Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης (1985-1989)
'Ενα φωτογραφικό λεύκωμα του Κωνσταντίνου Πίττα
Θυμάμαι τον Κώστα μια ζωή να φεύγει μακριά και να χάνεται για μήνες. Βλέποντας τον να μην τον χωράει ο τόπος, και να ξεκινάει το ένα ταξίδι πίσω από το άλλο με μία μικρή Minox στην τσέπη, μου φαινόταν πως κυνηγούσε λίγο και τον εαυτό του, τα δικά του δαιμόνια. 'Ηταν τότε πολύ πιο μοναχικός, κι ακόμη και σε μας -τον Γιώργο Μαρίνο κι εμένα δηλαδή-, τους κοντινούς του φίλους που ήμασταν από τους λίγους που ξέραμε τι σπουδαίος φωτογράφος ήταν, δεν έλεγε πολλά για τις περιπλανήσεις του. Ότι είχε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο σ' αυτά τα ταξίδια, το ανακαλύπτω μόλις τώρα μέσα από το θαυμάσιο αυτό βιβλίο του. Αυτή η κρυφή πλευρά του συσκότισε ακόμη περισσότερο την αποφασή του, έπειτα από πέντε χρόνια συνεχούς αναζήτησης στους πέντε δρόμους της Ευρώπης, να σταματήσει τα ταξίδια και τη φωτογραφία που έκανε ως τότε και να στραφεί στην αυστηρά επαγγελματική φωτογραφία. Θα πρόσθετα στη στεγνή επαγγελματική φωτογραφία, κι αυτό δεν έπαυε να με στενοχωρεί, ενώ αδυνατούσα να το καταλάβω. Αναρωτιέμαι σήμερα αν τα ταξίδια του Κώστα επέδρασαν υποδόρεια και στη δική μου την περίπτωση κι αν του οφείλω σε κάποιο βαθμό, ανεξάρτητα από τα όποια "σχεδιά" μου, την αποφασιστική μου κίνηση μου να ξανοιχτώ κι εγώ στη φωτογραφική περιπλάνηση μετά τα 2-3 πολύ ωραία χρόνια που περάσαμε μαζί με τον Γιώργο στο εργαστηριό του. Γεγονός είναι πως το καλοκαίρι του 1988 ξεκινούσα με τη σειρά μου να κάνω με λεωφορείο το γύρο της Τουρκίας, με σκοπό -ή ίσως και άλλοθι- να βρω τα ίχνη του αρμένικου πολιτισμού. Το "ρεπορτάζ" αυτό αποτέλεσε και την πρώτη μου δημοσίευση σε περιοδικό, στο ENA της μετα-κοσκωτικής εποχής. Εκεί, στο ΕΝΑ, συνυπήρξαμε για λίγο με τον Κώστα. Η περίοδος εκείνη μ' ευνόησε γιατί μπόρεσα κι έφερα, με σύμμαχο τον αρχισυντάκτη του περιοδικού και μετέπειτα φίλο, τον Νίκο Αμανίτη, τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ στα μέτρα μου, εγκαινιάζοντας τα δικά μου ταξίδια, ο Κώστας όμως δεν βρήκε τη στήριξη που χρειαζόταν για να συνεχίσει τη φωτογραφία με τον δικό του προσωπικό του τρόπο, και απογοητεύτηκε οριστικά. Να όμως που από τους τρεις μας είναι ο πρώτος που βγάζει βιβλίο, με τον δικό του πάντα ιδιαίτερο παρορμητικό τρόπο. Πήγε μια μέρα στον Γιώργο με τα αρνητικά του, ο Γιώργος του τα σκάναρε, κι από κι έπειτα τα έκανε όλα μόνος του. Χαιρόμαστε για τον φίλο μας, χαιρόμαστε και για το βιβλίο του που δεν είναι μόνο ένα καταπληκτικό ντοκουμέντο, αλλά και το ίχνος ενός μαύρου άστρου που έχουμε κάποιοι από μας βαθιά μέσα στη ψυχή μας.
Βλ. επίσης : Τρεις αχώριστοι φίλοι φωτογράφοι. Ο Κώστας, ο Γιώργος και ο Σπύρος. Βόλτα στον Πειραιά το 1989. Α/λ/μ/α/ν/α/κ 3.11.2014.
Το 1985 η Ευρώπη ήταν ακόμη χωρισμένη στα δύο. Δύο αντίπαλα, εχθρικά στρατόπεδα, και αναμεσά τους το αδιαπέραστο σύνορο, το Τείχος. 'Ημουν τότε ένας νεαρός παθιασμένος με την Κεντρική Ευρώπη, έβλεπα τι συνέβαινε εκεί και ειδικά η απομόνωση, ο "εγκλεισμός" των Ανατολικοευρωπαίων, ήταν κάτι που με συγκλόνιζε. Είχα λοιπόν την ιδέα να ταξιδέψω σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και να φωτογραφίσω τους ανθρώπους και από τις δύο πλευρές του Τείχους και να τους παρουσιάσω μαζί σε ένα βιβλίο, σαν μια ενιαία Ευρώπη, χωρίς σύνορα και τείχη. Αφελές και μεγαλεπίβολο σχέδιο, όπως όλα τα νεανικά σχέδια.
Με το ονειρό μου αυτό ταξίδευα για πέντε χρόνια στις περισσότερες από τις χώρες της τότε Ευρώπης, σε δεκαεπτά χώρες, από την Πορτογαλία μέχρι την Πολωνία, πάντα μόνος, με ένα σαραβαλάκι -το ελληνικότατο Pony, για όποιον το θυμάται- , κοιμόμουν μέσα σε αυτό, στα πάρκινγκ των αυτοκινητοδρόμων και στις ερημιές. Και η μεγάλη μου χαρά ήταν να σταματάω σε κάθε πόλη και να περπατώ με τις ώρες στους δρόμους της παρατηρώντας τους ανθρώπους. Δεν με ενδιέφεραν τα αξιοθέατα, τα κτήρια, τα μουσεία, μόνο τα ανθρώπινα πρόσωπα έβλεπα.
Είδα όλο το Ανατολικό Μπλοκ, την καταπίεση και τον φόβο στα μάτια των ανθρώπων στην Ανατολική Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία. Και μια κάπως καλύτερη ζωή στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Και ταυτόχρονα επισκεπτόμουν και τις δυτικές χώρες και φωτογράφιζα και εκεί τους ανθρώπους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η Δύση δεν ήταν παράδεισος για μένα, έβλεπα κι εκεί τα ίδια πρόσωπα σχεδόν, μοναχικούς ανθρώπους, φτωχούς, ηλικιωμένους. Κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι δεν έκανα φωτορεπορτάζ αλλά κάτι άλλο.
Και ξαφνικά, μια ωραία νύχτα του 1989, το Τείχος έπεσε, χωρίς να με ρωτήσει αν είχα τελειώσει το "πρότζεκτ"... 'Εμεινα ξαφνικά χωρίς αντικίμενο. Και το μεγαλεπίβολο σχέδιό μου, μια Ευρώπη χωρίς σύνορα μέσα από τη φωτογραφία, φαινόταν τώρα πιο υπερφίαλο κι ανόητο παρά ποτέ... Αναρωτήθηκα τι στην ευχή έκανα τόσα χρόνια, τι νόημα είχε όλο αυτό. Αλλά ήμουν κι εγώ στο Βερολίνο την κρύα νύχτα του Νοεμβρίου και ενθουσιάστηκα μαζί με τους άλλους, έζησα τις μεγαλύτερες στιγμές της ζωής μου, όλοι εκεί νοιώσαμε έτσι, ζούσαμε την Ιστορία, την Ελευθερία, η Ευρώπη άλλαζε μπροστά στα μάτια μας, ήταν μαγική η ατμόσφαιρα !
'Οταν όμως μου πέρασε ο ενθουσιασμός, τα μάζεψα και γύρισα στην Ελλάδα, φοβερά απογοητευμένος. 'Ενοιωθα ότι αυτό που είχα κάνει δεν άξιζε πολλά, καθώς δεν έμπαινε στα δύο μεγάλα καλούπια της φωτογραφίας. Δεν ήταν ούτε "καταγραφή", ρεπορτάζ, ούτε "τέχνη" (ειδικά τη λεγόμενη "φωτογραφία τέχνης" την απεχθανόμουν). Είχα κάνει κάτι πολύ προσωπικό γιατί αυτό ήμουν εγώ, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Δεν είχα θέση πουθενά, έτσι το βίωνα. Γι' αυτό πήρα τα 24.000 αρνητικά και τα έθαψα, τα έβαλα βαθειά μέσα στην αποθήκη μου. Και μαζί με αυτά έθαψα και εκείνο το κομμάτι της ζωής μου. 'Εκανα οικογένεια και μια δουλειά για να συντηρήσω την οικογένειά μου και ήμουν ευτυχισμένος με τη νέα μου ζωή, οι παλιές μέρες δεν μου έλειπαν καθόλου, δεν μιλούσα σε κανένα γι' αυτές, ούτε έδειξα ποτέ σε κανένα τις φωτογραφίες μου. Με τον καιρό τις ξέχασα κι εγώ ο ίδιος. Και έτσι πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια.
'Ωσπου τον Μάρτιο του 2014 βρήκα τα κουτιά στην αποθήκη... Από περιέργεια σκανάρισα μερικά αρνητικά και τα ανάρτησα στο διαδίκτυο. Προς μεγάλη μου κατάπληξη συγκίνησαν τους εκεί φίλους μου. 'Εμεινα κατάπληκτος, το ξαναλέω, γιατί πίστευα ότι η δουλειά μου δεν ενδιέφερε κανέναν, ότι όλο αυτό που είχα κάνει τότε ήταν μια νεανική τρέλα και τίποτε άλλο. Με τον καιρό, αναρτώντας πολλές φωτογραφίες, αισθάνθηκα ότι τα πρόσωπα που είχα δει τότε στουςευρωπαϊκούς δρόμους δεν έπρεπε να χαθούν μαζί με εμένα αλλά να ζήσουν μέσα σ' ένα βιβλίο. 'Ετσι γεννήθηκε το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας.
'Ολα αυτά, και η παλιά μου τρέλα και η τωρινή, και οι φωτογραφίες και το βιβλίο, έγιναν από αγάπη και μόνο, αγάπη για τους Ευρωπαίους και την Ευρώπη, την οικογένειά μας.
Κωνσταντίνος Πίττας
[Το βιβλίο διατίθεται κι από το σάιτ του Κώστα : www.cpittas.com.]