Αύριο η θάλασσα
Завтра море
Η θάλασσα της Αράλης δεν υπάρχει πια. Αποξηραμένη μετά την εκτροπή των ποταμών Αμούρ και Σιρ για την καλλιέργεια βαμβακιού, έχει αφήσει πίσω της κουφάρια πλοίων και ψαράδες σε απέραντους έρημους ορίζοντες μεταξύ Καζακστάν και Ουζμπεκιστάν.
Το 2016, η Κάτια Σουβόροβα κινηματογράφησε αυτή την περιοχή. Παρατηρεί μια σειρά από χαρακτήρες αντιμέτωπους με τον παραλογισμό του κόσμου: μία μοναχική επιστήμονα, πλιατσικολόγους πλοίων που ήρθαν από τις στέπες, έναν ηλικιωμένο αγρότη που καλλιεργεί πεπόνια με αλμυρό νερό... Το τοπίο που σημαδεύεται από την απουσία επιβάλλει έναν μελαγχολικό και μπουρλέσκο τόνο σε όσους ζουν εκεί.
Festival Résistances - Mediapart - 04.07.2023
Η σκηνοθέτης Κάτια Σουβόροβα διηγείται πώς έφτασε στο Αράλσκ και γιατί αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία εκεί
Steppe - 14.07.2016
Η Θάλασσα αύριο είναι μια απίστευτα μεγάλη ιστορία. Ξεκίνησε όταν συζητούσαμε κάτι με τον φίλο μου φωτογράφο και μου είπε ότι είχε δει πρόσφατα για πρώτη φορά την ταινία Igla [ρωσική ταινία του Rachid Nougmanov που γυρίστηκε το 1988 και διαδραματίζεται κοντά στη θάλασσα Αράλη -σ.σ.]. Αρχίσαμε να την βλέπουμε μαζί και κυρίως μιλούσαμε για τα πλοία. Ήμασταν ελεύθεροι φοιτητές εκείνη την εποχή και τα εισιτήρια του τρένου ήταν απίστευτα φθηνά. Μαζέψαμε τα σακίδια μας και πήγαμε εκεί χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, ίσως για να βγάλουμε φωτογραφίες στα πλοία.
Και όταν φτάσαμε εκεί, έμεινα πραγματικά έκπληκτη. Είχα μια κανονική άνετη φοιτητική ζωή εκείνη την εποχή. Ζούσα με τους γονείς μου, τα βόλευα μια χαρά. Και τότε βρέθηκα σε ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι ζουν για να υπερνικούν τα εμπόδια.
Εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ. Όταν πηγαίνεις στο Αράλσκ, βλέπεις χαρακώματα κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής επειδή οι άνθρωποι έχουν ξηλώσει τους σωλήνες και τους έχουν αποσύρει εφόσον έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν λειτουργεί πια και το νερό δεν ρέει μέσα από αυτούς. Ήταν μια πολύ δυνατή εικόνα. Καταλαβαίνεις αμέσως ότι κάτι δεν πάει καλά. Αλλά υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που ζουν εκεί. Γιατί ζουν εκεί, τι τους συμβαίνει; Τα βράδια στο Αράλσκ, νοσταλγικές ηλικιωμένες κυρίες με ομπρέλες βγαίνουν από τα σπίτια τους.
Μου διηγήθηκαν ότι είχαν έρθει στο Αράλσκ από όλη τη Σοβιετική Ένωση γιατί εκεί ήταν καλό το κλίμα, υπήρχαν πολλές δουλειές, ήταν ένα μέρος για να ζεις ωραία. Μετά όλος ο κόσμος έφυγε, αλλά κάποιοι έμειναν. Αναρωτήθηκα γιατί είχαν μείνει. Τώρα δεν ξέρω καθόλου σε τι βασίζεται η ζωή εκεί. Όλα αλλάζουν και οι άνθρωποι επανεφεύρουν το νόημα της ζωής.
Συνάντησα ακόμα εκεί και πάρα πολλούς δημοσιογράφους, ερευνητές, ντοκιμαντερίστες, επιστήμονες. Η περιοχή της Αράλης προσφέρει πολλές επιλογές. Οι τιμές των ενοικίων και της βενζίνης είναι τρελές εκεί επειδή υπάρχει ζήτηση. Ο τουρισμός λειτουργεί πολύ καλά. Είδα πολύ λίγους ντόπιους να επιστρέφουν, αλλά πολλούς ξένους. Κι αυτό επίσης με προβλημάτισε.
Γιατί δεν ξέρουμε τίποτα ή δεν νοιαζόμαστε εμείς οι ίδιοι; Είμαστε τόσο παθητικοί από αυτή την άποψη, που πηγαίνουμε πιο συχνά στο εξωτερικό. Και ακόμη και από τις ειδήσεις, γνωρίζουμε περισσότερα για το τι συμβαίνει εκεί παρά εδώ. Γίναμε φίλοι με έναν Ιάπωνα που μας είπε πόσο καιρό ονειρευόταν να έρθει στο νεκροταφείο των πλοίων. Παράτησε το διαμέρισμά του στο Τόκιο για να πάει στο Αράλσκ. Εμείς όμως είχαμε ξοδέψει 3500 tenge [το νόμισμα του Καζακστάν -σ.σ] για ένα εισιτήριο και δεν ήμασταν σίγουροι αν έπρεπε να πάμε.
Και ο κόσμος ενδιαφέρεται πάρα πολύ για το όλο θέμα. Είδα πολλούς τουρίστες από το Μπαϊκονούρ επειδή απέχει 60 χιλιόμετρα και γι' αυτούς είναι μια απόδραση Σαββατοκύριακου. Πάνε εκεί για να ψαρέψουν.
Το φράγμα είναι χτισμένο στο σημείο όπου αναπαράγονται τα ψάρια. Τα ψάρια πέφτουν στο σημείο όπου η θάλασσα είναι στεγνή και οι λαθροθήρες τα μαζεύουν με κουβάδες. Οι γυναίκες κάνουν ηλιοθεραπεία με το καπέλο τους στις ξαπλώστρες και νιώθουν πολύ όμορφα.
Δεν είχα καμία ιδιαίτερη επιθυμία να πάω σε ένα προβληματικό σημείο του Καζακστάν αναζητώντας ένα θέμα για την πτυχιακή μου. Απλά μου φαινόταν πιο δυνατό από οτιδήποτε άλλο είχα συναντήσει στο Καζακστάν εκείνη την εποχή. Ό,τι συνέβαινε εκεί ήταν ακατανόητο για μένα και ταυτόχρονα ένιωθα σεβασμό για τα πάντα. Έτσι άρχισα να σκέφτομαι πώς να αφηγηθώ την ιστορία.
Το 2010, ως ανταμοιβή για την ταινία μικρού μήκους G* στο Kinoshock, με κάλεσαν να συμμετάσχω σε έναν διαγωνισμό υποτροφιών. Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να περιγράψω την ιδέα και εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι δεν έχω καλύτερη ιδέα. Θα μπορούσα να γυρίσω τα υπόλοιπα μόνη μου.
Είπα ότι αν έπαιρνα την επιχορήγηση, θα έκοβα τα μαλλιά μου ως ένδειξη ασκητισμού. Πήραμε την επιχορήγηση. Και τότε, επί δύο εβδομάδες, πήγαινα πέρα δώθε κοιτάζοντας τον καθρέφτη και αναρωτιόμουν τι να κάνω. Η μητέρα του φίλου μου μού ξύρισε τα μαλλιά και πήγα στο Αράλσκ ήδη φαλακρή. Το μήκος των μαλλιών μου είναι η ταινία μου τώρα. Δεν τα έχω κόψει από τότε.
Χάρη στην επιχορήγηση, μπόρεσα να συγκεντρώσω μια μεγάλη ομάδα. Είχαμε έναν εικονολήπτη από τη Γερμανία, τον Eugene Schlegel. Επίσης έναν ηχολήπτη, έναν βοηθό σκηνοθέτη, έναν βοηθό οπερατέρ, έναν διευθυντή φωτογραφίας. Ακόμη και έναν μάγειρα. Χρειαζόμασταν έναν μάγειρα για να μπορούμε να τρώμε γρήγορα, σύμφωνα με το πρόγραμμα, γιατί αν τρώτε μαζί με τους ντόπιους, κάνουν ένα πραγματικό φαγοπότι με ντασταρκάν [το παραδοσιακό τραπεζομάντιλο που απλώνεται στο πάτωμα, στο έδαφος ή στο τραπέζι -σ.σ.] και μπεσμπαρμάκ [έδεσμα με αλογίσο ή αρνήσιο κρέας -σ.σ.] σε κάθε γεύμα, και δεν είναι τόσο εύκολο να ξεφύγεις για να επιστρέψεις στα γυρίσματα. Αλλά μια μεγάλη ομάδα έχει τις προκλήσεις της. Όταν πήγαινα μόνη μου, δημιουργούσα μια σχέση με όλους τους χαρακτήρες, αλλά όταν έβλεπαν μια μεγάλη ομάδα, ήταν λίγο συγκρατημένοι. Το 2011-2012, γυρίσαμε τα πάντα στη διάρκεια μερικών αποστολών. Πήγαμε αρκετές φορές με σκοπό να πιάσουμε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Για να φτάσεις σε κάποια μέρη, πρέπει να περιμένεις ανάμεσα στην εποχή των βροχών και την εποχή του χιονιού, γιατί ο δρόμος είναι μία παλιά κοίτη, πλημμυρίζει από τα νερά και δεν μπορείς να φτάσεις εκεί.
Μπορείς να φτάσεις στο Αράλσκ με λίγα χρήματα, αλλά όλα εκεί είναι ακριβά, επειδή προορίζονται για τους τουρίστες. Ειδικά ο δρόμος. Γιατί όταν έρχεσαι στο Αράλσκ, δεν είσαι σχεδόν ποτέ εκεί. Μπορείς να πας στο μουσείο, μπορείς να πας στο λιμάνι, κι αυτό είναι όλο. Μετά, πρέπει να πας στη θάλασσα. Αλλά είναι φτηνό το να μένεις σε ξενοδοχείο. Το ξενοδοχείο είναι σαν μια κακή έκδοση του Issyk-Kul [σύμφωνα με έναν θρύλο, ένας κουρέας είχε εμπιστευτεί το μυστικό των αυτιών γαϊδάρου του βασιλιά σε ένα πηγάδι, αλλά ξέχασε να κλείσει το καπάκι: το νερό από το πηγάδι ξεχείλησε, πνίγοντας το παλάτι και δημιουργώντας τη σημερινή λίμνη Yssyk Kul του Καζακστάν -σ.σ.], αλλά ήταν cool. Μείναμε εκεί με πέντε χιλιάδες tenge την ημέρα όταν πρωτοήρθαμε και ήταν μια σουίτα. Βέβαια, το νερό δεν ανέβαινε μέχρι πάνω επειδή ήταν σουίτα και ήταν στον τελευταίο όροφο. Αλλά εκτός από αυτό ήταν μια χαρά. 'Οταν έφτασα όμως με την ομάδα, νοικιάσαμε ένα σπίτι. Ζούσαμε με μια οικογένεια που είχε μεταφερθεί για μας σε ένα καλοκαιρινό σπίτι και η γυναίκα του ιδιοκτήτη μας φρόντιζε. Ήταν εννέα μηνών έγκυος και όλοι την κακομεταχειρίζονταν επειδή θα γεννούσε κορίτσι. Και υπήρχαν ήδη μερικά κορίτσια στο σπίτι που κι αυτά της έκαναν τη ζωή δύσκολη. Κάθε πρωί σηκωνόταν και προσευχόταν. Και την τελευταία ημέρα των γυρισμάτων μας γέννησε απροσδόκητα ένα αγόρι.
Στις μετακινήσεις μας με την ομάδα, γνωρίσαμε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Με κάποιους από αυτούς μπορέσαμε να μιλήσουμε, με κάποιους άλλους όχι. Κάποιοι είχαν μια ιστορία που ήταν αμέσως ξεκάθαρη. Αποφάσισα ότι ήθελα να φτιάξω μια ιστορία για έναν από τους ακτιβιστές. Εργαζόταν για μια οργάνωση για τη διάσωση της θάλασσας Αράλη, ήταν ταυτόχρονα ξεναγός και έβγαζε κάποια χρήματα που δεν σχετίζονταν με τη διάσωση της θάλασσας Αράλη. Και ήθελα να γίνει η ταινία γύρω από αυτόν, αλλά μετά κάτι άλλαξε, κάτι έφυγε, κάτι έμεινε. Το αποτέλεσμα ήταν τέσσερις ιστορίες. Η πρώτη ήταν για μια κοπέλα ονόματι Όλια, την οποία γνώρισε ο εικονολήπτης μας. Του άρεσε εμφανισιακά - μια ξανθιά στο πυρακτωμένο Αράλσκ. Και μετά αποδείχθηκε ότι είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Είναι υδροβιολόγος και η οικογένειά της είναι μία από τις τελευταίες ρωσικές οικογένειες που έχουν απομείνει εκεί. Ζει μια μοναχική ζωή, γιατί της είναι δύσκολο να βρει έναν σύντροφο. Εξαιτίας αυτού, η Όλια έχει κλειστεί πολύ στον εαυτό της. Και είναι πολύ νοσταλγική, λίγο θλιμμένη, γράφει ποίηση, αλλά ξέρει επίσης ότι πρέπει να κάνει τη δουλειά της. Πηγαίνει στο λιμάνι με τον αδελφό της (επίσης υδροβιολόγο) και εξετάζει τον πυθμένα για να ελέγξει την τοξικότητα του περιβάλλοντος. Κάνει τη μικρή της δουλειά. Με την Όλια συνδέθηκα ιδιαίτερα, η ιστορία της ήταν αυτή που με άγγιξε περισσότερο. Η Όλια γεννήθηκε στο Αράλσκ, αλλά η πόλη έχει αλλάξει εντελώς. Οι γονείς της έχασαν τις δουλειές τους, όλοι οι συμμαθητές της έφυγαν. Και από τότε προσπάθησε πολλές φορές να φύγει μακριά. Να ζήσει μια ζωή όπου όλα θα επέστρεφαν. Και έφυγε για το Παβλοντάρ, έφυγε για το Μπαϊκονούρ, αλλά ένιωσε άβολα εκεί και επέστρεψε στο αγαπημένο της Αράλσκ. Και τώρα περπατάει σε αυτή την άμμο και καταλαβαίνει ότι αυτός είναι ο τόπος και το έδαφος δράσης της. Εδώ, τουλάχιστον, καταλαβαίνει τι πρέπει να γίνει.
Στις επτά επισκέψεις που έκανα κατά τη διάρκεια αποστολών, είδα τα πλοία στο νεκροταφείο να εξαφανίζονται σταδιακά. Τώρα χάθηκε η πλώρη, τώρα χάθηκε η λαμαρίνα. Ρώτησα τι συμβαίνει και μου είπαν ότι τα διαλύουν για παλιοσίδερα. Οι καμήλες κρύβονταν από τη ζέστη στις σκιές αυτών των πλοίων κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ήθελα να τραβήξω φωτογραφίες αυτών των διαλυμένων πλοίων ως ένδειξη ότι η ζωή συνεχίζεται. Αλλά όταν φτάσαμε, δεν υπήρχε τίποτα απολύτως εκεί. Μόνο καμήλες που στέκονταν και έψαχναν τα πλοία στα οποία κάποτε κρύβονταν από τη ζέστη. Και τότε κάποιοι ντόπιοι στάλκερ [λαθρέμποροι -σ.σ.] μας είπαν ότι ίσως (κανείς ποτέ δεν ξέρει τίποτα με σιγουριά), αν οδηγούσαμε όλη τη μέρα, θα βρίσκαμε πλοία. Και όταν πήγαμε εκεί, είχα άγχος, τι θα γινόταν αν δεν ήταν κανείς εκεί, τότε πώς θα κινηματογραφούσαμε την εξαφάνιση των πλοίων. Αλλά σταθήκαμε τυχεροί.
Ήταν κάτι που μπορούσα να φανταστώ μόνο στην καλύτερη περίπτωση: ένα πλήρωμα από άντρες, όλοι ηλιοκαμένοι, που κάπνιζαν, έβριζαν, και δούλευαν μέσα σε αφόρητη ζέστη. Οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες, γιατί είχε έξω 50 βαθμούς και ζούσαν μέσα στο μέταλλο, πάνω σε αυτό το πλοίο. Είχαν κάτι στρώματα εκεί, ένα ντασταρχάν [κοινός χώρος φαγητού-σ.σ.], και έναν σκύλο που τους κρατούσε συντροφιά.
Και κάθε πρωί βγαίνουν και κόβουν αυτό το πλοίο και άλλα πλοία που είναι χωμένα στην άμμο. Και αρχίζουμε να τους πλησιάζουμε, μόνο και μόνο για να μας αφήσουν να τους κινηματογραφήσουμε. Συνειδητοποιήσαμε ότι μπορεί να μην μας επιτρέψουν να κινηματογραφήσουμε γιατί αυτό που κάνουν είναι πιθανόν παράνομο. Αλλά συμφώνησαν αμέσως. Είτε επειδή ήταν μόνοι, είτε επειδή τα κόλπα του εικονολήπτη έπιασαν τόπο. Και έτσι προέκυψε μια άλλη ιστορία. Αυτοί οι τύποι είναι οι ανακυκλωτές της ιστορίας. Σύντομα δεν θα έχει μείνει τίποτα για να θρηνήσουμε. Ο κόσμος θα ξεχάσει ότι αυτά τα όμορφα βράχια κατά μήκος του δρόμου δεν είναι βράχια, είναι η πρώην ακτή και εμείς οδηγούμε στον βυθό. Και όταν τα πλοία εξαφανιστούν από αυτόν τον θαλάσσιο βυθό με κατεύθυνση την Κίνα για παλιοσίδερα, όλα θα είναι διαφορετικά. Και αυτό θα είναι θέμα άλλης συζήτησης, θα πρέπει να μιλήσουμε για νέα πράγματα. Σίγουρα κάτι συμβαίνει. Υπάρχουν δρόμοι στρωμένοι κατά μήκος του πρώην πυθμένα της θάλασσας. Ερχόμαστε να δούμε την καταστροφή και η ζωή εντωμεταξύ έχει προχωρήσει. [...]