Η πυρετώδης προετοιμασία για την έκθεση «Πλόες, από τη Σιδώνα στη Χουέλβα» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης το 2003 δεν άφηνε περιθώρια χρονικά για την επίσκεψή μου στα 92 μουσεία της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής ώστε να συλλεγούν οι αρχαιότητες για την έκθεση, η προετοιμασία της οποίας είχε ξεκινήσει από το 1998.
Τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Κρήτης με τραβούσαν όλο το διάστημα στην Κρήτη και οι ανασκαφές στην Ελεύθερνα τα καλοκαίρια. Το χρονικό διάστημα που απέμενε για επισκέψεις ήταν οι διακοπές τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.
Οι νιφάδες πύκνωναν, ο δρόμος γινόταν δυσκολότερος. Βέβαια, η μαγεία της χιονισμένης φύσης ήταν απερίγραπτη, μοναδική. Καταλάβαμε όμως ότι έπρεπε να φθάσουμε στο Ερζερούμ πάση θυσία, αφού ήταν αδύνατο να φθάσουμε στο χιονοδρομικό κέντρο έξω από αυτό, όπου είχαμε αποφασίσει να διανυκτερεύσουμε. Αγώνας δρόμου, αγωνία, άγνωστος τόπος και η νύχτα να καταπίνει τη μέρα.
Έτσι, αποφασίσαμε μια μικρή ομάδα να πάμε μετά τα Χριστούγεννα το 2000 στο Μουσείο των Ανατολικών Πολιτισμών στην Άγκυρα για τις συνεννοήσεις. Ωστόσο, παρά το τσουχτερό κρύο, θελήσαμε να δούμε και την πρωτεύουσα των Χετταίων, τη Χατούσα (Bogazkoy), στο εξαιρετικό πλατό ανατολικά της Άγκυρας. Δηλαδή γιορτές σ' ένα πανέμορφο τοπίο, με τα τείχη που μοιάζουν μυκηναϊκά, με τα ανάγλυφα στις πύλες και στους βράχους της περιοχής.
Ωστόσο, με την ηλιοφάνεια που επικρατούσε και μολονότι πλησίαζε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 21ου αιώνα, αποφασίσαμε να μην επιστρέψουμε στην Άγκυρα αλλά να πάμε όσον το δυνατόν πιο κοντά στους πρόποδες του Αραράτ.
Στη διαδρομή προς το Ερζερούμ συννέφιασε και οι σταγόνες πάγωναν στα τζάμια του μικρού βαν. Άρχιζε η χιονοθύελλα κι εμείς τραβούσαμε ανατολικά, που σημαίνει πιο πολύ σκοτάδι, καθώς πηγαίναμε σε αντίθετη φορά με τη δύση του ηλίου.
Οι νιφάδες πύκνωναν, ο δρόμος γινόταν δυσκολότερος. Βέβαια, η μαγεία της χιονισμένης φύσης ήταν απερίγραπτη, μοναδική. Καταλάβαμε όμως ότι έπρεπε να φθάσουμε στο Ερζερούμ πάση θυσία, αφού ήταν αδύνατο να φθάσουμε στο χιονοδρομικό κέντρο έξω από αυτό, όπου είχαμε αποφασίσει να διανυκτερεύσουμε. Αγώνας δρόμου, αγωνία, άγνωστος τόπος και η νύχτα να καταπίνει τη μέρα.
Μπήκαμε στην πόλη και αισθανθήκαμε αγαλλίαση. Κατορθώσαμε να βρούμε ξενοδοχείο και, ω του θαύματος, εκεί που θεωρούσαμε ότι θα ήταν μια παγωμένη Πρωτοχρονιά, λίγο πιο πέρα υπήρχε, μας είπαν, ένα κέντρο για ρεβεγιόν. Μη έχοντας τι άλλο να κάνουμε προχωρήσαμε προς τα κει για να υποδεχτούμε τον νέο χρόνο και τη νέα χιλιετία.
Απορώντας που δεν βλέπαμε κτίριο, μας οδήγησαν σε ένα «εστιατόριο» με δερμάτινες σκηνές και χαλιά, λασπωμένα στην είσοδο, αλλά πιο μέσα κάθε παρέα είχε τον δικό της χώρο... για φαγητό επί του εδάφους. Μαξιλάρια, βελέντζες, ξύλινα σκαμνιά, σοφράδες και ανατολίτικη μουσική αλλά και τα εδέσματα −πιλάφι, κοπτόν κρέας, σαλάτες− και τα ποτά ζέσταναν τη βραδιά και το καλωσόρισμα του νέου χρόνου.
Την επομένη, Πρωτοχρονιά, κατορθώσαμε να πάμε στο χιονοδρομικό κέντρο. Και μόνο το απαστράπτον λευκό των βουνών στους πρόποδες του Αραράτ άξιζε για την Πρωτοχρονιά της νέας χιλιετίας.
_____________
Ο Νίκος Σταμπολίδης είναι διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
σχόλια