψήνοντας πλέον γαλοπούλες και... πανετόνε και πίνοντας πανάκριβα ουίσκι, αντί να συνεχίζουν να ψιλοκόβουν και να τρώνε τις ριζούλες και τα φυλλαράκια των άγριων χόρτων, να ανοίγουν τα κιούπια με το σκορδάτο kimchi ―μια πίκλα λάχανου και κόκκινου πιπεριού με πάρα πολύ σκόρδο

Καθίσαμε στο πάτωμα οκλαδόν, σε σκληρά λεπτά μεταξωτά μαξιλαράκια με κρόσσια από φαντεζί ροζ, κόκκινο και πράσινο, είπαμε μια μικρή προσευχή που ήταν ευγενικά γραμμένη και στα αγγλικά και με τρομερό τρακ ξεκινήσαμε να τρώμε κοιτάζοντας τριγύρω για να δούμε πώς τρώνε οι Κορεάτες (ναι, το αργό και ηδονικό ρέψιμο επιτρεπόταν τότε), πώς τιμούν το φαγητό τους (δεν πολυλογούν στο τραπέζι), πώς το απολαμβάνουν (καταβροχθίζοντάς το σχεδόν αμάσητο και ρουφώντας τα noodles τους!), για να το κάνουμε κι εμείς και να γίνουμε λίγο Kορεάτες, λίγο περισσότερο Kορεάτες και λιγότερο ηλίθιοι μιμητικοί καταναλωτές παχυντικών αμερικάνικων burgers και αφράτης ιταλικής πίτσας με εφτά κιλά πλαστικό τυρί λαστιχωτό, μήπως κι έτσι σώσουμε όχι μόνο το κορμί μας από βέβαιο θάνατο αλλά και την ψυχή μας από μυριάδες ανεκπλήρωτες μετεμψυχώσεις.

Τριγύρω μας, οι Κορεάτες βουδιστές έτρωγαν αμίλητοι, απόλυτα συγκεντρωμένοι στην τροφή τους, λίγη, νόστιμη και θρεπτική, και φεύγοντας έριχναν μια ματιά και σ’ εμάς κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, σαν να μας σέβονταν – μη μας σέβεστε, μη μας σέβεστε καθόλου, ήθελα να τους πω, εμείς σας σεβόμαστε που τρώτε ρίζες και βγάζετε άναρθρες χαλαρωτικές κραυγές και ελπίζετε στην ένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα και στη μετεμψύχωση, είσαι σίγουρος ότι θέλεις να επιστρέψεις σαν δελφίνι στην επόμενη ζωή σου, αγάπη μου;

Εμείς την πατήσαμε, ήθελα να τους ομολογήσω, μη μας σέβεστε καθόλου, μην την πατήσετε κι εσείς, να συνεχίσετε να πηγαίνετε για ψάρεμα και να συλλέγετε άγριες ρίζες, να μη γίνετε χοντροί και άρρωστοι και μαλθακοί αλλά να μείνετε, αν και κοντούληδες, δυνατοί, ευλύγιστοι και υγιείς, και το φαγητό σας να μείνει μέρος μιας ιεροτελεστίας, της πιο απλής καθημερινής ιεροτελεστίας εδώ και εκατομμύρια fucking χρόνια και όχι μανία, τηλεοπτικός διαγωνισμός και κύρια αιτία για τον διαβήτη τύπου Β.

Δεν τα έφαγα όλα εκείνη την παραμονή (θα δοκίμαζα τα περισσότερα στο εγγύς μέλλον, σε σημείο που το άρωμα του σκόρδου από το πολύ kimchi δεν θα με ενοχλούσε πια, ούτε νωρίς το πρωί στο ασανσέρ για τη δουλειά), αλλά τα δοκίμασα όλα, ναι, και τις τραγανές ακρίδες στις τριγύρω χώρες. Εννοείται ότι εκείνο το βράδυ ζήτησα και δεύτερο μπολ με ρύζι. Εννοείται ότι το επόμενο πρωί κάναμε ομελέτα με αυγά και τυρί γκούντα που είχαμε προμηθευτεί στο αεροδρόμιο φεύγοντας μέσω Άμστερνταμ – ο δικός μας βουδισμός ήταν όπως ήταν τότε και η Σεούλ, ένα κράμα που σε λίγο δεν θα έκανε πια νόημα, κράμα ενός κόσμου που επί χιλιετίες ήξερε τι κάνει καλό στον άνθρωπο και τι τον κάνει ευτυχισμένο, αλλά με μια ηλίθια προσδοκία ήθελε να πάει εκεί, εκεί όπου το φαγητό δεν κάνει πια κανένα νόημα, είτε στη Δύση, είτε στην Ανατολή, είτε στη Σεούλ, αρχής γενομένης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1993 (π.Χ.).

Angelina Kalogeropoulou, food blogger and writer, www.twominutesangie.com

Ταξίδια
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δεμάτι κάλεσμα

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η καθημερινότητα δεν είναι σχεδόν ποτέ ίδια στο βουνό»

Ο Βασίλης Νάκκας, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ΚοινΣΕπ «Τα Ψηλά Βουνά», απευθύνει πρόσκληση σε όσους θέλουν να ζήσουν και να εργαστούν στο Δεμάτι Ζαγορίου, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη των ορεινών κοινοτήτων.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT
Τρεις φίλοι από την Αθήνα δημιούργησαν μια μικρή, αυτάρκη κοινότητα στην Αιτωλοακαρνανία, έναν ζωντανό πυρήνα ανθρώπων που ζουν και εργάζονται με τη φύση αναζωογονώντας την τοπική κοινωνία

Γειτονιές της Ελλάδας / «Είναι ωραίο να μη γυρίζουν όλα γύρω από τα λεφτά»

Τρεις Αθηναίοι δημιούργησαν το Yamochori, μια μικρή, αυτάρκη κοινότητα στην Αιτωλοακαρνανία – έναν ζωντανό πυρήνα ανθρώπων που ζουν και εργάζονται με τη φύση, οργανώνοντας δράσεις και αναζωογονώντας την τοπική κοινωνία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
48 ώρες στη Λάρισα

Ταξίδια / 48 ώρες στη Λάρισα

Από τα αρχαία θέατρα που κρύβονται στο κέντρο της, μέχρι το καλλιτεχνικό χωριό της που ζωντανεύει κάτω από τον ήλιο, η πόλη αυτή δεν είναι απλώς μια ενδιάμεση στάση προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά προσφέρει πολλά μαζί με το τσίπουρο Τυρνάβου και τον χαλβά Φαρσάλων.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
«Οι άνθρωποι του χωριού είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι. Επέλεξα να ζήσω ανάμεσά τους και όχι σε παλάτια. Κοντά τους όμως νιώθω βασιλιάς».

Γειτονιές της Ελλάδας / «Ζώντας κοντά στους ανθρώπους του χωριού νιώθω βασιλιάς»

Ο Νίκος Πατερέκας μετακόμισε ξαφνικά στη Νέα Αβόρανη, έγινε αγρότης και, αν και κάποια αγαπημένα του πρόσωπα μπορεί να μην τον στήριξαν σε αυτή την απόφαση, πορεύεται με οδηγό την υπόσχεση που έδωσε όταν έχασε τους παππούδες του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
48 ώρες στον Βόλο

Ταξίδια / 48 ώρες στον Βόλο

Από ένα έργο του Πικιώνη και ένα ιστορικό κινηματοθέατρο μέχρι τα παραδοσιακά τσιπουράδικα και τα βιομηχανικά μνημεία, ο Βόλος αποκαλύπτει την πολυπολιτισμική του κληρονομιά. Εδώ, το παλιό συναντά το νέο, με την παραλία και τα Παλαιά να είναι μόνο η αρχή για μια συναρπαστική εξερεύνηση.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
«Η ψυχική ισορροπία που κερδίζεις φεύγοντας από την Αθήνα σου ανοίγει ορίζοντες»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η ψυχική ισορροπία που κερδίζεις φεύγοντας από την Αθήνα σου ανοίγει ορίζοντες»

Η Χαρά Δελή άφησε τη δουλειά της ως πολιτικός μηχανικός στην Αθήνα για να ζήσει από τη σαπωνοποιία στην Τρίπολη. Αν και η μετάβαση δεν ήταν εύκολη, τώρα δεν φαντάζεται τη ζωή της χωρίς τον χρόνο που απέκτησε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Το καφέ του Wes Anderson, τo δεινοσαυράκι του Duomo κι άλλες 8 στάσεις σ’ ένα τριήμερο στο Μιλάνο

Ηχητικά Άρθρα / Το καφέ του Wes Anderson, τo δεινοσαυράκι του Duomo κι άλλες 8 στάσεις σ’ ένα τριήμερο στο Μιλάνο

Το Μιλάνο μπορεί να έχει μια απωθητική μουσολινική αισθητική στα κτίρια και τον χειρότερο κόσμο που μπορείς να συναντήσεις σε κέντρο πόλης, αλλά δεν είναι ούτε άσχημο, ούτε αδιάφορο.
M. HULOT
«Βγαίνεις ένα χειμωνιάτικο πρωινό από το σπίτι σου, ο ήλιος ανατέλλει και οι χιονισμένες βουνοκορφές βάφονται ροζ. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από τη ζωή»;

Ταξίδια / «Στη Μαντίνεια οι μέρες γεμίζουν με πράγματα που έχουν πραγματική αξία και νόημα»

Όταν ένιωσε ότι ο χρόνος στην Αθήνα φεύγει χωρίς να τον αντιλαμβάνεται, η Μαριλένα Παναγοπούλου επέστρεψε στο χωριό της, αφοσιώθηκε στο κρασί και απολαμβάνει πια τη ζωή σε έναν τόπο όπου ο ήλιος ανατέλλει και οι χιονισμένες βουνοκορφές βάφονται ροζ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
«Τα Άγραφα είναι ό,τι πιο ατόφιο και αληθινό έχει απομείνει στην Ελλάδα»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Τα Άγραφα είναι ό,τι πιο ατόφιο και αληθινό έχει απομείνει στην Ελλάδα»

Πριν από πέντε χρόνια και μέσα σε μόλις τρεις μέρες, η Βασιλική Κοϊμτζίδου επέλεξε να ζήσει στο ορεινό Πετρίλο που μετρά δέκα μόνιμους κατοίκους και προσπαθεί να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να τολμήσουν να κατοικήσουν και άλλοι νέοι στο χωριό.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η Ελένη Τσομπανίδου γύρισε στο χωριό της, τα Δίκαια του Έβρου και βρήκε αυτό που έψαχνε χρόνια στο εξωτερικό

Γειτονιές της Ελλάδας / «Σε ένα χωριό με εκατό ανθρώπους, μπορείς να κάνεις τη διαφορά πιο εύκολα»

Αφήνοντας πίσω της τη ζωή στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, η Ελένη Τσομπανίδου επέστρεψε στα Δίκαια Έβρου και ζωντανεύει ανενεργούς χώρους μέσα από την τέχνη και τη συνεργασία με την τοπική κοινότητα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Οικοτοπία: Η νέα πρωτοβουλία αναβίωσης του Καλοχωρίου στην Ήπειρο δείχνει τον δρόμο για την αναζωογόνηση και άλλων ορεινών χωριών σε όλη την Ελλάδα

Γειτονιές της Ελλάδας / «Θα βάλουμε τα δυνατά μας να αναζωογονήσουμε το Καλοχώρι»

Με ένα συνεργατικό καφενείο και με οργανικά μποστάνια, αναβαθμίζοντας μονοπάτια και ανακαινίζοντας πέτρινες κατοικίες, μια μικρή ομάδα φιλοδοξεί να ξαναζωντανέψει το καταπράσινο χωριό της Ηπείρου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
«Αν σταθείς ήσυχος στο δάσος, θ' ακούσεις τους ψιθύρους των δέντρων»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Αν σταθείς ήσυχος στο δάσος, θ' ακούσεις τους ψιθύρους των δέντρων»

Έπειτα από μια ανάβαση στο φαράγγι του Ανθοχωρίου, ο Χρήστος Αθανασιάδης ανακάλυψε το ησυχαστήριό του, ένα πετρόχτιστο κονάκι χωρίς ρεύμα, και άφησε πίσω του την Αθήνα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ