Ο ήχος ως όπλο
"Στην εποχή των "έξυπνων πόλεων" και της "επαυξημένης πραγματικότητας", η τάση που επισημαίνει ο σχεδιαστής ήχου Roland Cahen δεν φαίνεται να μειώνεται σύντομα: η τεχνολογία πασχίζει να ντύσει με γλώσσα, μουσική, συναγερμούς ή ακουστικά στολίδια ένα πλήθος υλικών που προηγουμένως ήταν βουβά ή απλώς θορυβώδη.
Η πόλη είναι ένα από αυτά τα υλικά. Διαμορφώνεται ακουστικά, χωρίς ιδιαίτερες συνεννοήσεις προς το παρόν, από ιδρύματα, βιομηχάνους, διαφημιστές, συλλόγους ή εργαστήρια. Μια ηχητική χαρτογραφία αναπτύσσεται σιγά-σιγά, εγκαθιστώντας νέες χρήσεις και αόρατα σύνορα στους δημόσιους χώρους. Άλλοτε για να προσελκύσει, άλλοτε για να απωθήσει· άλλοτε για να ενημερώσει, άλλοτε για να πουλήσει. Ιδιωτικές εταιρείες ή δημόσιες υπηρεσίες φροντίζουν να χαϊδεύουν τα αυτιά των πελατών και μερικές φορές να τριβελίζουν τα αυτιά των ανεπιθύμητων ή των χρηστών."
Juliette Volcler, Le marketing sonore envahit les villes (Το ηχητικό μάρκετινγκ εισβάλλει στις πόλεις)
Le Monde Diplomatique - Αύγουστος 2013
Juliette Volcler. Ο ήχος ως όπλο. Οι αστυνομικές και στρατιωτικές χρήσεις του ήχου.
Laure Célérier
Lectures - 11.01.2012
1. Όταν ο Παναμέζος στρατηγός Μανουέλ Νοριέγκα, ο οποίος ανατράπηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο της επιχείρησης Just Cause, κατέφυγε στην πρεσβεία του Βατικανού τον Δεκέμβριο του 1989, οι Αμερικανοί στρατιώτες βομβάρδισαν την πρεσβεία με hard rock και metal μουσική για να επιταχύνουν την πτώση του αντιπάλου τους, με αυξημένη κιόλας ένταση μόλις ο Νοριέγκα δήλωσε ότι δεν μπορούσε να αντέξει τη μουσική αυτή. Αυτή η επιθετική χρήση του ήχου συναντάται και σε πιο πρόσφατους πολέμους και απηχεί τόσο τους ηχητικούς βομβαρδισμούς του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ όσο και τη μετάδοση heavy metal μουσικής από τον ίδιο στρατό στα στρατόπεδα του Γκουαντάναμο. Η χρήση του ήχου ως όπλο ξεκίνησε στις αρχές του εικοστού αιώνα. Οι εφαρμογές του πολλαπλασιάστηκαν στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα.
2. Το βιβλίο της Juliette Volcler, με τίτλο Le son comme arme (Ο ήχος ως όπλο), το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις La Découverte το 2011, προτείνει μια σύνθεση και μια ανάλυση διαφόρων πηγών που σχετίζονται με τις στρατιωτικές και αστυνομικές χρήσεις του ήχου, ως φυσικού φαινομένου, με τη φιλοδοξία να "σκιαγραφήσει μια γενεαλογία της ακουστικής καταστολής" (σελ. 8). Το Le son comme arme προτείνει αρχικά μια ανάλυση των συνεπειών της χρήσης του ήχου στα σώματα και την ψυχή μας, στη συνέχεια παρουσιάζει τις διάφορες δυνατότητες και στρατιωτικές χρήσεις του ήχου και τέλος αναλύει, σε ένα θεωρητικό πλαίσιο εμπνευσμένο κυρίως από τον Μισέλ Φουκώ, την εμφάνιση των νέων ηχητικών όπλων.
3. "Τα αυτιά δεν έχουν βλέφαρα", γράφει ο Pascal Quignard (αναφέρεται στη σελ. 13). Αυτό το προφανές γεγονός έχει τη σημασία του καθώς μας καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτους στον επιθετικό θόρυβο που μας περιβάλλει. Οι ηχητικές αυτές επιθέσεις μπορούν να έχουν τρομακτικά αποτελέσματα στον ψυχισμό μας: η ακουστική απομόνωση όπως και ο ηχητικός κορεσμός αποπροσανατολίζουν το άτομο και καταστρέφουν την υποκειμενικότητά του. Όμως ο ήχος έχει και φυσιολογικές επιπτώσεις, οι οποίες δεν ξεχωρίζουν πάντα καθαρά από τις ψυχολογικές επιπτώσεις: ένα υψηλό επίπεδο ντεσιμπέλ μπορεί να έχει μη αναστρέψιμες επιπτώσεις, λόγω των σχετικών δονήσεων: τα τύμπανα σκίζονται ήδη από τα 160 ντεσιμπέλ, οι πνεύμονες ραγίζουν από τα 200 ντεσιμπέλ, ενώ ένας ήχος πάνω από τα 210 ντεσιμπέλ μπορεί να προκαλέσει εσωτερική αιμορραγία, ενδεχομένως μοιραία. Ομοίως, η χρήση ήχων χαμηλής συχνότητας ή υποήχων μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστικές αρρυθμίες , συμπίεση των τυμπάνων ή οπτικές διαταραχές, κάποτε και με παραισθήσεις.
4. Αντιδρούμε ασυνείδητα στον ήχο ως κίνδυνο, ως appel aux armes (κάλεσμα στα όπλα), που είναι η ετυμολογική σημασία της λέξης alarme (συναγερμός), εξηγεί ο Joachim Ernst-Berendt (αναφέρεται στη σελ. 26). Η χρήση του ήχου σε μεγάλη κλίμακα, σε ολόκληρους πληθυσμούς, αναπτύχθηκε παράλληλα με την εξατομικευμένη χρήση του, σε κρατούμενους ή μικρές ομάδες, κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της στρατιωτικής-αστυνομικής χρήσης και έρευνας του ήχου. Οι ήχοι μπορούν καταρχάς να παραχθούν για να αποπροσανατολίσουν τον εχθρό και να κάμψουν την αντίστασή του. Στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μεγάφωνα εμφανίστηκαν στο πεδίο της μάχης ως εργαλείο για την εξαπάτηση ή την παρενόχληση του εχθρού. Ο ηχητικός κορεσμός χρησιμοποιήθηκε επίσης τη δεκαετία του 1970 στην Ιρλανδία εναντίον μελών και συμπαθούντων του IRA που κρατούνταν από τον βρετανικό στρατό. Οι κρατούμενοι αυτοί είχαν εκτεθεί σε συνεχείς διαπεραστικούς και δυνατούς ήχους, μέρος μιας σειράς τεχνικών που σχεδιάστηκαν για να εκφοβίζουν και να λυγίζουν τους κρατούμενους, και οι οποίες αναγνωρίζονται ως βασανιστήρια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο ήχος έγινε ένα ιδιαίτερα προσφιλές όπλο του στρατού σε ένοπλες συγκρούσεις, αλλά και στο πλαίσιο της ολοένα και πιο στρατιωτικοποιημένης διαχείρισης των δημόσιων χώρων. Τον Σεπτέμβριο του 2005, αεροσκάφη του ισραηλινού στρατού επιχειρούσαν συστηματικά να σπάνε το φράγμα του ήχου σε χαμηλό ύψος στον ουρανό της Γάζας. Είκοσι εννέα υπερηχητικοί κρότοι καταγράφηκαν σε τέσσερις ημέρες, κυρίως τη νύχτα. Χιλιάδες παράθυρα έσπασαν και τοίχοι ράγισαν. Τα θύματα αυτών των κρότων υποφέρουν, μεταξύ άλλων, από κρίσεις άγχους, μυϊκούς σπασμούς και αναπνευστικές δυσκολίες. Ο ηχητικός κορεσμός χρησιμοποιείται σε μεγάλη κλίμακα στη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων. "Lalafalloujah" έγινε έτσι το παρατσούκλι που έδωσαν οι Αμερικανοί GI's στην ιρακινή πόλη Fallujah, όταν βομβάρδιζαν αυτή την πόλη με συνοδεία hard rock. Από την άλλη μεριά, η ηχομόνωση είναι επίσης γνωστό ότι έχει τρομακτικές και αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις στα άτομα. Προορίζεται κυρίως για τους πολιτικούς κρατούμενους. Τέλος, ο ήχος χρησιμοποιείται επίσης σε δημόσιους χώρους, για να διώχνει τους διαδηλωτές, τους "νέους" ή άλλα ανεπιθύμητα στοιχεία. Στη Γαλλία, χρησιμοποιούνται χειροβομβίδες κρότου λάμψης, χειροβομβίδες με πολλαπλά αισθητήρια και δυνατότητες αναισθητοποίησης, οι οποίες διαφημίζονται για τις μη θανατηφόρες επιπτώσεις τους. Στο ενεργητικό τους, έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, το σχισμένο μάγουλο ενός διαδηλωτή το 2006, η απώλεια ενός ματιού, της γεύσης και της όσφρησης σε μια άλλη διαδηλώτρια το 2007 και ο ακρωτηριασμός δύο δακτύλων ενός διαδηλωτή το 2009. [Καθώς το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2011, δεν περιλαμβάνει τα θύματα από το κίνημα των Κίτρινων γιλέκων (2018-2019): 25.800 τραυματισμένοι διαδηλωτές και περαστικοί, 353 διαδηλωτές με τραύματα στο κεφάλι και 30 άλλοι που έχασαν το μάτι τους, σύμφωνα με τα στοιχεία του δημοσιογράφου David Dufresne - σ.σ.]
5. Ο ήχος ως όπλο οφείλει μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στην αυξανόμενη δημοτικότητα των λεγόμενων μη θανατηφόρων όπλων. Ανήκει στις μεθόδους των "λευκών βασανιστηρίων", γνωστά και ως "no touch torture". Εξαπλώνεται και διαδίδεται όσο περισσότερο επιβάλλεται η επιταγή της αόρατης βίας, που δεν αφήνει ίχνη. Ο ήχος καθιστά τα βασανιστήρια τηλεγενή, "νομικά και μιντιακά αποδεκτά" (σελ. 73), αν όχι αστεία και διασκεδαστικά. Πράγματι, οι δεσμοί μεταξύ της στρατιωτικής βιομηχανίας και της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας είναι πραγματικοί και τα όρια μεταξύ των δύο είναι μερικές φορές θολά. Για τον Timothy Lenoir (που αναφέρεται στη σελ. 147), το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα έχει δώσει τη θέση του στο στρατιωτικο-θεαματικό σύμπλεγμα. Αυτή η αμφισημία στη χρήση του ήχου και η ερμηνεία της χρήσης του ήχου ως όπλο "εκτονώνει την κριτική και θολώνει τη συζήτηση". Η αποτελεσματικότητα της χρήσης του ήχου ως όπλο μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή υπό το πρίσμα των φουκωϊκών αναλύσεων της εξουσίας, τις οποίες υιοθετεί η Juliette Volcler. Κατ' αρχάς, ο ήχος ανήκει στα όπλα που εμπίπτουν στη συμπεριφοριστική αντίληψη της αστυνόμευσης: έχει το πλεονέκτημα να τροποποιεί τη συμπεριφορά χωρίς να σκοτώνει. Κάνει τους ανθρώπους πειθήνιους και κάμπτει την αντίσταση, επιτρέποντας την απόλυτη διακλάδωση της εξουσίας εντός του ατόμου, σαν ένα είδος τρομακτικής μετα-φουκωϊκής δυστοπίας. Το άτομο γίνεται υπάκουο χωρίς καν να το συνειδητοποιεί. Ο ήχος, επίσης, εξυγιαίνει και καθαρίζει. Καθαρίζει τις σπηλιές στις οποίες κρύβονται οι Ιρακινοί εχθροί, ώστε να μπορούν να σκοτωθούν καλύτερα από τα αμερικανικά αεροπλάνα. Απαλλάσσει τον δημόσιο χώρο από τα ανεπιθύμητα στοιχεία και εξυγιαίνει, για παράδειγμα, τις αποβάθρες των σιδηροδρομικών σταθμών, που είναι συχνά βουτηγμένες μέσα σε μία ανούσια μουσική, η οποία, εφόσον θα είναι μάλλον πολύ δυσάρεστη στους "νέους", θα τους αποτρέπει να επιχειρούν οποιαδήποτε κατάληψη. Με την προσθήκη του ροζ φωτός, το οποίο αναδεικνύει τη νεανική ακμή, αυτή η μουσική είναι πολύ αποτελεσματική στο να διώχνει τους εφήβους. Ας σημειώσουμε ότι όταν μεταδίδεται σε εμπορικά κέντρα, η μουσική αυτή μπορεί να διώξει ορισμένους ανθρώπους που θεωρούνται ανεπιθύμητοι, ενώ κάνει άλλους από άλλες κοινωνικές ομάδες πιο πειθήνιους- και ικανούς να καταναλώσουν.
6. Το βιβλίο της Juliette Volcler αποτελεί μια ουσιαστική και διεξοδική σύνθεση διαφόρων προϋπαρχουσών εργασιών σχετικά με τη χρήση του ήχου ως όπλο. Η συγγραφέας καλύπτει ένα σημαντικό κενό, καθώς δεν υπάρχει παρόμοια γαλλόφωνη έρευνα για το θέμα, το οποίο δεν φαίνεται να θεωρείται ακόμη άξιο προσοχής από την επιστημονική κοινότητα. Το βιβλίο ακολουθεί μια παιδαγωγική διαδικασία: παρουσιάζονται τα διάφορα συστατικά του ήχου, με ένα λεξικό που σχετίζεται με τον ήχο να αποτελεί μάλιστα το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Το βιβλίο είναι γεμάτο παραδείγματα και ιστορικές αναφορές, που το καθιστούν εύκολο και ενδιαφέρον στην ανάγνωση. Τα διάφορα παραδείγματα εξετάζονται από ιστορική άποψη μέσω μιας ανάλυσης της εξουσίας και του στρατιωτικού συμπλέγματος, η οποία φαίνεται εντελώς ενδεδειγμένη. Η Juliette Volcler δεν απαρνείται τον στρατευμένο χαρακτήρα του έργου της: κατακτώντας, σύμφωνα με την ίδια, τις πιθανές χρήσεις του ήχου ως όπλο, καθίσταται δυνατή η οικειοποίησή τους, προκειμένου να ενισχυθούν μορφές αντίστασης. Παρ' όλα αυτά, το βιβλίο προσφέρει λίγους πιθανούς τρόπους επανοικειοποίησης. Πρόκειται για μια πρόκληση για την έρευνα σχετικά με τις χρήσεις του ήχου ως όπλο, την κρίσιμη και συναρπαστική φύση του οποίου μας απέδειξε η Juliette Volcler, ώστε να κωφεύουμε λιγότερο σε αυτό το θέμα.
Juliette Volcler, Le son comme arme. Les usages policiers et militaires du son, Paris, La Découverte, coll. "Hors collection Sciences Humaines", 2011, 200 σελ.
Δείτε επίσης στο Αλμανάκ: Κανόνια ήχου
Οι καλλιτέχνες αυτοί κάνουν μουσική με ηχητικά όπλα
Meg Miller
Fast Company - 08-11.2017
Η καλλιτεχνική κολεκτίβα Postcommodity χρησιμοποιεί ηχητικά κανόνια -που συνήθως χρησιμοποιούνται σε μάχες- για να μεταδώσει μια όπερα με ιστορίες μεταναστών.
Στη φετινή έκθεση Documenta 14 [του 2017 -σ.σ.], που πραγματοποιήθηκε στο Κάσελ της Γερμανίας και στην Αθήνα της Ελλάδας, η καλλιτεχνική κολεκτίβα Postcommodity χρησιμοποίησε αυτά τα ηχητικά όπλα για να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης τόσο βαθιά ειρηνικό όσο και εντυπωσιακά όμορφο. Με τίτλο The Ears Between Worlds Are Always Speaking, το έργο χρησιμοποιεί δύο LRADs που στήθηκαν στο Λύκειο της Αθήνας για να θεραπεύσουν, όχι να πληγώσουν - οι συσκευές μεταδίδουν μια όπερα που σε αγκαλιάζει και αποτελείται από ιστορίες μεταναστών, μαρτυρίες και τραγούδια.
Οι Postcommodity, που αποτελούνται από τους καλλιτέχνες Raven Chacon, Cristobal Martinez και Kade L. Twist, όλοι με βάση τις νοτιοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες, άρχισαν να εργάζονται πάνω στο έργο αυτό το 2016, όταν προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν στην Documenta, μια έκθεση 100 ημερών που πραγματοποιείται κάθε πέντε χρόνια. Σύμφωνα με τον Twist, καθώς οι έμποροι LRAD διστάζουν να πουλήσουν σε ιδιώτες -προτιμούν να αγοράζουν από δημοπρασίες στρατιωτικού εξοπλισμού και να πωλούν σε αστυνομικές δυνάμεις ή δήμους- χρειάστηκε μόνο λίγη επιμονή. Οι καλλιτέχνες αγόρασαν τα στρατιωτικού τύπου ηχητικά κανόνια που χρησιμοποιήθηκαν στο έργο από το eBay.
Η ιδέα των Postcommodity για το έργο ήταν να χρησιμοποιήσουν τα LRAD σε χαμηλή ένταση, τοποθετημένα σε διαφορετικές μεριές κατά μήκος των ορίων του Λυκείου, για να δημιουργήσουν αυτό που ο Martinez αποκαλεί "στερεοφωνικά ακουστικά" για τον χώρο. Αν και εκπέμπουν μόνο λίγο πάνω από την ένταση του περιβαλλοντικού θορύβου του χώρου (περίπου 75dB), η ηχητική δέσμη τους μπορεί να τον διαπεράσουν εφόσον υπάρχει άμεση οπτική επαφή. Επέλεξαν το Λύκειο λόγω της ιστορίας του: εκεί ίδρυσε ο Αριστοτέλης την περιπατητική σχολή φιλοσοφίας του, που πήρε το όνομά της από την συνήθεια του φιλοσόφου να περπατάει στους χώρους του όταν δίδασκε. Οι Postcommodity θέλησαν να αναδείξουν έναν παραλληλισμό μεταξύ της ιστορίας του περιπάτου στο Λύκειο κατά τη διάρκεια των διαλέξεων του Αριστοτέλη και των μεγάλων περιπάτων και ταξιδιών που αναγκάζονται να κάνουν οι εκτοπισμένοι άνθρωποι προκειμένου να βρουν ένα καταφύγιο.
"Θέλαμε να τραβήξουμε την προσοχή στους ανθρώπους που κάνουν μεγάλους "περιπάτους" ως απόρροια του νεοφιλελεύθερου εκτοπισμού, που προκαλείται από τον πόλεμο, την οικονομική κατάρρευση, την παγκοσμιοποίηση", λέει ο Martinez. Η κολεκτίβα σκεφτόταν εδώ και καιρό πώς τα LRADs έχουν χρησιμοποιηθεί για να διευκολύνουν τον πόλεμο και να φιμώνουν τους διαφωνούντες. Η ιδέα τους ήταν να τα τοποθετήσουν στον χώρο έτσι ώστε να ενθαρρύνουν τους επισκέπτες να περπατήσουν για να αποκομίσουν το πλήρες αποτέλεσμα της μεταδιδόμενης παρτιτούρας.
Το μόνο πρόβλημα με αυτή την ιδέα, όπως διαπίστωσε η ομάδα, ήταν ότι το Λύκειο είναι ένας αρχαίος ιστορικός χώρος που υπάγεται στην ελληνική κυβέρνηση. Όταν η Documenta προσέγγισε για πρώτη φορά την Εφορεία Αρχαιοτήτων με την πρόταση των Postcommodity, αυτή απορρίφθηκε. Τον Οκτώβριο του 2016, οι τρεις καλλιτέχνες πέταξαν στην Αθήνα για να υπερασπιστούν οι ίδιοι την πρότασή τους. Χρησιμοποιώντας τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη για να πλαισιώσουν την πρόταση και να καταδείξουν τις προθέσεις τους να τιμήσουν και να τοποθετηθούν κριτικά απέναντι στη σχολή, οι Postcommodity κέρδισαν το συμβούλιο. "Έπρεπε να χτίσουμε έναν λόγο και να οργανώσουμε μια υπεράσπιση", λέει ο Martinez, ο οποίος έχει διδακτορικό στη ρητορική, τη σύνθεση και τη γλωσσολογία από το Arizona State University. "Συλλογικά, είμαστε ικανοί στη δημόσια συζήτηση". Το έργο για τον ήχο και τη ρητορική ξεκίνησε ευοίωνα.
Μόλις η ομάδα πήρε την άδεια να χρησιμοποιήσει τον χώρο, ξεκίνησε να συλλέγει ηχογραφήσεις από ιστορίες μεταναστών και προσφύγων. Ο Chacon μετακόμισε στην Αθήνα για να μιλήσει με δεκάδες εκτοπισμένους Σύριους και Αφγανούς που ταξίδεψαν μέσω Τουρκίας για να αναζητήσουν καταφύγιο στην Ελλάδα. Οι Martinez και Twist παρέμειναν στις ΗΠΑ και μίλησαν με μετανάστες που ζουν κατά μήκος των συνόρων με το Μεξικό. Συγκέντρωσαν συνεντεύξεις, ιστορίες, τραγούδια, ακόμη και γραπτά κείμενα που θα μετέτρεπαν οι ίδιοι σε ηχογραφήσεις.
Όταν απέκτησαν αρκετό υλικό, συνέθεσαν μια ολοήμερη ηχητική παρτιτούρα που θα παιζόταν από το LRAD. "Προσπαθήσαμε να μείνουμε πιστοί στην όπερα", λέει ο Chacon. "Με μονολόγους και διαλόγους και κωμικά στοιχεία - όλα αυτά τα πράγματα θα συνέθεταν το δράμα του συνολικού έργου". Ενσωμάτωσαν όργανα και μουσικά στυλ από την Ελλάδα και το Μεξικό. Μετέτρεψαν τα διάφορα κείμενα σε λιμπρέτο και ζήτησαν από έναν Έλληνα τραγουδιστή της όπερας να το ερμηνεύσει. [...]