Ειδομένη 2016
Η τελευταία προσπάθεια
Κείμενο-φωτογραφίες:
'Αγγελος Μπαράι
Ήταν 14 Μαρτίου 2016. Σαν σήμερα. Μια ημέρα καλά σφυρηλατημένη όχι μόνο στη δική μου μνήμη, αλλά και στις μνήμες όσων έτυχε να βρεθούν στα σύνορα Ελλάδας - Βόρειας Μακεδονίας. Είχε προηγηθεί το κλείσιμο της "Βαλκανικής Οδού", κι εκείνη την ημέρα περίπου 1.500 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο σε μια απέλπιδα προσπάθεια προσπάθησαν να περάσουν τα σύνορα και σε μια κίνηση απόγνωσης εγκατέλειψαν τον ανεπίσημο καταυλισμό που είχαν δημιουργήσει στην Ειδομένη. Είχαν πληροφορηθεί από κάποια φυλλάδια που μοίρασαν άγνωστοι την προηγούμενη μέρα πως τα σύνορα είναι "εικονικά κλειστά" και πως αν περπατήσουν πέντε χιλιόμετρα θα μπορούσαν να τα περάσουν. Ένα φυλλάδιο αρκούσε για να τους παρακινήσει σε ένα άλμα προς τη δική τους ελευθερία. Μέσα από λασπωμένα μονοπάτια, άλλοι κρατώντας κάποια λιγοστά υπάρχοντα ανα χείρας, άλλοι τους γονείς τους κι άλλοι τα παιδιά τους, στις 12:30 άρχισαν να περπατάνε πιστεύοντας πως θα καταφέρουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους στη Βόρεια Ευρώπη. Υπήρχε ένα συγκλονιστικό σημείο σε αυτή τη διαδρομή, κάτι που επανέρχεται σαν ανατριχιαστική ανάμνηση σήμερα. Τόσοι άνθρωποι έπρεπε να περάσουν μέσα από ένα παραπόταμο του Αξιού που είχε διογκωθεί μετά από πολλές μέρες βροχών. Να καταφέρουν να περπατήσουν μέσα από ένα υδάτινο παγωμένο ρεύμα που έμοιαζε ακόμη πιο τρομακτικό όταν έβλεπες μανάδες και πατεράδες με μωρά στα χέρια να πλησιάζουν στις όχθες του. Κρατώντας ένα σχοινί, ο ένας πίσω από τον άλλο έκαναν μικρά βήματα σχηματίζοντας μια ανθρώπινη κουρασμένη αλυσίδα. Τρεις άνθρωποι πνίγηκαν εκείνη την ημέρα το πρωί. Από ένα μικρό λάθος βήμα, επειδή παραπάτησαν, επειδή το χέρι τους άφησε κατα λάθος το σχοινί, επειδή κάποιος αποφάσισε να τους φράξει έναν άλλο, πιο αξιοπρεπή κι ανθρώπινο δρόμο να περπατήσουν. Ήταν μια μέρα που θύμιζε πόλεμο, συντριβή, πανικό, απόγνωση. Ήταν πολλές οι στιγμές που δεν γνωρίζαμε ούτε εγώ, ούτε οι συνάδελφοί μου πού ακριβώς βρισκόμασταν. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε αν έχουμε περάσει τα αχανή σύνορα μέσα στο δάσος ή όχι, τα κινητά μας δεν λειτουργούσαν, και σκεφτήκαμε πολλές φορές να γυρίσουμε πίσω. Η δύναμη όλης αυτής της εικόνας στην οποία σταθήκαμε παρατηρητές, μας έκανε να συνεχίσουμε. Δεν θα ξεχάσω τις δυνατές φωνές του στρατού που ξεπήδησε ξαφνικά μπροστά μας μέσα από τους θάμνους. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι λένε, καταλάβαμε όμως πως θα μας συλλάβουν. Ο συνάδελφός μου βρέθηκε στα χέρια τους γιατί περπατούσε αρκετά μέτρα μπροστά από εμένα. Εγώ κατάφερα να διαφύγω και να επιστρέψω για να ενημερώσω και τους υπόλοιπους συναδέλφους πως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε γιατί υπάρχει στρατός. Από τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ που κατέγραφαν τη διαδρομή των προσφύγων, τουλάχιστον 30 συνελήφθησαν από τις αρχές της γειτονικής χώρας για παράνομη είσοδο στη χώρα. Ούτε οι πρόσφυγες γνώριζαν πως υπάρχει στρατός. Παρά την απελπισία, την εξάντληση και την κούραση συνέχισαν μέχρι τη δύση του ηλίου να περνούν από το ποτάμι και όταν τα κατάφερναν περπατούσαν κατά μήκος του συνοριακού φράχτη μέχρι να βρουν το σημείο που τελείωνε. Τα κατάφεραν περίπου 600. Είχαν νικήσει τα καιρικά φαινόμενα, όμως δεν κατάφεραν να "νικήσουν" τις δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας που είχαν σπεύσει στο σημείο για να μην τους επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα. Ήταν εκείνη η ημέρα που ο Άνθρωπος κατάφερε να υπερκεράσει τα φουσκωμένα ποτάμια, το κρύο, την κούραση, τη φύση την ίδια, αλλά εξοντώθηκε ξανά ανάμεσα σε φράχτες, συνοριοφύλακες, θυμωμένους φαντάρους, αστυνομικούς και κρατικές πολιτικές που ελέγχουν αθελά του τη ζωή του και την ανάγκη του να βρει μια θέση στον κόσμο. Σαν σήμερα, ήταν για κάποιους η τελευταία προσπάθεια.
'Αγγελος Μπαράι