30 Μαίου 1941
75 χρόνια από το κατέβασμα της χιτλερικής σημαίας από την Ακρόπολη.
Οι αναμνήσεις του Λάκη Σάντα για το ηρωικό κατόρθωμα
Απόσπασμα από το βιβλίο του Λάκη Σάντα Μια νύχτα στην Ακρόπολη... Μνήμες από μια σπουδαία εποχή.
Μια μέρα, όλοι μαζί οι φοιτητές παρέα βρισκόμασταν πάλι στο Ζάππειο και συζητούσαμε. Σε κάποια στιγμή που ο Μανώλης ήταν στραμμένος προς την Ακρόπολη, γυρίζει και μου λέει: "Λάκη, κοίταξε κει πάνω, κοίταξε να ιδείς τι γίνεται κει πάνω....
Κοιτάζω και βλέπω τη γερμανική σημαία που κυμάτιζε...
[...] Αυτομάτως παίρνω τη σκέψη του φίλου μου και του λέω απότομα και με σιγουριά: "Ναι , έχεις δίκιο, αυτό είναι, αυτό πρέπει να τους κάνουμε, αν μπορούμε...".
Ενώ για πολλές μέρες μελετούσαμε σχέδια και λέγαμε "Να κάνουμε αυτό ή το άλλο", κανένα δεν μας ικανοποιούσε, κι έτσι τα απορρόπταμε. Από τη στιγμή όμως εκείνη το βρήκαμε σωστό, και αρχίσαμε να μοθοδεύουμε το πως και τι θα κάναμε.
Πήγαμε πρώτα, λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη και ψάξαμε στην Εγκυκλοπαίδεια ό, τι είχε σχέση με την Ακρόπολη. Πήραμε τα σχεδιαγράμματα και διαβάσαμε τα πάντα. Παιδιά μορφωμένα είμαστε, ξέραμε πως να κινηθούμε και να μην κάνουμε ενέργειες σπασμωδικές. Είδαμε και μελετήσαμε όλο το ιστορικό του Ιερού Βράχου.
Καταλήξαμε σ' ένα σημείο όπου βρισκόταν μια ρωγμή, στο βορεινό μέρος του Ερεχθείου, εκεί που ήταν το σπήλαιο της Αγραύλου κι από κάτω ήταν ένα ξεροπήγαδο, το οποίο ήταν το άντρο του Εριχθόνιου. Δηλαδή, εκεί έμενε ο ιερός όφις της Αθηνάς -ο Εριχθόνιος- ο φύλακας της Ακρόπολης, στον οποίο οι ιερείς έριχναν μια φορά το μήνα μελόπιτες, για να συντηρείται.
Η ρωγμή αυτή του σπηλαίου μας γέμιζε με σκέψεις, πως θα μπορούσαμε -και αν θα μπορούσαμε- να φθάσουμε από κει ως επάνω. Ξέραμε ότι είχαν κάνει εκεί ανασκαφές Γάλλοι αρχαιολόγοι. Πήγαμε, λοιπόν, αρχίσαμε να κατοπτεύουμε το μέρος, και σε κάποια στιγμή παρατηρήσαμε μια παλιά ξύλινη πόρτα με σανίδες, η οποία ήταν κλεισμένη -τοποθετημένη μάλλον- επάνω σ' ένα μέρος του βράχου, οπότε καταλάβαμε ότι εκεί θα είχε κάποια οπή.
Έτσι, την ίδια κιόλας μέρα, αποφασίσαμε να πάμε να ερευνήσουμε, όπως κι έγινε. Πήγαμε σ' ένα καφενεδάκι στο περίγυρο της Ακρόπολης -λίγο πιο κάτω είναι μια εκκλησία αφιερωμένη, νομίζω στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα. Καθίσαμε στο καφενεδάκι λοιπόν για να περάσει η ώρα και κατόπιν πηδήξαμε απ' τα συρματοπλέγματα, προχωρήσαμε μέσ' απ' τα δέντρα και φτάσαμε σ' αυτήν την πόρτα. Εκεί, είδαμε ότι υπήρχε ένα λουκέτο, σκουριασμένο, το οποίο προσπαθήσαμε και του βγάλαμε τις στρόφιγγες κι ανοίξαμε την πόρτα. Είδαμε τότε μια μεγάλη οπή, αλλά δεν είχαμε μαζί μας φανάρι, είχε και νυχτερίδες μέσα, για τούτο και φύγαμε και ξαναπήγαμε το άλλο βράδυ.
Η κυκλοφορία, τότε, ήταν απαγορευμένη, από τις 11 τη νύχτα εώς τις 6 το πρωί. Εμείς πήγαμε από τις 9, έχοντας μαζί μας κι ένα μικρό φανάρι, έτσι είδαμε εκεί μέσα ότι στη δεξιά πλευρά υπήρχε ένα πλάτωμα με πέτρες και χώματα και πιο πέρα η τρύπα, όπου ήταν το ξεροπήγαδο. Δεξιά όμως στον βράχο είχε μαδέρια με τέτοιο τρόπο τοποθετημένα, που ανέβαιναν προς τα πάνω και βέβαια είχαν μείνει από τις ανασκαφές που έκαναν οι αρχαιολόγοι. 'Ομως δεν γνωρίζαμε την αντοχή τους και για τούτο προσπαθήσαμε να τα δοκιμνασουμε, ανεβαίνοντας στα πρώτα. Καταλάβαμε, λοιπόν, ότι μπορούσαν να κρατήσουν το βάρος μας.
Φύγαμε, και τρεις μέρες αργότερα ξαναπήγαμε, ήταν Κυριακή και ανεβήκαμε σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη. Οπότε, σε κάποια στιγμή που είδαμε ότι δεν μας πρόσεχε κανένας, πήγαμε προς το Ερεχθείο και κοιτάξαμε το βάθρο, τα σκαλιά καθώς και την οπή πάλι. Κατεβήκαμε τα σκαλιά και είδαμε ότι τα μαδέρια ήταν μισό μέτρο από το τελευταίο σκαλί. 'Ετσι βεβαιωθήκαμε ότι μπορούσαμε να φθάσουμε μέχρι εκεί. Αποφασίσαμε τότε ότι από εκεί θ' ανεβαίναμε. Το ζήτημα ήταν ότι μπροστά από το στρογγυλό εκείνο βάθρο που ήταν η σημαία -το μπελβεντέρε- υπήρχε μια σκοπιά ξύλινη, μέσα στην οποία έμπαινε ο σκοπός όταν έβρεχε ή είχε άσχημο καιρό. Ακόμα, στα Προπύλαια υπήρχε μια διμοιρία Γερμανών, που φύλαγε τη σημαία.
Πρέπει να πω ότι γι' αυτή μας την απόφαση δεν είχαμε μιλήσει σε άλλους. 'Ισως για να μη διαρρεύσει το μυστικό, ίσως γιατί σκεφτόμαστε πόσο κατάστηθα θα δέχονταν το χτύπημα οι Γερμανοί, δηλαδή την προσβολή της αρπαγής της πολεμικής σημαίας τους, γιατί ξέραμε καλά ότι η σημαία για το στρατιώτη είναι το ιερότερο σύμβολο. Για τούτο και στη μάχη, όταν σκοτωθεί ο σημαιοφόρος, πρέπει αμέσως να την πάρει άλλος, γιατί πρέπει να είναι πάντα ψηλά.
Για αυτό λοιπόν κι εμείς οι δύο είμαστε αποφασισμένοι, αν μας ανακάλυπταν, να πέσουμε απ' την Ακρόπολη και να σκοτωθούμε, γιατί ξέραμε ότι αν μας έπιαναν οι Γερμανοί, θα μας εκτελούσαν. Και βέβαια, βρίσκαμε καλύτερο -στην προκειμένη περίπτωση- να πάμε μόνοι μας, γιατί οι Γερμανοί θα μας βασανίζανε κιόλας.
[...] Ο Μανώλης κι εγώ, εκτός απ' την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχαμε ο ένας για τον άλλον, είχαμε και την ίδια ιδιοσυγκρασία, κάναμε τις ίδιες αυθόρμητες σκέψεις και, με δυό λόγια, ταιριάζαμε πολύ, ιδιαίτερα στο θάρρος και την παλικαριά. 'Ετσι, καθώς το είχαμε αποφασίσει, σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να δείξουμε στους Γερμανούς ότι ο αγώνας συνεχίζεται. Δεν σημαίνει ότι επειδή έπεσε η Κρήτη χάθηκε ο πόλεμος. Και όπως είμασταν και νέοι που έβραζε το αίμα μας -όπως όλων των νέων- είχαμε θυμώσει με τις θριαμβολογίες και την αλαζωνεία τους. Την επόμενη μέρα, λοιπόν, πήγαμε στην Ακρόπολη.
30 Μαίου 1941, βράδυ, ησυχία, ένα τέταρτο σελήνης στον ουρανό. Φτάσαμε, μπήκαμε μέσα, ανεβήκαμε σιγά-σιγά πατώντας τα μαδέρια. Αφού ανεβήκαμε στην επιφάνεια, το ζήτημα τώρα ήταν να διαπιστώσουμε που βρίσκεται ο σκοπός. Αποφασίσαμε να χωριστούμε: πήγε ο ένας από τη μια μεριά του Παρθενώνα κι άλλος από την άλλη και ρίχναμε πετραδάκια σε διάφορες κατευθύνσεις, για να ιδούμε αν θα υπάρξει από κάπου αντίδραση. Τίποτα, ησυχία. Προσέξαμε ότι δεν υπήρχε σκοπός.
Στο μεταξύ, ακούγαμε τους Γερμανούς να γλεντούν και να χαχανίζουν για τη νίκη της Κρήτης. Ήρθε η καθοριστική στιγμή. Το φεγγαράκι μας κοίταζε με συμπάθεια, οι καρδιές μας χτυπούσαν πολύ γρήγορα. Ανεβήκαμε από τα σκαλιά, λύσαμε το συρματόσκοινο της σημαίας και προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Η σημαία ήταν τεράστια, για τούτο και ο ιστός της ήταν δεμένος με τρία μεγάλα σύρματα, τα οποία είχαν στρόφιγγες, απ' έξω από το βράχο και τη συγκρατούσαν, γιατί όταν είχε αέρα έτρεμε όλος ο ιστός. Η σημαία λοιπόν, κατέβαινε μέχρι τον κόμβο που συναντιόντουσαν τα τρία σύρματα στον ιστό κι από κει δεν πήγαινε πιο κάτω.
Σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτε δεν γινόταν. Ο μόνος τρόπος για να κατέβει η σημαία ήταν να ανοίξουν τα σύρματα. Δύσκολο πολύ. Όμως η θέληση, η επιμονή κι η υπομονή μας έφεραν αποτέλεσμα. Κι αφού ανεβήκαμε και κατεβήκαμε στον ιστό πολλές φορές ως το δύσκολο σημείο –γιατί ο ιστός ήταν λείος και γλίστραγε– κατορθώσαμε με τα χέρια μας να ξεσφίξουμε τις στρόφιγγες και να την ξεμπλέξουμε. Κι η τεράστια σημαία έπεσε και μας κουκούλωσε!
Εδώ, σ' αυτό το σημείο, θα πω τη σκέψη μου, εκείνη τη σκέψη, τη μεγαλοφυή σύλληψη, με την οποία εμείς οι δυο, νέα, δεκαεννιάχρονα παιδιά μιας σκλαβωμένης χώρας, άοπλα, βεβηλώσαμε το σύμβολο του Χίτλερ, και τον χτυπήσαμε στην καρδιά. Η σύλληψη και η απόφαση για την πράξη μας αυτή, αλλά και ο τρόπος εκτέλεσής της, έδειξε στρατηγική ωριμότητα, απίστευτη γενναιότητα και αυτοθυσία.
Μέσα μας κυριάρχησε η αίσθηση, ότι ήταν μεγάλη εκείνη η στιγμή, με το λιγοστό φως του φεγγαριού να λάμπει πάνω στα μάρμαρα που εκπροσωπούσαν 3000 χρόνια ιστορίας στα ιερά της πατρίδας μας. Εκεί -αισθάνθηκα εγώ, αλλά πιστεύω και ο Μανώλης – ότι και 10 ζωές αν είχα θα τις έδινα.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, ενθουσιασμένοι για το αποτέλεσμα, κι αμέσως, μ' ένα μαχαιράκι που είχα μαζί μου, κόψαμε από ένα κομμάτι καθένας, από τον αγκυλωτό σταυρό, και το βάλαμε στον κόρφο μας! Η σημαία ήταν ένας τεράστιος μπόγος και, φυσικά, ήταν αδύνατο να την πάρουμε μαζί μας. Τότε, σκεφτήκαμε να τη ρίξουμε στο ξεροπήγαδο και μάλιστα καλαμπουρίσαμε: "Για να τη φυλάει ο Εριχθόνιος!"
Παρ' όλη την κούραση, την προχωρημένη ώρα και το ότι έπρεπε να επιταχύνουμε τη φυγή μας, το καθάριο νεανικό μας μυαλό δούλεψε μεθοδικά κι αφήσαμε κι οι δυο τα δακτυλικά μας αποτυπώματα πάνω στον ιστό –επειδή γνωρίζαμε ότι οι Γερμανοί ήταν μεθοδικοί και οργανωμένοι- ούτως ώστε να μην επιβαρυνθούν, από τις έρευνες που θα κάνανε μετά, άλλοι, αθώοι! Ακόμα φεύγοντας, σκεφτήκαμε να πατάμε στις ράγες του τραμ, για να χαθούν τα ίχνη μας, αν θα έφταναν μέχρι εκεί με σκυλιά οι Γερμανοί.
Ρίχνουμε λοιπόν την σημαία στο ξεροπήγαδο, ρίχνουμε και από πάνω πέτρες και χώματα, κατεβαίνουμε, ανοίγουμε με προφύλαξη την πόρτα και φεύγουμε.
Πηγαίνοντας τοίχο τοίχο -η ώρα ήτανε 1.30- περνάμε την Αδριανού, πάμε Μητροπόλεως, περνάμε μπροστά απ' τη Μητρόπολη, κι εκεί, αριστερά, σ' ένα Δημόσιο Ταμείο, φύλαγε ένας αστυφύλακας. 'Ετσι, όπως περπατάγαμε τοίχο τοίχο, ένας φακός κι ένα πιστόλι μας σταματάνε και μια φωνή : "Ψηλά τα χέρια, ποιοί είσαστε ;" Αλλά η φωνή ήταν ελληνική.
Εγώ είχα μαζί μου τη φοιτητική μου ταυτότητα, αλλά ο Μανώλης δεν την είχε. Λέμε, λοιπόν, στον αστυφύλακα "Είμαστε φοιτητές κι είχαμε πάει σ' ένα γλεντάκι, ήταν και κοπέλες εκεί, ξεχαστήκαμε κι η ώρα πέρασε και πάμε για να μην ανησυχούν οι γονείς μας". "Καλά, μας λέει ο αστυφύλακας, δεν ξέρετε ότι οι Γερμανοί θα σας σκοτώσουν αν σας βρουν στο δρόμο τέτοια ώρα; Που είναι τα σπίτια σας;" "Εδώ παρακάτω, κοντά", είπαμε, δείχνοντας την ταυτότητα.
Εκείνος δεν την πήρε, με τη ματιά όμως που της έριξε είδε τη λέξη "Πανεπιστήμιο" και μας είπε απλά : "Καλά, προσέχετε, φύγετε τώρα".
Ο άνθρωπος αυτός ήταν σωστός 'Ελληνας και την άλλη μέρα που έγινε ο θόρυβος για τη σημαία κατάλαβε ότι εμείς οι δυο είχαμε άμεση σχέση μ' αυτό το ζήτημα. Δεν μίλησε όμως ποτέ. Το είπε μόνο στη γυναίκα του και της πρόσθεσε να μην ανοίξει το στόμα της σε κανέναν, γιατί, της είπε, θα σε σκοτώσω. Είχε προσέξει βέβαια ότι είμαστε καταϊδρωμένοι και τα ρούχα μας ήταν λερωμένα. Ο αστυφύλακας αυτός λεγόταν Παναγιώτης Βουτόπουλος και -επαναλαμβάνω εδώ- ήταν πραγματικός πατριώτης και στη Γενική Διεύθυνση της Αστυνομίας τον έχουν σαν ήρωα και έχουν εκεί και τη φωτογραφία του.
'Οταν καμιά φορά φτάσαμε στα σπίτια μας -ήταν κοντά τα σπίτια και των δυο μας- μπαίνοντας εγώ στο δικό μου, τους βρίσκω όλους όρθιους κι ανήσυχους. "Που ήσουν παιδί μου;" μου λέει ο πατέρας μου. Βγάζω τότε απ' τον κόρφο μου το κομμάτι της σημαίας και βλεποντάς το ο πατέρας μου κόντεψε να πάθει συγκοπή. "Πω, πω, συμφορά! 'Οχι μόνο θα μας σκοτώσουν, παιδί μου, οι Γερμανοί, αλλά και θα μας εξανδραποδίσουν. Τη σημαία τους ;"
Ο πατέρας μου είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους, είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία, είχε τραύματα, ήταν έφεδρος αξιωματικός, οπότε είχε επίγνωση κι ήξερε πολύ καλά τι έλεγε.
Την άλλη μέρα το πρωί έγινε χαμός. 'Ολοι έβγαιναν σε παράθυρα και μπαλκόνια και κοιτούσαν κατά την Ακρόπολη. Ο ιστός ήταν εκεί, χωρίς όμως τη σημαία, παρά μόνο την ελληνική. [...]
Λάκης Σάντας Μια νύχτα στην Ακρόπολη... Μνήμες από μια σπουδαία εποχή,
Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2010.