Η ουκρανική κρίση: πέρα από την καταιγίδα
Les Nouveaux Cahiers du socialisme (Québec)
31.01.2022
Αν θέλαμε να πιστέψουμε τα αγγλοκαναδικά και αμερικανικά μεγάλα μέσα ενημέρωσης, ο κόσμος πλησίαζε πριν από λίγες ημέρες σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Στο επίκεντρο του "build-up", βρίσκεται το ΝΑΤΟ, ο μηχανισμός των ΗΠΑ που υποστηρίζεται από τους Ευρωπαίους και Καναδούς συμμάχους, έτοιμος για όλα προκειμένου να αντιταχθεί στη "ρωσική επιθετικότητα", όπως δήλωνε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ. Στην Globe και την Mail, στους New York Times και στον Economist του Λονδίνου, το ίδιο μήνυμα: η "δυτική αλληλεγγύη" πρέπει να αντιμετωπίσει τα παρανοϊκά όνειρα του Βλαντιμίρ Πούτιν. Ωστόσο, τώρα που το μπαλόνι έχει εν μέρει ξεφουσκώσει, απέχουμε ακόμη πολύ από μια πραγματική αποκλιμάκωση. Τόσο η Ρωσία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να φαίνονται ότι "κερδίζουν την παρτίδα", πράγμα που συνεπάγεται διάφορους περίπλοκους πολιτικούς ελιγμούς.
*
"Κόκκινος" συναγερμός
Αντιμέτωπες με τη ρωσική στρατιωτική ανάπτυξη στα σύνορα της Ουκρανίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι υφιστάμενοι σύμμαχοί τους σήμαναν συναγερμό, υποσχόμενοι στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία (χωρίς όμως να δεσμεύονται για την ανάπτυξη στρατευμάτων στο έδαφος) και τεράστιες κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Παράλληλα, οι πραγματικές συνομιλίες διεξάγονταν μεταξύ της Μόσχας και της Ουάσιγκτον. Ενώ υποστήριξε την αφήγηση που θέλει έναν επιτιθέμενο κι ένα θύμα, ο Μπάιντεν παρέμεινε προσεκτικός. Η Ρωσία, με επικεφαλής τον ικανό υπουργό Εξωτερικών της, Σεργκέι Λαβρόφ, δεν έπαψε να λέει ότι δεν υπάρχει πραγματική στρατιωτική επιλογή. Εν τω μεταξύ, μερικές ισχυρές φωνές στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν εκφράσει διαφορετική άποψη. Όχι μόνο δεν υπήρξε υστερικός τόνος στον κύριο γαλλικό και γερμανικό Τύπο, αλλά, πιο συγκεκριμένα, η Γαλλία και η Γερμανία κατάφεραν να εξουδετερώσουν τις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να τις εμπλέξουν στη σταυροφορία τους. Φυσικά, όλοι υπήρξαν σύμφωνοι στο να διατρανώσουν την κυριαρχία της Ουκρανίας, αλλά ως εκεί, και κυρίως στο να μην εγκρίνουν το στρατιωτικό build-up. Εν τω μεταξύ, και το Κίεβο άλλαξε τόνο, καθώς δήλωσε ότι δεν επίκειται ξέσπασμα εχθροπραξιών από την πλευρά του Κρεμλίνου και ότι η Δύση θα πρέπει να κινδυνολογεί λιγότερο στις δηλώσεις της.
Οι προκλήσεις της "αποκλιμάκωσης"
Και έτσι ο τόνος άλλαξε. Τελικά, οι πολεμοκάπηλοι που προφανώς υποστηρίζονται από το γιγαντιαίο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ και μερικά φερέφωνα σαν τον Μπόρις Τζόνσον, αναγκάστηκαν να καταπιούν τα λόγια τους. Βέβαια, η Ουάσινγκτον και οι υποτελείς σύμμαχοί της συνεχίζουν να υποστηρίζουν την Ουκρανία, ενώ υπόσχονται να ανοίξουν τις πύλες της κολάσεως αν η Ρωσία συνεχίσει σ' αυτήν την κατεύθυνση. Οι διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον, που αφήνουν στην άκρη τους "συμμάχους" τους και ακόμη και την Ουκρανία, προσπαθούν να βρουν μια φόρμουλα για να σώσουν τα προσχήματα, χωρίς να διαψεύσουν τις "θεμελιώδεις" θέσεις τους. Είναι απαραίτητο να υποβαθμιστεί η ουκρανική κρίση, να μειωθεί ο άμεσος αντίκτυπός της, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν είναι προφανές, και να βρεθούν "διευκολύνσεις". Αυτό είναι πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις. Η Μόσχα δεν μπορεί "απλά" να αποσύρει τα στρατεύματά της χωρίς να πάρει κάτι σε αντάλλαγμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν "απλά" να πουν ότι θα υποσχεθούν να μην εντάξουν την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, παρόλο που η de facto ένταξη έχει ήδη παραπεμφθεί "στις ελληνικές καλένδες".
Μπορεί να δράσουν και άλλοι παράγοντες και να διαταραχθούν οι ισορροπίες. Η ουκρανική κυβέρνηση μπορεί να απειλήσει τις "αυτονομιστικές" περιοχές του Ντονμπάς, όπου συνεχίζεται ο πόλεμος που έχει ήδη στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 13.000 ανθρώπους. Οι εν λόγω "αυτονομιστές", αν και βρίσκονται υπό τον ύστατο έλεγχο του ρωσικού στρατού, διαθέτουν αρκετά ανεξέλεγκτα στοιχεία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια ασταθής κατάσταση. Για να υπάρξει ωστόσο αποκλιμάκωση, η κατάσταση στο Ντονμπάς πρέπει να σταθεροποιηθεί, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Οι "θεμελιώδεις" επιλογές
Είναι σαφές ότι η ουκρανική κρίση είναι εδώ για να μείνει. Ωστόσο, θα πρέπει να έχει χάσει κανείς την επαφή με την πραγματικότητα για να πιστεύει ότι η Ρωσία θα μπορούσε να εισβάλει στην Ουκρανία. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία δεν έχει τα μέσα για να εμπλακεί σε μια τέτοια περιπέτεια. Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι κίνδυνοι ενός επώδυνου αδιεξόδου είναι τεράστιοι. Πολιτικά, θα ήταν μια χειρότερη καταστροφή από το Αφγανιστάν και οικονομικά, θα ήταν μια τρομερή σπατάλη. Αυτό που η Ρωσία θεωρεί "θεμελιώδες", είναι να αποφύγει η Ουκρανία να γίνει άλλο ένα φυλάκιο του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Για τη Μόσχα, η Ουκρανία δεν πρέπει να γίνει εχθρός. Σε σχέση με προηγούμενες διαπραγματεύσεις, η Ρωσία επιμένει σε ένα ορισμένο επίπεδο αυτονομίας για την περιοχή του Ντονμπάς. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ουκρανία είναι στην πραγματικότητα ένα δευτερεύον σκηνικό αντιπαράθεσης. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να δοθεί η εντύπωση μιας αποδυνάμωσης του ΝΑΤΟ, ιδίως για την Πολωνία, τις χώρες της Βαλτικής ή την Ουγγαρία, αλλά ούτε και για την δυτική περιοχή όπου αμφισβητείται η αμερικανική ηγεσία του ΝΑΤΟ.
Ο Τεντέν στο Κίεβο
Η φιλοαμερικανική "στροφή" που ενισχύθηκε από τους Συντηρητικούς από το 2006 έως το 2016 [η παράγραφος αυτή αφορά κυρίως τον Καναδά - σ.σ.] συνεχίζεται και με την παρούσα κυβέρνηση. Αυτή που την ενορχηστρώνει σήμερα είναι η Chrystia Freeland, για την οποία η ευθυγράμμιση με τις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος. Αυτό σημαίνει ότι καλείται η χώρα να παίξει έναν πολύ υποδεέστερο ρόλο στους συνεχιζόμενους "ατελείωτους πολέμους" (Συρία, Ιράκ, Υεμένη, Λιβύη, Παλαιστίνη, Λίβανος κ.λπ.), να συμμετάσχει στην περικύκλωση της Κίνας, της Βενεζουέλας, του Ιράν, και να παραμείνει εχθρική απέναντι στις προτάσεις για τη δημιουργία μιας νέας πολυμερούς παγκόσμιας τάξης. Επανειλημμένα, η Ουκρανία ορίζεται ως ο μεγάλος φίλος, ο μεγάλος εταίρος. Σύμφωνα με την διακήρυξη αρχών του υπουργείου, η υποστήριξη της Ουκρανίας "σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας τοποθετεί την Ουκρανία στην πρώτη γραμμή του ιδεολογικού πεδίου μάχης μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Συγκεκριμένα, "ο Καναδάς θα συνεργαστεί με τους συμμάχους του και τις χώρες με παρόμοιες απόψεις για την περαιτέρω οικονομική και πολιτική απομόνωση της Ρωσίας.
Η θέση αυτή εκπλήσσει ορισμένους εμπειρογνώμονες, όπως η Jocelyn Coulon του Centre d'études et de recherches internationales de l'Université de Montréal (CÉRIUM): "Ο Καναδάς δεν έχει μεγάλο βάρος στην κρίση σχετικά με το καθεστώς της Ουκρανίας. Η άκριτη ευθυγράμμισή του με τις πολιτικές της ουκρανικής κυβέρνησης τον έχει αποκλείσει από κάθε διπλωματική διαπραγμάτευση". Η Coulon πιστεύει ότι δεν υπάρχει τίποτα υπερβολικό στις ρωσικές απαιτήσεις. Δεν βλέπει κανέναν λόγο για τον οποίο δεν θα μπορούσε να διαπραγματευτεί ένας συμβιβασμός, ώστε η Ουκρανία, διατηρώντας την πλήρη κυριαρχία της, να δηλώνει "ουδέτερη", μία σκέψη που υπήρχε τη δεκαετία του 1950 για τη Φινλανδία και την Αυστρία: "Αντί να ζει μέσα σε ψευδαισθήσεις, η Ουκρανία μοιράζεται ένα μακρύ σύνορο με τη Ρωσία. Ο ρωσικός στρατός βρίσκεται στο κατώφλι της. Γνωρίζει πολύ καλά ότι καμία χώρα του ΝΑΤΟ δεν θα έρθει να τη σώσει αν η Ρωσία αποφασίσει να επέμβει στρατιωτικά". Ένας άλλος εμπειρογνώμονας, ο Paul Robinson, πιστεύει ότι οι ευθύνες είναι μοιρασμένες: "Η Ουκρανία αρνήθηκε να εφαρμόσει τις συστάσεις της διάσκεψης του Μινσκ του 2015, οι οποίες προέβλεπαν την ανάπτυξη ενός σχεδίου αυτονομίας και αποκέντρωσης για τις ανατολικές περιοχές που είχαν αποσχιστεί".