Ο κοινωνιολόγος Denis Colombi αποσυνθέτει σε ένα συναρπαστικό βιβλίο την συχνά ηθικολογική ή κριτική μας ματιά πάνω στα έξοδα των λιγότερο ευκατάστατων τάξεων. Αποδεικνύει ότι ο τρόπος διαχείρισης αυτών των χρημάτων δεν στερείται λογικής.
Υπήρξε η "επίπεδη οθόνη", και τώρα έχουμε τα "επώνυμα αθλητικά παπούτσια" ή "το iPhone 11". Αντικείμενα που περιττεύουν, που πάντα περιττεύουν, επειδή ανήκουν στους φτωχούς. Η συλλογική ματιά πάνω στον τρόπο με τον οποίο οι λιγότερο εύπορες τάξεις του πληθυσμού ξοδεύουν τα χρήματά τους είναι άμεσα κριτική, ακόμη και ηθικολογική.
Κοροϊδεύουμε τις "εξεγέρσεις της Nutella" του 2018, παρατηρούμε με αυστηρό ύφος τις δαπάνες για ρούχα ή τσιγάρα, μας είναι αδύνατο να καταλάβουμε τις προτεραιότητες που προβάλλονται. Οι οποίες μπορεί να φαίνονται παράλογες, αλλά έχουν σε μεγάλο βαθμό μία δόση λογικής.
'Ολη η αξία του πρόσφατου και συναρπαστικού βιβλίου του Denis Colombi, κοινωνιολόγου και καθηγητή, Où va l'argent des pauvres (Πού πηγαίνουν τα χρήματα των φτωχών, εκδ. Payot, 352 σελίδες), συνίσταται στην επισήμανση και στην εξήγηση αυτής της ορθολογικότητας. [...]
Dan Israel
Mediapart, 05.03.2020
Μα πού πηγαίνουν τα χρήματα των φτωχών;
Denis Colombi
Blog Une heure de peine, 30.07.2017
*
Ο προϋπολογισμός των φτωχών βρίσκεται και πάλι υπό εξέταση. Μόλις ανακοινώθηκε η μείωση κατά 5 € του ποσού των APL (στεγαστική βοήθεια), δεν έλειψαν τα σχόλια σχετικά με τα χρήματα των φτωχότερων: επιπλήξεις προς αυτούς που είχαν το θράσος να παραπονιούνται, ή καλές συμβουλές - "δεν είναι παραπάνω από ένα πάκετο τσιγάρα ή πέντε μπαγκέτες"- ή και ακόμα και επιθέσεις του τύπου "έχουν όμως ήδη Iphone!". Τα χρήματα των φτωχών είναι ένα δημόσιο πρόβλημα: ο καθένας έχει να πει και μια γνώμη επ' αυτού ... Μόνο οι κύριοι ενδιαφερόμενοι φαίνεται να αποκλείονται από τη συζήτηση ... Αυτό συμβαίνει επειδή υπήρχε πάντα η υπόνοια ότι τα χρησιμοποιούν με λάθος τρόπο, ότι είναι φτωχοί ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, επειδή έχουν έξοδα που θα μπορούσαν εύκολα να αποφύγουν, άν ήθελαν πραγματικά να τα καταφέρουν, άν είχαν μια πραγματική κουλτούρα αληθινών winners, κι αν, στο τέλος τέλος, δεν ήταν και κάπως άξιοι της μοίρας τους. Υπάρχει μία δόση αλήθειας σε όλα αυτά: άν οι φτωχοί είναι φτωχοί, είναι πράγματι, τουλάχιστον εν μέρει, επειδή το εισόδημά τους ξοδεύεται υπερβολικά, με έναν τρόπο που τους εγκλωβίζει στην επισφαλή τους κατάσταση. Το ζήτημα είναι επομένως σημαντικό. Χωρίς να αναφερθώ σε μια διεξοδική ανάλυση του προϋπολογισμού των πιο εύθραυστων νοικοκυριών, θα ήθελα να δώσω ορισμένα απαντητικά στοιχεία που πολύ συχνά αγνοούνται όσον αφορά το ερώτημα "τι κάνουν οι φτωχοί με τα χρήματά τους;", ξεκινώντας ιδίως από ένα από τα φετεινά βραβεία Pulitzer, το Evicted του κοινωνιολόγου Matthew Desmond.
Τι τα κάνουν λοιπόν οι φτωχοί τα χρήματά τους; Φυσικά υπάρχουν προφανείς απαντήσεις: καταναλώνουν, αγοράζουν τρόφιμα, ρούχα, πληρώνουν τους λογαριασμούς τους, το ενοίκιό τους κ.λπ. Γνωρίζουμε ότι καταναλώνουν σχετικά περισσότερο από τους άλλους, η τάση για αποταμίευση αυξάνεται με το εισόδημα (η τάση για κατανάλωση συνεπώς, λογικά, μειώνεται). Αυτό σημαίνει, ειδικότερα, ότι επιβαρύνσεις όπως ο μη προοδευτικός ΦΠΑ, πλήττουν περισσότερο (σχετικά) τους ίδιους παρά τους πιο ευκατάστατους. Εξαιτίας των δημοσιονομικών περιορισμών - εδώ μιλάει μέσα μου ο οικονομολόγος - στερούνται και δυσκολεύονται να αποταμιεύουν. Όλο αυτό αναμφίβολα θα αποτελέσει αντικείμενο μιας συναίνεσης. Πέρα από αυτές τις λίγες κοινοτοπίες, κάθε συζήτηση σχετικά με τα μικρά εισοδήματα γίνεται ξαφνικά πιο περίπλοκη.
Επειδή, τελικά, αν το ήθελαν, θα μπορούσαν να κάνουν μια προσπάθεια και να αποταμιεύουν, αλλοίμονο! Θα μπορούσαν να στερηθούν λίγο περισσότερο, θα μπορούσαν να είναι προσεκτικοί, θα μπορούσαν να κάνουν εκείνο και το άλλο, και να βγουν από τη φτώχεια τους. Απόδειξη είναι ότι ο καλύτερος φίλος του γαμπρού του συναδέλφου μου γνωρίζει κάποιον του οποίου η αδερφή άκουσε την ιστορία μιας φτωχής οικογένειας που τα κατάφερε και ξέφυγε, οπότε μην μου πείτε ότι αυτό δεν συμβαίνει. Να τι ακούμε τόσο συχνά. Και τότε επισημαίνονται οι περιττές, υπέρμετρες ή απλώς ηθικά καταδικάσιμες χρήσεις των χρημάτων των φτωχών: από την επίπεδη οθόνη ως το smartphone, τα αθλητικά παπούτσια, τα κεράσματα στο καφενείο, το πακέτο τσιγάρων, το χόρτο ή ακόμα και τα δώρα στα παιδιά - δώρα που θα κατηγορηθούν πάλι οι ίδιοι ότι δεν κάνουν, γιατί η συνέπεια δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Απέναντι σε έναν τέτοιο λόγο, προσπαθούμε συνήθως να δείξουμε ότι αυτές οι φαινομενικά παράλογες δαπάνες δεν είναι και τόσο πολύ παράλογες. Πάρτε το παράδειγμα του smartphone και άλλων ανάλογων προϊόντων: μπορείς πλέον να αποκτήσεις παλιά μοντέλα με χαμηλότερο κόστος ή ακόμα κι αν ψάχνεις για υπολογιστή ή για tablet, να το βρεις στους σκουπιδοντενεκέδες των μεγάλων εταιρειών της Défense [περιοχή του Παρισιού με ουρανοξύστες και πολυτελή γραφεία -σ.σ.]. Είναι επίσης ένα αντικείμενο που δύσκολα μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτό, ειδικά όταν πρόκειται για τη μόνη σύνδεση στο Διαδίκτυο που μπορούμε να έχουμε, μέσω δωρεάν Wi-Fi. Εργαλείο υποστηρικτικό των σχέσεων, τρόπος πληροφόρησης, μέσο επικοινωνίας με ολοένα και πιο άϋλες διοικήσεις ... Το smartphone, όπως και πολλά άλλα πράγματα, είναι ένα ψεύτικο περιττό κόστος.
Ωστόσο, το να εξυψώνουμε τους φτωχούς σε μοντέλα αρετής που υποτίθεται ότι απλά παρεξηγούνται από τις ελαφρώς αυτάρεσκες μεσαίες και ανώτερες τάξεις είναι ένας περιορισμένος επιχειρηματολογικός τρόπος. Αν εξετάσουμε έναν οποιοδήποτε προϋπολογισμό, μπορούμε πάντα να βρούμε περιττά πράγματα, άχρηστα πράγματα που θα μπορούσαν να μην μας λείπουν. Οι φτωχότεροι δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα: δεν είναι άγιοι που διαχειρίζονται άψογα τα χρήματά τους. Στην εθνογραφία των εξώσεων στο Milwaukke, ο Matthew Desmond αρνείται ακριβώς να αγνοήσει αυτά τα προβλήματα: "υπάρχουν δύο τρόποι απανθρωποποίησης των ανθρώπων", σημειώνει, "είτε να τους αρνείσαι κάθε αρετή, είτε να τους απαλάσσεις από κάθε αμαρτία" ("There are two ways to dehumanize : the first is to strip people all virtue, the second is to cleanse them of all sin", σελ. 378). Αναφέρει ως προς αυτό την περίπτωση της Larraine: έχοντας υποστεί πρόσφατα μία έξωση, ζει με τον αδερφό της σε τροχόσπιτο, ωστόσο αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τα κουπόνια της (food stamps) για να κάνει ένα λουκούλλειο γεύμα με αστακούς, καβούρια και τάρτα λεμονιού. Σε ένα μόνο γεύμα, ξοδεύει όλο το επισιτιστικό της βοήθημα. Αγοράζει επίσης μια μεγάλη καινούργια τηλεόραση ή ακριβές κρέμες και αρνείται να πουλήσει τα κοσμήματά της, ακόμη κι αν η αξία τους θα της επέτρεπε να πληρώσει το ενοίκιό της και να αποφύγει να βρεθεί στον δρόμο. Περιττό να αρνηθούμε ότι υπάρχουν τέτοιες καταστάσεις, ότι τα ολοκαίνουργια αθλητικά παπούτσια ή το πιο πρόσφατο smartphone δεν αποκτήθηκαν πάντα με μικρό κόστος και από απόλυτη ανάγκη. Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοηθούν και να εξηγηθούν τέτοια έξοδα. Ας μου επιτραπεί να μεταφράσω αυτά που λέει σχετικά ο Matthew Desmond:
[Για πολλούς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένης της κόρης της], η Larraine είναι φτωχή επειδή πετάει τα χρήματά της από το παράθυρο. Όμως το αντίστροφο είναι πολύ πιο αληθές: Η Larraine πετάει τα χρήματά της από το παράθυρο επειδή είναι φτωχή.
Πριν από την έξωσή της, απέμεναν στην Larraine μόνο 164 $ μετά την πληρωμή του ενοικίου της. Θα μπορούσε να είχε βάλει λίγα στην άκρη, περικόπτωντας την καλωδιακή συνδρομή και τα ψώνια στο Walmart. Αν η Larraine είχε καταφέρει να εξοικονομήσει 50 $ κάθε μήνα, περίπου το ένα τρίτο του εισοδήματός της μετά την πληρωμή του ενοικίου, θα είχε 600 $ στο τέλος της χρονιάς - αρκετά για να καλύψει το ενοίκιο ενός μήνα. Αυτό όμως θα συνεπαγόταν πολύ μεγάλες θυσίες, αφού μερικές φορές θα έπρεπε να στερηθεί πράγματα όπως το ζεστό νερό ή τα ρούχα.
Η Larraine θα μπορούσε τουλάχιστον να είχε εξοικονομήσει το κόστος της καλωδιακής συνδρομής. Αλλά για μια ηλικιωμένη κυρία που ζει σε τροχόσπιτο απομονωμένο από την υπόλοιπη πόλη, που δεν έχει αυτοκίνητο, που δεν ξέρει πώς να χρησιμοποιεί το Διαδίκτυο, που έχει περιστασιακά μόνο τηλέφωνο, που δεν εργάζεται πλέον, και που μερικές φορές έχει κρίσεις ινομυαλγίας και ημικρανίες, η καλωδιακή τηλεόραση είναι ένας αναντικατάστατος φίλος.
Άνθρωποι σαν την Larraine ζουν με τόσους διαφορετικούς περιορισμούς που είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόση προσπάθεια, πόση αυτοκυριαρχία και πόσες θυσίες θα απαιτούνταν για να βγουν από τη φτώχεια. Η απόσταση μεταξύ της συντριπτικής φτώχειας (grinding poverty) και της κάπως πιο σταθερής φτώχειας μπορεί να είναι τόσο μεγάλη που όσοι βρίσκονται χαμηλά έχουν ελάχιστες ελπίδες για να τα καταφέρουν, ακόμα και μετρώντας κάθε δεκάρα. Έτσι επιλέγουν να μην το κάνουν. Αντ 'αυτού, προσπαθούν να επιβιώσουν με λίγη λάμψη (survive in color), να ανακουφίσουν τον πόνο με λίγη ευχαρίστηση. Θα καπνίσουν λίγο χόρτο, θα πιούν ένα ποτηράκι, θα στοιχηματίσουν μικρά ποσά ή θα αγοράσουν μια τηλεόραση. Μπορεί και να αγοράσουν αστακό με τα κουπόνια (they might buy lobster on food stamp).
Αν η Larraine χρησιμοποιεί με λάθος τρόπο τα χρήματά της, δεν οφείλεται στο γεγονός ότι η πρόνοια της δίνει πάρα πολλά, αλλά στο ότι της αφήνει τόσο λίγα. Πλήρωσε το τίμημα για το γεύμα με τον αστακό. Χρειάστηκε να τρώει σε συσσίτιο όλο τον υπόλοιπο μήνα. Κάποιες μέρες απλά πεινούσε. Αξιζε τον κόπο. "Είμαι ευχαριστημένοη με αυτό που είχα", έλεγε, "και δεν με πειράζει να τρώω χυλοπίτες για τον υπόλοιπο μήνα εξαιτίας αυτού."
Η Larraine έμαθε πολύ νωρίς να μην ζητάει συγγνώμη για την ύπαρξή της. "Οι άνθρωποι σε κατηγορούν για οτιδήποτε", λέει. Δεν την πειράζει αν ο πωλητής την κοιτάει στραβά. Την κοιτάζουν με τον ίδιο τρόπο όταν αγοράζει βαλσάμικο ξύδι των 14 $ ή μοσχαρίσιες μπριζόλες. Της Larraine της αρέσει πολύ να μαγειρεύει. "Έχω το δικαίωμα να ζήσω και έχω το δικαίωμα να ζω όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι", λέει. "Ο κόσμος δεν συνειδητοποιεί ότι ακόμη και οι φτωχοί βαριούνται να τρώνε το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά. Για παράδειγμα, μισώ κυριολεκτικά τα χοτ ντογκ, και όμως τα έτρωγα σε όλη μου την παιδική ηλικία. Και τότε λες "όταν θα μεγαλώσω, θα τρώω φιλέτα". Και τώρα είμαι μεγάλη. Και τα τρώω." (σελ. 219-220).
Ένα μέρος των χρημάτων των φτωχών πηγαίνει επομένως σε "περιττές" δαπάνες, οι οποίες δεν θα μπορέσουν να τους απαλλάξουν από την φτώχεια ... αλλά θα τους επιτρέψουν, όπως βλέπουμε, να μην αισθάνονται πλήρως ακυρωμένοι ως άτομα όταν η φτώχεια είναι μία μόνιμη αυτο-άρνηση. Αυτό στο οποίο επιμένει ο Matthew Desmond και μαζί του πολλοί άλλοι ερευνητές είναι ότι αυτά τα έξοδα δεν είναι η αιτία της φτώχειας: αντίθετα, είναι η συνέπεια. 'Οταν κάποιος διαθέτει τόσο λίγα χρήματα, οποιαδήποτε εκλογικευμένη χρήση τους, οποιαδήποτε απόπειρα συσσώρευσης, αποταμίευσης ή εξασφάλισης είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Ή μάλλον θα απαιτούνταν θυσίες τόσο σημαντικές και τόσο αβέβαιες που είναι πολύ πιο λογικό να μην τις κάνουμε: είναι καλύτερα να κάνουμε σήμερα ένα γεύμα με αστακό, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πεινάσουμε τον υπόλοιπο μήνα, παρά να πεινάμε για αρκετά χρόνια για να μπορέσουμε, ίσως, αν το επιτρέψει η συγκυρία ή η πρόνοια, άν δεν μας κλέψουν ή μας σκοτώσουν πριν, άν δεν αρρωστήσουμε κι αν βρούμε τον τρόπο να το κάνουμε, να σταθεροποιήσουμε λίγο την κατάστασή μας ... Πρόκειται για ένα από τα κεντρικά θέματα που θίγει το Evicted, και που αναπτύσσεται σε διάφορα κεφάλαια καθώς και στις σημειώσεις: Ο Matthew Desmond αποδομεί συνειδητά τα επιχειρήματα γύρω από την "κουλτούρα της φτώχειας", την ιδέα δηλαδή ότι οι φτωχοί είναι φτωχοί επειδή έχουν συγκεκριμένες συμπεριφορές. Επιμένει στο γεγονός ότι "η φτώχεια είναι φτώχεια", με άλλα λόγια ότι η οικονομική κατάσταση από μόνη της επιτρέπει να κατανοούμε τις πράξεις των ατόμων, ότι αποτελεί μια αιτία πριν καταστεί μία συνέπεια, ότι δεν χρειάζεται να την θεωρητικοποιήσουμε προσθέτοντάς της μια "κουλτούρα" ... Κι ότι, τελικά, άν ο καθένας από εμάς αναγκαζόταν να ζήσει ανάμεσα στους φτωχότερους, πιθανότατα να έκανε κι αυτός τα ίδια.
Χωρίς αμφιβολία, αυτό δεν θα ήταν αρκετό για να ικανοποιήσει αυτούς που μέμφονται τους φτωχούς για τα έξοδά τους. Ακόμη κι αν τους αναγνωρίζουν απρόθυμα το δικαίωμα σε ορισμένες εξαιρετικές δαπάνες, θα ήταν οπωσδήποτε πιο αυστηροί όσον αφορά τα περισσότερο καθημερινά και συνήθη έξοδα, ειδικά στην περίπτωση που δίνεις ή δανείζεις χρήματα απερίσκεπτα, που κερνάς τους γύρω σου, που μοιράζεις τσιγάρα, κ.λπ. Άλλωστε, δεν θα μπορούσαν οι φτωχοί να προσπαθούν να μην πίνουν, να μην καπνίζουν και να μην καταναλώνουν παράνομες ουσίες, ειλικρινά τώρα; [...]
Denis Colombi
[Συνεχίζεται]
Μτφ. Σ.Σ.