Αντίο κοινόβιο !
Το χαμένο στοίχημα της Βασιλίσας, της ηρωίδας του μυθιστορήματος της Αλεξάνδρας Κολλοντάι Ο έρωτας των εργατριών μελισσών.
Η Βασιλίσα Μαλαγκίνα ήταν μια εικοσιοχτάχρονη εργάτρια, που δούλευε σ' ένα πλεκτήριο. 'Ηταν ένα πραγματικό κορίτσι της πόλης, αδύνατο και με όψη υποσιτιζόμενης (...). Με την απλή ρώσικη μπλούζα της και το επίπεδο στήθος της θα την έπαιρνες από μακριά γι' αγόρι. Η Βασιλίσα ήταν κομμουνίστρια κι είχε προσχωρήσει στους μπολσεβίκους όταν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος (...). Τελευταία ήταν ιδιαίτερα θλιμμένη γιατί ένα σημαντικό σχεδιό της - το κοινοβιακό σπίτι της - είχε μόλις χαλάσει, και τώρα όλοι έκοβαν βόλτες βρίζοντας και κατακρίνοντας ο ένας τον άλλον.
Είχε αρχίσει να οργανώνει το σπίτι μ' υπομονή, ένα βήμα κάθε φορά. Πόσες αναποδιές δεν της είχαν τύχει ! Δυό φορές της το' χανε πάρει, αλλ' αυτή ήταν έτοιμη να παλέψει με οποιονδήποτε, και τελικά είχε καταφέρει να επιβάλλει το σχεδιό της. 'Ετσι φτιάχτηκε το σπίτι, με την κοινή κουζίνα, το πλυσταριό, το παιδικό σταθμό και την τραπεζαρία. Αυτή η τραπεζαρία ήταν το καύχημα της Βασιλίσας, κι ήταν ίσως ωραία, με τις κουρτίνες στα παράθυρα και τις γλάστρες με τα γεράνια. Υπήρχε και μια βιβλιοθήκη που χρησιμοποιούνταν σαν αίθουσα συγκεντρώσεων.
Στην αρχή όλα πήγαν μια χαρά. Οι γυναίκες που ζούσαν εκεί θα την έπνιγαν στα φιλιά, αποκαλώντας την "μικρό θυσαυρό" τους. "Είσαι ο προστάτης αγγελός μας", θα της έλεγαν. "Είμαστε τόσο ευτυχισμένες εδώ, κι όλα αυτά χάρη σε σένα !" Αλλά ύστερα τα πράγματα άρχισαν σιγά-σιγά να χαλάνε.
Οι νοικάρηδες άρχισαν ν' αψηφούν τους κανονισμούς. Πραγματικά, έμοιαζε να μην υπάρχει τρόπος να τους κάνεις να καθαρίσουν τις βρωμιές τους, και γινόταν συνέχεια καυγάς στην κουζίνα για το ποιός θα ' πλενε τα πιάτα. Το πλυσταριό ήταν συνέχεια πλημμυρισμένο και οι νοικάρηδες δεν μπορούσαν να τρομπάρουν νερό.
Η Βασιλίσα έγινε ο στόχος της δυσαρέσκειας όλων - σαν να' ταν η νοικοκυρά του σπιτιού και δε φρόντιζε όπως έπρεπε για τα πράγματα ! Είχε αναγκαστεί να επιβάλλει πρόστιμα, πράγμα που έκανε έξαλλους τους νοικάρηδες. Μερικοί είχαν μετακομίσει αλλού, κι ακολούθησαν άλλα μαλώματα και τσακωμοί.
Πόσο κρύος ήταν εκείνος ο χειμώνας ! Πόσο μόνη είχε νοιώσει, με όλους τους μοναχικούς αγώνες κι αγωνίες της. Σήμερα ήταν σαν μέρα ξεκούρασης απ' όλα αυτά. Τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να πάει άσχημα σήμερα, γιατί σήμερα είχε πάρει ένα γράμμα απ' τον εραστή της, απ' τον αγαπημένο της Βολόντια !
Η Βασιλίσα καθόταν στο βαγόνι του τρένου. Ταξίδευε κιόλας 2 μέρες κι είχε άλλες 24 ώρες μπροστά της. 'Ενοιωθε πολύ περίεργα που ταξίδευε με ταξιδιωτικό εξοπλισμό "κυρίας". Ο Βλαντιμίρ της είχε στείλει τα λεφτά για το ταξίδι (έμοιαζε να διαθέτει λεφτά για τα πάντα τούτη την εποχή), και της είχε πει ν' αγοράσει ένα εισιτήριο με κρεβάτι.
Η συνταξιδιωτισσά της ήταν μια βραχνή, βαριά αρωματισμένη νεπγούμαν, στολισμένη με μετάξια που θρόιζαν και σκουλαρίκια που κουδούνιζαν (...). Με τη Βασιλίσα ήταν εξαιρετικά ακατάδεκτη, σούφρωνε τα χείλια επιτηδευμένα καθώς της έλεγε : " Με συγχωρείς αγαπητή μου, αλλά κάθεσαι πάνω στο σάλι μου, θα το τσαλακώσεις".
Η Βασιλίσα και ο συνοδός της έφτασαν σ' ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι όπου έμενε ο Βλαντιμίρ. Τα φώτα ήταν αναμμένα, αλλά η πόρτα μανταλωμένη. Ο συνοδός της χτύπησε την πόρτα. Καμιά απάντηση (...). "Ας χτυπήσουμε το παράθυρο", πρότεινε. Κόβοντας ένα κλαδάκι από μια σημύδα άρχισαν να χτυπούν ελαφρά το παράθυρο. Η κουρτίνα τραβήχτηκε απότομα προς τα πίσω και η Βάσια είδε να διαγράφεται το κεφάλι του Βλαντιμίρ. 'Εμοιαζε να' ναι με την πιτζάμα και κοίταζε εξεταστικά έξω στο σκοτάδι. 'Υστερα πετάχτηκε πάνω απ' τον ώμο του το κεφάλι μιας γυναίκας , που χάθηκε αμέσως μετά. Μια οδυνηρή αίσθηση αγωνίας παρέλυσε τη Βάσια.
Την επομένη, ο Βλαντιμίρ ξενάγησε τη Βάσια στην εταιρεία, στα γραφεία, στις αποθήκες και στα γραφεία των υπαλλήλων. Την πήγε στο λογιστήριο, λέγοντας "τώρα ρίξε μια ματιά στα βιβλία μας. Δε θα βρεις κανέναν που να κρατάει έτσι τους λογαριασμούς μας".
'Εφτασαν στο σπίτι. Μπροστά της στεκόταν ένα παλιό αρχοντικό με κήπο. 'Ενας νεαρός θεληματάρης μ' ένα καπέλο με σειρήτια έτρεξε να τους βοηθήσει να βγουν απ' τ' αυτοκίνητο. "Λοιπόν, ας δούμε αν σ' αρέσει το σπίτι μας Βάσια", είπε ο Βλαντιμίρ. "Είναι λίγο καλύτερο απ' το κουνελοκλούβι σου κάτω απ' τις μαρκίζες, ε;"
Μπήκαν μέσα. Υπήρχε μια σκάλα με χαλί κι ένας καθρέπτης στο χωλ. Η Βάσια έβγαλε το καπέλο, πέταξε βιαστικά το παλτό της και μπήκανε στο σαλόνι. Υπήρχαν καναπέδες και χαλιά παντού κι ένα μεγάλο ρολόι στην τραπεζαρία. Οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με πίνακες "νεκρής φύσης" και χρυσές κορνίζες κι ένα βαλσαμωμένο πουλί ήταν κρεμασμένο από ένα καρφί.
"Λοιπόν, σ' αρέσει ;" τη ρώτησε ο Βλαντιμίρ, λάμποντας ολόκληρος.
"Ναι", απάντησε η Βάσια δισταχτικά, κοιτώντας γύρω της, όχι εντελώς σίγουρη αν της άρεσε ή όχι. 'Ολα της φαίνονταν κάπως ξένα, μακρινά (...).
"Θα σ' αρέσει το τραπεζομάντηλο που αγόρασα, είναι πραγματικό λινό Μοροζώφ με ίδιες πετσέτες. Δεν παράγγειλα να το στρώσουν γιατί είναι πάρα πολύ ακριβό για να μπορεί να πλυθεί" (...)
"Και πόσο σου κόστισαν όλες αυτές οι υπέροχες πολυτέλειες, μπορώ να μάθω" ; Η φωνή της τρεμούλιασε από συγκρατημένη οργή. Ο Βλαντιμίρ δεν πρόσεξε τίποτα και συνέχισε να τρώει την κοτολέττα με τη σάλτσα του, συνοδευοντάς την με μπύρα.
Μόλις είχε καταφέρει να ντυθεί όταν έφτασε ο Βλαντιμίρ με τους καλεσμένους του, έναν συνάδελφό του από την Γκεπεού και τη γυναίκα του. Ο ασφαλίτης είχε ένα περιποιημένο μουστάκι και ήταν ντυμένος σα δανδής, με ψηλές κίτρινες μπότες. Μπορούσε να' ναι στ' αλήθεια κομμουνιστής κείνος ο άντρας ; Η Βάσια είχε μείνει εμβρόντητη. Τον αντιπάθησε έντονα. Η γυναίκα του της φάνηκε στολισμένη σαν πόρνη, με το διαφανές φουστάνι της, τη γούνα γύρω απ' τον ένα ώμο της και τα αστραφτερά δαχτυλίδια στα δάχτυλα.
Η Μαρία Σεμένοβνα, η υπηρέτρια, μια χοντρή, μεσήλικη γυναίκα συστήθηκε στη Βάσια (...). Η Βάσια ήταν σε απόγνωση. Είχε λίγα λεφτά η ίδια, αλλά οπωσδήποτε δεν ήθελε να τα σπαταλήσει σ' αυτού του είδους τα ψώνια για το φαγητό, γιατί αλλιώς δεν θα της έμενε καπίκι για τις δικές της τις ανάγκες. "Λοιπόν", πρότεινε η Μαρία Σεμένοβνα, "αν έχετε εσείς λίγα λεφτά, θα μπορούσατε να μου τα δώσετε για να κάνω τα ψώνια, κι ύστερα τα ζητάτε πίσω απ' το Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς. Δε θα σας τα αρνηθεί".
Οι μέρες κύλησαν αργά, μελαγχολικές κι ατέλειωτες. 'Ηταν τώρα μέσα του καλοκαιριού και στον κήπο τα κεράσια είχαν ωριμάσει και τα δαμάσκηνα είχαν γίνει σκούρα μπλε. Μικρά άσπρα κρίνα λικνίζονταν ανθισμένα πάνω σε λεπτούς, ψηλούς μίσχους. Αλλά κανένα απ' αυτά τα πράγματα δεν έδινε πια χαρά στη Βάσια καθώς περπατούσε στον κήπο.
"'Εγινε κάτι φοβερό, Βασιλίσα Ντεμέντεβνα, ο Βλαντιμίρ Ιβάνοβιτς πήγε και φαρμακώθηκε !" Η Βάσια όρμησε στ' αυτοκίνητο, έτσι όπως ήταν, δίχως να φορέσει παλτό. Τα δόντια της χτυπούσαν κι έτρεμε. Είχε σκοτώσει τον αγαπημένο της !
Ακολούθησαν περίεργες, νοσηρές μέρες. Η σπίθα του πάθους τους, που σιγόκαιγε τόσον καιρό σαν μια σβυσμένη φωτιά στα χωράφια, αναζωπυρώθηκε από ένα φύσημα του φθινοπωριάτικου ανέμου. Οι φλόγες του δυνάμωσαν κι εξαπλώθηκαν, γλείφοντας τις καμμένες πληγές και ψάχνοντας μες στις καρδιές τους τις γωνιές που δεν είχαν σημαδευτεί ακόμη από τις φλόγες του.
Ο Βλαντιμίρ ήταν τρυφερός, η Βάσια ήταν ενδοτικά στοργική. 'Ηταν σχεδόν σαν να ξαναερωτεύτηκαν. Βεβαίωναν ο ένας τον άλλον ότι δε θα χώριζαν ποτέ, και το βράδυ ξάπλωναν σφίγγοντας ο ένας τον άλλον σφιχτά, τρομαγμένοι μήπως και χαθούν. Ο Βλαντινίρ θα φιλούσε τα μάτια της και η Βάσια θα έσφιγγε πάνω της το αγαπημένο του πρόσωπο. Ποτέ πριν δεν είχαν αγαπηθεί τόσο παθιασμένα, αλλά τώρα υπήρχε μια αίσθηση γλυκειάς νοσταλγίας και πικρής ευτυχίας σ' αυτό : ήξεραν κι οι δύο ότι το ξανασμίξημό τους σήμαινε το δικό τους τρόπο ταφής της αγάπης κι ευτυχίας τους.
[Τα αποσπάσματα είναι από το μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Κολλοντάι Ο έρωτας των εργατριών μελισσών. Μετάφρ. Τασούλα Καραϊσκάκη, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1980]