"Η ζωή δεν είναι ποτέ αυτό που νομίζουμε"
Alexandre Romanès
'Οταν το θέατρο συναντάει το τσίρκο μέσα από την ποίηση: η μεγάλη φιλία μεταξύ του Alexandre Romanès και του Jean Genet.
Σε ηλικία 25 χρονών, ο Alexandre Romanès εγκαταλείπει το διάσημο παρισινό τσίρκο της τσιγγάνικης οικογένειας Bouglione και δίνει παραστάσεις στο δρόμο. Στο πρόσωπο του νεαρού σχοινοβάτη, ο Ζαν Ζενέ βρίσκει έναν φίλο που του θυμίζει τον Abdallah Bentaga, τον σύντροφο που πενθεί και που δεν μπόρεσε να γίνει μεγάλος ακροβάτης.
*
Το ξενοδοχείο όπου κοιμόταν ο Ζαν Ζενέ απείχε εκατό μέτρο από την πολυκατοικία όπου ζούσα με την Λυδία. Ανάμεσα στο ξενοδοχείο του και το σπίτι μας, υπήρχε το Καφέ των Πτηνών. Κάθε πρωϊ, η Λυδία κι εγώ πηγαίναμε να τον βρούμε. Μας είχε πει: "Εδώ έδιναν ραντεβού οι υπερρεαλιστές." Εγώ δεν είχα ακούσει ποτέ γι' αυτούς, και είχε προσθέσει: "Δεν ξέρουμε ποιος απ' αυτούς ήταν ο πιο ηλίθιος." Η Λυδία δεν είχε χειροκροτήσει, αλλά αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.
Τ' απογεύματα, όταν δεν ήμουν με τη Λυδία ή τον Ζαν, έπαιρνα το λαούτο μου και δούλευα τις παρτιτούρες της μουσικής της ιταλικής ή γαλλικής Αναγέννησης - Francesco da Milano, Pierre Attaingnant, Adrien Lerog - που μου προμήθευε η Πασκάλ Μποκέ. Συχνά, προς το τέλος του απογεύματος, η Λυδία κι εγώ ξαναπηγαίναμε στο Καφέ των Πτηνών να δούμε τον Ζαν. Σ' αυτό το καφενείο, μαζί με τη Λυδία και τον Ζαν, έζησα στιγμές που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Ο Ζαν Ζενέ παραμελούσε τη φυσική του εμφάνιση. 'Εμοιαζε με τύπο που κοιμάται στο δρόμο κι επειδή ούτε κι εγώ ήμουν πολύ σένιος, για να μην μας πετάνε έξω πηγαίναμε σχεδόν κάθε μέρα και τρώγαμε στη γειτονιά του Barbès Rochechouart, το μόνο μέρος όπου οι εστιάτορες δέχονται κάθε λογής πελάτες.
Καθόμασταν σε ένα μικρό τραπέζι. Περιμέναμε να μας σερβίρουν. Στην είσοδο όμως του εστιατορίου στεκόταν μία νεαρή κοπέλα. 'Ηταν εμφανές ότι κοιτούσε τον Ζαν. Αλλά δεν τολμούσε να μπει. Της έκανα ένα μικρό νεύμα με το χέρι για να πλησιάσει. 'Ερχεται κοντά μας, μας χαιρετάει και απευθύνεταιν στον Ζαν: "Είστε, νομίζω, ο ποιητής Ζαν Ζενέ." Ο Ζαν της χαμογελάει πλατιά: "Είμαι ο Ζαν Ζενέ. Καθήστε και πείτε μου τι θέλετε."
Η νεαρή κοπέλα είχε κοκκινίσει από τη συγκίνηση. Ο Ζαν ήταν πολύ καλός με τους ταπεινούς ανθρώπους. Του είπε: "Είμαι ηθοποιός και θα ήθελα πολύ να παίξω τις Δούλες, αλλά ξέρω ότι δεν δίνετε πολλές άδειες." Χωρίς να πει τίποτα, ο Ζενέ έβγαλε ένα στιλό από την τσέπη του, έσκισε ένα κομμάτι από το χάρτινο τραπεζομάντηλο που ήταν μπροστά του, τη ρώτησε πως τη λένε και έγραψε: "Δίνω την άδειά μου στην Δίδα... να παίξει ένα από τα έργα μου. 'Οποιο διαλέξει."
'Ενα μήνα πριν, είχε αρνηθεί να παιχτεί το Μπαλκόνι στη Comédie-Française. Ο Ζαν χρησιμοποιούσε συχνά τη λέξη "κομψότητα" και είναι γεγονός ότι την είχε περισσή. Μπροστά στον ποιητή, η νεαρή ηθοποιός ήταν άψογη. Και δεν της έλειπε και της ίδιας η κομψότητα.
'Εκανα πολλές συζητήσει με τον Ζαν Ζενέ γύρω απο το τσίρκο. Μια μέρα, με ρώτησε: "Σου άρεσε που έκανες νούμερο με λιοντάρια;" Μου έθεσε αυτήν την ερώτηση επειδή όλο και περισσότερος κόσμος έβρισκε ανυπόφορο να κρατούνται άγρια ζώα σε αιχμαλωσία.
Απάντησα πως μου άρεσε, αλλά και πως ήταν λυπηρό να βλέπεις αυτά τα υπέροχα ζώα μέσα σε κλουβί. Ο Ζαν έμεινε σιωπηλός. Σκεφτόταν. Και μου διηγήθηκε μία ιστορία από την Αρχαία 'Ελλαδα.
Οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για τον Παρθενώνα έρχονταν από μακριά. Μεταφέρονταν πάνω σε γαϊδούρια που πήγαιναν όπου ήθελαν. Καθώς οι πέτρες δεν έφταναν στον προορισμό τους, οι Αθηναίοι συσκέφθηκαν για να βρουν μία λύση. Και είχαν αποφασίσει, για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και για να υποχρεώσουν τα γαϊδούρια να πηγαίνουν ίσια, να τα τυφλώσουν.
Ο Ζαν σταμάτησε να μιλάει. Με κοιτούσε. Περίμενε την αντίδρασή μου. "Ζαν, αν ήσουν εσύ στη θέση των Αθηναίων, τι θα είχες κάνει;" Δεν απάντησε όμως στην ερώτησή μου. Και συνέχισε: "Εσύ, αν ήσουν στη θέση των Αθηναίων, τι θα είχες κάνει; Θα είχες βγάλει τα μάτια των γαϊδουριών;"
Του είπα πως δεν θα είχα εγκρίνει μία τόσο σκληρή απόφαση, ειδικά αν επρόκειτο να χτιστεί ένα κτήριο που δεν χρησιμεύει σε τίποτα, ή μάλλον που χρησιμεύει μόνο για τη φιγούρα. Εξάλλου, τα γαϊδούρια έχουν τα πιο συγκινητικά μάτια σε όλο το ζωϊκό βασίλειο. Του είπα: "Κι εσύ, λοιπόν, τι θα είχες κάνει;" Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, μου είπε: "Θα είχα αποδεχτεί την απόφαση των Αθηναίων και δεν θα το είχα κάνει ζήτημα αν είχα βάλει λιοντάρια σε κλουβί.
Με την Λυδία, όταν δεν πηγαίναμε στο Καφέ των Πτηνών να συναντήσουμε τον Ζαν Ζενέ, ερχόταν εκείνος σπίτι μας. Είχαμε προσέξει ότι έμενε μαζί μας όλο και πιο αργά. 'Ενα βράδυ αποκοιμήθηκε στη μοναδική πολυθρόνα που είχαμε.
Την άλλη μέρα το πρωϊ ήταν πολύ χαρούμενος που είχε κοιμηθεί στο μικρό μας το διαμέρισμα. 'Οταν η Λυδία του είπε: "Μπορείτε να κοιμηθείτε εδώ όσο θέλετε", έκανε σαν μικρό παιδί που μάθαινε ένα ευχάριστο νέο. Είχαμε ένα μικρό μονό κρεβάτι που δεν μας χρησίμευε σε τίποτα, κι έτσι ο Ζαν πέρασε το χειμώνα μαζί μας.
Κάθε βράδυ, είχαμε έτσι μία συναρπαστική συζήτηση γύρω από την ποίηση. 'Οταν τέλειωσε ο χειμώνας, ξαναέπιασε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο d' Anvers. Δεν ήταν παράλογο γιατί το διαμέρισμα ήταν μικρό.
Περνώντας πολύ χρόνο με τον Ζαν, αντιλήφθηκα πως κάποια άσεμνα σημεία στο έργο του, τα είχε γράψει για να σοκάρει. Επειδή σπάνια είχα ακούσει τον ποιητή αυτόν να προφέρει μία αισχρή λέξη. Είχε μεγάλη λεπτότητα.
Μια μέρα, με πήγε να δούμε πίνακες του Ανρί Ματίς που του άρεσαν πολύ. Βγαίνοντας από την έκθεση, καθώς ήμουν τελείως ανίδεος, του είπα πολύ αθώα: "Ναι, μου άρεσαν, είναι πολύ όμορφα, αλλά κι εγώ μπορώ να κάνω τα ίδια." Και τότε, μου εξήγησε πως, για να καταλάβουμε και να εκτιμήσουμε τη ζωγραφική, θα πρέπει να δούμε την εξέλιξή της ανά τους αιώνες, ξεκινώντας από τα πρώτα έργα.
Αμέσως μετά, τόλμησα να τον ρωτήσω: "Ζαν, εσύ έχεις κάνει ποτέ έρωτα με μία γυναίκα;" Περπατούσαμε στον δρόμο. Σταματάει. Με κοιτάει στα μάτια και μου λέει: "Αλεξάντρ, εσύ έχεις κάνει ποτέ έρωτα με έναν άνδρα;"
Δεν συνεχίσαμε την κουβέντα. Μείναμε σ' αυτά και οι δυό μας.
Το να πεις ότι ο Ζαν Ζενέ ήταν γενναιόδωρος είναι λίγο. Δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Κοιμόταν σε άθλια ξενοδοχεία για να κάνει οικονομίες με σκοπό να βοηθήσει. Τη Λυδία κι εμένα πολύ συχνά μας έστερξε.
Είχα ένα λαούτο σε κακά χάλια. Μια μέρα, μην αντέχοντας άλλο, παρήγγειλα ένα καινούργιο σε έναν μάστορα. Είχα μόνο το ένα πέμπτο του ποσού. Ο Ζαν πλήρωσε το υπόλοιπο. Είχε στοιχίσει όσο ένα μικρό αυτοκίνητο.
'Οταν ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος ήταν η πεμτουσία της καλοσύνης, πέθανε, κάποιοι κακόβουλοι τύποι τον είπαν αντισημίτη. Δεν ήταν καθόλου. Πίστευε πως ο ποιητής είναι το πιο ηθικό πρόσωπο στην κοινωνία. Και έλεγε: "Ο 'Αλμπερτ Αϊνστάιν δεν είναι φυσικός, είναι ποιητής", ή "κανείς δεν παίζει καλύτερα βιολί όσο ο Γεχούντι Μενουχίν", ή "οι εβραίες γυναίκες είναι οι ομορφότερες γυναίκες του κόσμου". Τριάντα χρόνια μετά τον θανατό του, ο ποιητής αυτός δεν έχει ένα θέατρο ή ένα χώρο στο ονομά του.
Alexandre Romanès
Τα κοράκια είναι οι Τσιγγάνοι του ουρανού
Μτφ. Σ.Σ.