TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Νατάσα

Νατάσα


Η πρώτη και παντοτινή φίλη στο Παρίσι

Η "ρωσική ψυχή" σε όλο της το μεγαλείο


Νατάσα Facebook Twitter
Η γλυκιά Νατάσα στην κουζίνα της στο Παρίσι, ελλείψει άλλου καλύτερου φωτισμού (1983). © Σπύρος Στάβερης


 

ΓIA NA TAΞΙΔΕΨΕΙΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ, εκείνη την εποχή, έπαιρνες συνήθως ένα καράβι από τον Πειραιά για να σε βγάλει στη Μασσαλία. Μετά, αν δεν σε τρόμαζε η ταλαιπωρία -εμάς ως οικογένεια δεν μας τρόμαξε ποτέ!- έπαιρνες κατευθείαν το πρώτο τρένο για Παρίσι και κατέβαινες ζαλισμένος και μπαϊλντισμένος στο σταθμό της Gare de Lyon, εκεί όπου ακόμα καταλήγουν όλες οι γραμμές του Νότου. Φτάσαμε στο Παρίσι στις 6 Ιουνίου του 1955, την ίδια μέρα με την απόβαση στη Νορμανδία, όπως έλεγε αργότερα με νόημα ο πατέρας μου. Απόβαση ήταν η σωστή λέξη και για το δικό μας ταξίδι. Η υποχώρηση και η άτακτη επιστροφή δεν ήταν στα πλάνα μας, είχαν καεί όλες οι γέφυρες που μας χώριζαν από την μετεμφυλιακή Ελλάδα, και το εισιτήριο, δωρεά ενός συμπονετικού Κεφαλλονίτη εφοπλιστή, ήταν χωρίς επιστροφή.  ("Αλλά να με μουτζώσει κι ο πατέρας μου!", έλεγε με απορία η μητέρα μου, που δεν υπολειπόταν σε πνεύμα περιπέτειας από τον πατέρα μου. "Θα είπε που πας μωρή με ένα παιδί στην αγκαλιά!").

Αφού μας τακτοποίησε σε ένα ξενοδοχείο της Place de la Nation, ο πατέρας μου ξεκίνησε αμέσως να βρει στην άλλη άκρη του Παρισιού, χωρίς εννοείται να ξέρει ούτε λέξη Γαλλικά, μόνο κάτι λίγα Γερμανικά από την αιχμαλωσία του, μία Ελληνίδα που πίστευε πως θα μας βοηθούσε επειδή έραβε στην Αθήνα σε κάτι θείες του μοδίστρες. Η Ντόρα – το "Ντορούνι"- έμενε κανονικά στο Trocadéro, αλλά μόλις είχε πάρει διαζύγιο, νέα κοπέλα ακόμα, από τον Roland Dumas, τον μετέπειτα υπουργό Εξωτερικών που την είχε παντρευτεί όντας φοιτητής, και που ήταν ήδη φτασμένος και πλούσιος δικηγόρος. Η Ντόρα δεν έμενε πια εκεί, είπε η θυρωρός, και έδωσε τη διεύθυνση της Νατάσας που φιλοξενούσε τότε τη Ντόρα. Δεν πτοήθηκε ο πατέρας μου και έψαξε την ίδια μέρα να βρει το σπίτι της Νατάσας στη rue Nationale, κοντά στο μετρό Marcel Sembat. Η Νατάσα ήταν ευτυχώς σπίτι της και του ετοίμασε μία μεγάλη κούπα καφέ με γάλα α λα γαλλικά που είχε να το λέει μετά ο πατέρας μου σε όλη του τη ζωή. Μέχρι να γυρίσει όμως πίσω από όλες αυτές τις διαδρομές, είχε νυχτώσει για τα καλά. Πώς προσανατολίστηκε στο μετρό, πώς βρήκε το σπίτι της Ντόρας, κι έπειτα της Νατάσας, και κυρίως πώς κατάφερε και γύρισε στο ξενοδοχείο, ένα μυστήριο!  Η μητέρα μου εν τω μεταξύ είχε απελπιστεί. Τη βρήκε να ρίχνει μαύρο δάκρυ κουλουριασμένη σε μια γωνιά του δωματίου. Ήταν σίγουρη πως δεν θα τον ξαναέβλεπε, και τι θα έκανε μόνη της σε μια άγνωστη πόλη με ένα παιδί.

Η Νατάσα προθυμοποιήθηκε αμέσως να μας φιλοξενήσει, μέχρι να συνηθίσουμε λίγο την πόλη και να δούμε τι θα κάνουμε. Και μας υιοθέτησε κανονικά, εκείνη που ήταν παιδί υιοθετημένο. Τώρα δεν αποκλείω και να άσκησε πάνω της κάποια γοητεία ο νέος, όμορφος και ευθυτενής πατέρας μου, λάτρης εξάλλου της Ρωσίας, ή ακριβέστερα της Σοβιετικής 'Ενωσης. Είχαν άλλωστε και την ίδια πάνω κάτω ηλικία.

Παρένθεση της αδερφής μου: “Η Νατάσα πρέπει να έφυγε από τη Μόσχα γύρω στο 1943-44, σε ηλικία 16 ετών. Η μητέρα της, που δεν ήταν μητέρα της, ήταν καθηγήτρια Γαλλικών, γι’ αυτό και προτίμησε λογικά να εγκατασταθεί στο Παρίσι μαζί με τις δύο υιοθετημένες της κόρες, τη Νατάσα και την αδερφή της την Ελέν που δεν ήταν αδερφή της. Ήταν πολύ αυταρχική η γριά και πιο πολύ του χεριού της είχε την Ελέν, που την έβαζε να την πηγαίνει και να την φέρνει με το 2CV της. 'Εμεναν και μαζί απ' ό, τι θυμάμαι. Η Νατάσα ήταν πιο μποέμ και δεν μπορούσε να την ελέγχει. ‘Οποτε όμως δεχόταν τη "μητέρα" στο σπίτι της, η Νατάσα είχε έτοιμο ένα σαμοβάρι και διάφορες λιχουδιές. Κάποτε, μητέρα και αδερφή, χωρίς τη Νατάσα, θέλησαν να κάνουν ένα τουριστικό ταξίδι στην Ελλάδα και τότε τις φιλοξένησε μερικές μέρες η γιαγιά μας η 'Αρτεμις στο Γαλάτσι. Η μητέρα τρελαινόταν για πασατέμπο."

Η Νατάσα έμενε τότε δίπλα από το εργοστάσιο της Renault, σε ένα μικρό τριάρι, όπου μας παραχώρησε ένα δωμάτιο. 'Οταν το έμαθε η Ντόρα δεν της άρεσε καθόλου, γιατί συνήθιζε να φέρνει εκεί της παρέες της και να διασκεδάζουν. 'Ηταν ένα πολύ χαρούμενο σπίτι, γιατί και η Νατάσα, που ήταν δεινή μαγείρισσα, πετούσε τη σκούφια της για τραπέζια και για χορούς. 'Οταν γίνονταν αυτές οι γιορτές, οι γονείς μου ντρέπονταν να εμφανιστούν και κλείνονταν στο μικρό δωμάτιο. 'Οσο παρατεινόταν η φιλοξενία, τόσο γινόταν έξαλλος όμως και ο σύντροφος της Νατάσας, ο Κλωντ, ένας Εβραίος pied-noir από την Αλγερία, που την πίεζε να μας διώξει επειδή δεν ήθελε να μας έχει στα πόδια του. Εκείνη όμως δεν του έκανε τη χάρη, κι έτσι μείναμε τελικά στη Νατάσα μέχρι τον επόμενο Μάη, έναν ολόκληρο χρόνο δηλαδή.

Παρένθεση της μητέρας μου: "Η Madame Dora έμενε πάνω από τη Νατάσα. Αρμένισσα, μορφωμένη. ‘Ηταν δασκάλα και είχε πάρει έναν Αρμένη, έναν κοντό, έναν τόσο, έναν μπακαλόγατο. Αυτός είχε ένα μαγαζί ίσα με τη μισή κουζίνα μας. ‘Εβαζε την ποδιά κι έπιανε δουλειά. Πολύ τσιφούτης. Κι εκείνη στολιζόταν -πρόσεχε πολύ τον εαυτό της- και καθόταν στο ταμείο. Κι όταν σχόλαγαν οι εργάτες της Renault, έκαναν ουρά, με τα τσόκαρά τους, για να πάρουν λίγο σαλάμι, λίγο τυρί, ενώ είχαν καντίνα στο εργοστάσιο. Η Madame Dora μας αγαπούσε, αλλά γιατί διάλεξε αυτόν τον άνθρωπο κι αυτή τη ζωή, ενώ ήταν μορφωμένη; Κάθε Σάββατο την έπαιρνε και πήγαιναν στη θάλασσα, στο Ντωβίλ συγκεκριμένα, με το τρένο, για να φάνε φρέσκο ψάρι και θαλασσινά."

Εκείνο το διάστημα έτυχε η Νατάσα να περιμένει παιδί ταυτόχρονα με τη μητέρα μου. Η Ντιάνα, η αδερφή μου, γεννήθηκε σχεδόν μαζί με την Ελένη, την κόρη της Νατάσας, η οποία έγινε και δική μου ομογάλακτη αδερφή, επειδή δεν έφτανε το γάλα της μητέρας της και χρειάστηκε να τη θηλάζουν από κοινού οι δύο γυναίκες του σπιτιού.

Παρένθεση της μητέρας μου: “Ο μπαμπάς πήγε τη Νατάσα στο μαιευτήριο. Την έβαλε σε ένα ταξί όταν την έπιασαν οι πόνοι και περίμενε μέχρι να γεννηθεί το παιδί. Είχαμε αγωνία γιατί ήταν καρδιακή η Νατάσα και γέννησε δύσκολα. Η Ελένη ήταν πολύ νευρικό μωρό. ‘Ολο έκλαιγε γιατί χρειαζόταν, όπως είπαν οι γιατροί, περισσότερο μητρικό γάλα. 40 μέρες είχαν διαφορά η Ελένη από τη Ντιάνα, κι έτσι της έδωσα εγώ. Αλλά δεν αγαπούσε τη μητέρα της."

Νατάσα Facebook Twitter
Η Ελένη, κόρη της Νατάσας και... "ομογάλακτη" αδερφή μου (1983). © Σπύρος Στάβερης


Κάποτε γύρισε και ο Τοροσιάν, ο επίσημος άντρας της Νατάσας. Είχε περάσει δέκα χρόνια στη φυλακή στη Ρουμανία, στο Βουκουρέστι, για κάτι ατασθαλίες που έλεγαν ότι είχε κάνει. Η Νατάσα πήρε την κόρη της -το παιδί του Κλωντ- και πήγε αεράτη στο αεροδρόμιο να τον υποδεχτεί. Ο Τοροσιάν ήταν ένας καλός, φιλήσυχος άνθρωπος, ήταν και μέτοχος σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, το Commodore, στο boulevard des Italiens. Αναγνώρισε το παιδί και όλοι μαζί -χωρίς τον Κλωντ- πήγαν να μείνουν στο ξενοδοχείο. Τότε, ο πατέρας μου δούλευε στις οικοδομές και τον είχε πάρει και ο Καμπουράκης -του πρακτορείου Paris-Athènes- για να του κάνει όλες τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, και είχαμε πια κι εμείς το "σπιτικό μας", ένα δωμάτιο στην αρχή, στο οποίο προστέθηκε μετά από καιρό και το διπλανό του, πίσω από το Χειμερινό Τσίρκο. Εξακολουθούσαμε όμως να βλέπουμε συχνά τη Νατάσα, κι εμείς τα παιδιά παίζαμε τώρα στα σαλόνια του Commodore. Η Νατάσα μάς πήγαινε στην πισίνα ή για να κάνουμε πατίνια στον κήπο του Κεραμεικού και η Ελένη μάς οδηγούσε συχνά και στις κουζίνες όπου οι μαγείρισσες μας έφτιαχναν τοστ και κρέπες. 'Ημουν και λίγο ερωτευμένος μαζί της.

‘Όταν πέθανε ο Τοροσιάν, η Ελένη πήγε οικότροφος στην Αγγλία, και η Νατάσα, πλούσια πλέον κληρονόμος, αγόρασε ένα διαμέρισμα κοντά στο θέατρο της Opéra Comique, κάπως σκοτεινό στα χρώματα, όπου είχε κλείσει μέσα όλη της τη ρώσικη ψυχή. Ανταλλάζαμε και τότε συχνές επισκέψεις και η Νατάσα χαιρόταν πολύ να τρώει τα βράδια μαζί μας, να χορεύει στις αυθόρμητες χορευτικές βραδιές που οργάνωναν οι γονείς μου, και να τσακώνεται με τον πατέρα μου για τα πολιτικά. Με την Ελένη, βέβαια, απ' όταν πήγε στην Αγγλία, εμείς χαθήκαμε. Την ξαναείδαμε τυχαία μετά από πολλά χρόνια, εγώ σε ένα μάθημα χορού, όπου συνόδευα μία φίλη, και η αδερφή μου σε μια αρκετά αστεία περίσταση, στα παρασκήνια των Folies Bergère, όπου η Ελένη εμφανίστηκε μπροστά της με όλα τα φτερά και την αποκαλυπτική στολή. Την είχαν προσλάβει ως μέλος του διάσημου μπαλέτου. Μετά μάθαμε ότι πήγε να ζήσει στο Μεξικό όπου ασχολήθηκε με ρούχα.  Εκεί βρίσκεται μάλλον ακόμη.

Προς το τέλος της ζωής της, όταν αρρώστησε, η Νατάσα έγινε βουδίστρια και κάποια στιγμή έκοψε τελείως ανεξήγητα κάθε επαφή με τους γονείς μας. Ο πατέρας μου την έπαιρνε τηλέφωνο κι εκείνη του το έκλεινε στα μούτρα. Παρ’ όλα αυτά, όταν έμαθαν σε ποια κλινική την είχαν, οι γονείς μου ξεκίνησαν να πάνε να τη δουν αδιαφορώντας για τη μεγάλη απόσταση. Η μητέρα μου της πήγε μάλιστα κι ένα βαζάκι με αγκινάρες που ήξερε ότι της άρεσαν ("η Νατάσα σηκωνόταν το βράδυ και έτρωγε όλα τα ντολμαδάκια μου. Της άρεσε πολύ η μαγειρική μου. Κυκλοφορούσε νυχτιάτικα  μέσα στο σπίτι και τα λιγουρευόταν."). Αυτό ήταν. Τους είπε πόσο την είχαν συγκινήσει και ότι υπήρξαν οι μοναδικοί της φίλοι.

‘Ένα μήνα μετά την κηδεία της, η αδερφή της Νατάσας κάλεσε τη Ντιάνα να πάει σε μία βουδιστική τελετή προς τιμήν της Νατάσας. Τι να κάνει η αδερφή μου, πήγε, και είπε και μία βουδιστική προσευχή. Εμένα, η Νατάσα μού είχε τάξει μία φωτογραφική μηχανή, αλλά δεν έφτασε ποτέ στα χέρια μου.


Νατάσα Facebook Twitter
Η Ελένη με μία φίλη της (1983). © Σπύρος Στάβερης

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ