Αγάπη για τον γονιό
Ο θρύλος της Περό και του Κίμωνα, της Ηερίης και του Τέκταφου
•
Ο ίδιος θρύλος -της κόρης που σώζει τον φυλακισμένο πατέρα δινοντάς του να πιεί το μητρικό της γάλα- που συναντάται στις διηγήσεις ιστορικών της αρχαίας Ρώμης (Βαλέριος Μάξιμος, Πλίνιος ο Νεότερος), αλλά και στο ποιητικό έπος (Διονυσιακά, 5ος αι. μ.Χ) του Έλληνα της Αιγύπτου Νόννου, αναπαρίσταται αρχικά σε τοιχογραφίες της Πομπηίας και πολύ αργότερα, κατά τον 17ο κυρίως αι., μετά την απαγόρευση του γυμνού στη χριστιανική τέχνη από τη Σύνοδο του Τρέντου (1563), σε έργα πολλών και γνωστών ζωγράφων. Η τυποποίηση της σκηνής αυτής προσέδωσε στα έργα αυτά την κοινή ονομασία "carita romana" (ρωμαϊκή ελεημοσύνη).
Στον πόλεμο πήγε και ο μακροβόλος Τέκταφος, αυτός που κάποτε είχε γλυτώσει από τον θάνατο θηλάζοντας με τα πεινασμένα χείλη του γάλα από τον μαστό της κόρης του, η οποία μηχανεύτηκε τέχνασμα για να ταϊσει τον πατέρα της. Ο καταδικασμένος Τέκταφος, με το δέρμα του που μαδούσε, ένας ζωντανός νεκρός, που κάποτε ο βασιλιάς Δηριάδης είχε εκθέσει με σκληρότητα σε κίνδυνο, δένοντάς τον ολόγυρα με σκοινιά και φυλακίζοντάς τον σ' ένα σκοτεινό υπόγειο ατάιστο και απότιστο, με το σώμα του να βασανίζεται από την πείνα, χωρίς να μπορεί να δει τον ήλιο και το στρογγυλό φεγγάρι.
(...) Μια ομάδα στρατιωτών φρουρούσε τον φυλακισμένο άνδρα, αλλά η έξυπνη κόρη του τους ξεγέλασε με τα παραπλανητικά της λόγια. Η κοπέλα, που είχε γεννήσει πρόσφατα, τους μίλησε ικετευτικά βαριαναστενάζοντας και τινάζοντας γεμάτη πονηριά τα ρούχα της.
"Μη με σκοτώσετε, φρουροί! Δεν έχω τίποτε επάνω μου, δεν έφερα στον πατέρα μου να πιεί ή να φάει. Δάκρυα, μονάχα δάκρυα φέρνω στον γονιό μου!... Το φανερώνουν τ' άδεια χέρια μου. Αν μέσα σας, αν, λέω, μέσα σας δεν με πιστεύετε, λύστε την αθώα ζώνη μου, βγάλτε μου το μαντήλι, τινάξτε τον χειτώνα μου με τα χέρια σας -δεν του' φερα πιοτό που θα του σώσει τη ζωή. Κλείστε με και μένα μαζί με τον πατέρα μου στο βαθύ μπουντρούμι, δεν είμαι κάτι που πρέπει να σας φοβίζει, όχι, δεν είμαι, ακόμα κι αν το μάθει και ο βασιλιάς. Ποιος θυμώνει με κάποιον που λυπάται έναν πεθαμένο; Ποιος οργίζεται μ' έναν δυστυχισμένο που πεθαίνει; Ποιος δεν λυπάται αυτόν που ξεψυχάει; Θα κλείσω τα μάτια του πατέρα μου που δεν έχουν κλείσει. Ρίξτε με μέσα εκεί. Υπάρχει κανείς που να φθονεί το θάνατο; Και ας δεχτεί ο ίδιος τάφος και τους δυο μας, πατέρα και κόρη, που πεθαίνουμε".
Με τα λόγια της αυτά τους παραπλάνησε. Η κόρη κατέβηκε στο λαγούμι κι έφερε φως στη σκοτεινιά του πατέρα της. Και μόλις βρέθηκε στη σπηλιά, έχυσε γάλα στο στόμα του πατέρα της από τους μαστούς της, διόχνωντας το κακό, χωρίς να φοβηθεί καθόλου. Ο Δηριάδης, όταν πληροφορήθηκε αυτή τη θεάρεστη πράξη της Ηερίης, εξεπλάγη. 'Ελυσε από τα δεσμά του τον πατέρα της έξυπνης κόρης, τον Τέκταφο που έμοιαζε με φάντασμα. Φήμες σχετικά με το γεγονός μαθεύτηκαν παντού, και ο στρατός των Ινδών ευλογούσε τους μαστούς της κόρης που με το έξυπνο σχέδιό της νίκησε το κακό.
Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά
τόμος 5ος, βιβλίο 26, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 2010.