Το μάζεμα της σταφίδας
Κείμενο - φωτογραφίες: Λίνα Παπαδιώτη
Κάθε Αύγουστο αρχίζει ο τρύγος και τα χωριά του Αιγίου πλημμυρίζουν από το άρωμα της σταφίδας που απλώνεται στ' αλώνια. Η δουλειά ξεκινά μόλις χαράξει για να προλάβουν τη δροσιά και τελειώνει το μεσημέρι, όταν ο ήλιος έχει πια ζεστάνει το νερό στα παγούρια των εργατών. Εκείνοι, εγκάρδιοι κι ακούραστοι, όλη τη μέρα κόβουν σταφίδες γεμίζοντας τα κοφίνια κι έπειτα τα φορτώνονται στον ώμο επιδέξια για να τις κουβαλήσουν ως το αλώνι όπου θα αποξηρανθούν. Συχνά τους ακούς να τραγουδουν παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας τους ανά παρέες και η πλαγιά όπου δουλεύουν όλοι μαζί θυμίζει πολυφωνική γιορτή.
Για τους αγρότες ο τρύγος είναι πια μια ρουτίνα και λιγάκι πονοκέφαλος, μιας και η τιμή της μαύρης σταφίδας έχει πέσει
σημαντικά και τις τελευταίες χρονιές βγάζουν ίσα ίσα τα έξοδα της φροντίδας της. Ξέρουν καλά τη δουλειά, πήραν τη σκυτάλη
απ΄τους προγόνους τους και δουλεύουν μεθοδικά. Τρέμουν τις ξαφνικές μπόρες, παρακολουθούν πιστά το δελτίο καιρού και είναι πάντα σε ετοιμότητα. Τρέχουν και σκεπάζουν με πλαστικά πανιά τα αλώνια, να μη βραχούν οι απλωμένες σταφίδες και πάει ο κόπος τους χαμένος. Σε ολόκληρη τη διαδικασία― στον τρύγο, στο άπλωμα, στο καθάρισμα με τις τσουγκράνες από τα κοτσάνια ("τσίγκανα") και στην τελική πια συλλογή της για το κοσκίνισμα στη "μάκινα" (μια εκκωφαντική μηχανή που επιλέγει τις ρώγες με το σωστό εμπορεύσιμο μέγεθος)― παρατηρούσα συγκινημένη τον άνθρωπο να γίνεται ένα με τη γη. Τη σημασία της διαρκής τους συνομιλίας και την ανταπόδωση της έγνοιάς του με τον πολύτιμο καρπό της.
Αν βρεθείτε κοντά στο Αίγιο κάποιο καλοκαίρι, μη χάσετε την ευκαιρία. Με πιθανή αφορμή και τα Οινοξένεια (θεσμός που περιέχει δραστηριότητες ώστε να ξεναγηθεί ο κόσμος στον τόπο και στις γεύσεις του), επιλέξτε μια διαδρομή στις πλαγιές της Αιγιάλειας με τα διάσπαρτα λινά, τα σπίτια που διαμένουν οι αγρότες καθ' όλη τη συγκομιδή της σταφίδας. Αφήστε το μάτι σας να πλανηθεί στο τοπίο και ίσως συμφωνήσετε κι εσείς ότι μοιάζει με την Τοσκάνη, ότι υπάρχουν περισσότερες αποχρώσεις πράσινου απ' όσες νομίζατε, ότι ο ήλιος λάμπει αλλιώς σ' αυτό τον ευλογημένο τόπο κι ότι η διάχυτη μυρωδιά της σταφίδας είναι εθιστική!
"...Τη μέρα κείνη, της Κοίμησης της Παναγίας, 15 Αυγούστου, οι εργάτες δε δούλευαν κι ο πατέρας μου κάθονταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε. Είχαν έρθει γύρα οι γειτόνοι, που είχαν απλώσει κι αυτοί τη σταφίδα τους, κάπνιζαν πλάι στον πατέρα μου, αμίλητοι. Φαίνονταν στενοχωρημένοι. Όλοι είχαν καρφώσει τα μάτια σ' ένα συννεφάκι που 'χε προβάλει στον ουρανό, κατασκότεινο, βουβό, και προχωρούσε. Είχα καθίσει κι εγώ κοντά στον πατέρα μου και κοίταζα το σύννεφο. Μου άρεσε, σκούρο, μολυβί, χνουδάτο, κι ολοένα μεγάλωνε, άλλαζε πρόσωπο και κορμί, πότε σα γεμάτο ασκί, πότε σα μαυροφτέρουγο όρνιο και πότε σαν τον ελέφαντα που είχα δει σε ζωγραφιά, κουνούσε την προβοσκίδα του κι έψαχνε ν' αγγίξει κάτω τη γης. Αεράκι χλιαρό φύσηξε, τα φύλλα της ελιάς ανατρίχιασαν. Ένας γείτονας πετάχτηκε όρθιος, άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.
–Ανάθεμά το, μουρμούρισε, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!
–Δάγκασε τη γλώσσα σου, του 'καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος, δε θα το αφήσει η Παναγία, σήμερα είναι η χάρη της.
Ο πατέρας μου έγρουξε, μα δεν έβγαλε άχνα, πίστευε στην Παναγιά, μα δεν πίστευε πως η Παναγιά μπορεί να κουμαντάρει τα σύννεφα.
Εκεί που μιλούσαν, ο ουρανός σκεπάστηκε, οι πρώτες στάλες, χοντρές, ζεστές, άρχισαν να πέφτουν. Τα σύννεφα χαμήλωσαν, κίτρινες βουβές αστραπές καταξέσκιζαν τον ουρανό.
–Παναγιά μου, φώναξαν οι γειτόνοι, βοήθεια!
Όλοι πετάχτηκαν απάνω, κατασκόρπισαν, καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του, όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς. Κι ως έτρεχαν, ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας, κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα, ξέσπασε η μπόρα. Γέμισαν τα αυλάκια, πήραν να τρέχουν οι δρόμοι σαν ποταμοί, φωνές ακούστηκαν γοερές από το κάθε αμπέλι.
Ξέφυγα από το σπιτάκι, έτρεξα μέσα στη νεροποντή, παράξενη χαρά με είχε συνεπάρει, σα μεθύσι.
Είχα φτάσει ως το δρόμο, δεν μπόρεσα να τον περάσω, ήταν ποταμός, και στάθηκα και κοίταζα: μαζί με τα νερά κυλούσαν αγκαλιές αγκαλιές τα μισοξεραμένα σταφύλια, ο μόχτος της χρονιάς, έτρεχαν κατά τη θάλασσα και χάνουνταν. Ο θρήνος δυνάμωνε, μερικές γυναίκες είχαν χωθεί ως τα γόνατα μέσα στο νερό και μάχονταν να περισώσουν λίγη σταφίδα, άλλες όρθιες στην άκρη του δρόμου, είχαν βγάλει τις μπολίδες τους και συρομαδιούνταν.
Είχα γίνει μουσκίδι ως το κόκαλο, πήρα δρόμο κατά το σπιτάκι και μάχουμουν να κρύψω τη χαρά μου, βιαζόμουν να δω τι θα 'κανε ο πατέρας μου, θα 'κλαιγε, θα βλαστημούσε, θα φώναζε; Περνώντας από τον οψιγιά είδα πως όλη μας η σταφίδα είχε φύγει.
Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι, ακίνητος, και δάγκανε τα μουστάκια του. Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.
–Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας!
–Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε, σώπα!
Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη, θαρρώ μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου μεγάλο μάθημα. Αναθυμόμουν τον πατέρα μου ήσυχο, ασάλευτο, να στέκεται στο κατώφλι, μήτε βλαστημούσε μήτε παρακαλούσε μήτε έκλαιγε. Ασάλευτος κοίταζε τον όλεθρο κι έσωζε, μόνος αυτός, ανάμεσα σ' όλους τους γειτόνους, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου."
Νίκος Καζαντζάκης,
"Ένα συννεφάκι το Δεκαπενταύγουστο"
(απόσπασμα, Δ' κεφάλαιο, "Αναφορά στον Γκρέκο" | 1961)
[ *έγρουξε (γρούζω): γόγγυξε
*τις μπολίδες τους (η μπολίδα): τα τσεμπέρια τους, τα μαντίλια που έδεναν στο κεφάλι
*συρομαδιούνταν (συρομαδιέμαι): τραβούσαν τα μαλλιά τους
*μάχουμουν (μάχουμαι, μάχομαι): προσπαθούσα
*οψιγιάς: ο χώρος όπου απλωνόταν η σταφίδα]