Simon Bocanegra
Γεννήθηκε στη Λυόν το 1949, αυτοκτόνησε σπίτι του το 2011. Ο Simon Bocanegra δεν γνώρισε γονείς, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, και διάλεξε το ονομά του από την όπερα του Βέρντι. Σπούδασε σε γυμναστική ακαδημία, αλλά το 1968 αλλάζει σχέδια και φεύγει για την Αμερική όπου εργάζεται σε ένα στριπ-σόου. 'Ενα χρόνο μετά, με μία κλεμμένη Pentax, αρχίζει να φωτογραφίζει τους παρτενέρ του και τους πελάτες. Επιστρέφει το 1978 στη Γαλλία. Είναι η χρονιά που μεσουρανεί το διάσημο Palace και υιοθετείται από το κλαμπ ως ένας από τους μόνιμους φωτογράφους. Εκεί κάνει πολλές γνωριμίες φωτογραφίζοντας πλέον με μία Nikon. Το 1982, καλύπτει την περιοδεία της Divine, του κλέβουν όμως στο αεροδρόμιο τη βαλίτσα του με όλα του τα φιλμ. Τα επόμενα χρόνια κάνει πολλά ταξίδια και το 2000 εκθέτει τα "Νυχτερινά του πορτρέτα" στη galerie Serge Aboukrat. Το λεύκωμα με τις φωτογραφίες του κυκλοφόρησε από το Σύλλογο των Φίλων του Simon Bocanegra (εκδ. Gourcuff Gradenigo, Paris, 2017).
"Μετά από είκοσι χρόνια αδιάρρηκτης φιλίας που μας έφερε όλο και πιο κοντά ο ένας με τον άλλον, αυτή είναι η εικόνα του Simon που κρατάω μέσα μου, και την οποία θέλω σήμερα να σας μεταδώσω.
Είναι η εικόνα ενός ανθρώπου που πέρασε με μία έμφυτη κομψότητα και μια γνήσια ανησυχία για προσωπική αυθεντικότητα μια ζωή περιπετειώδη, γεμάτη κινδύνους, μέσα σε ένα αδυσώπητο κόσμο, βίαιο και παθιασμένο. 'Ηταν ένα πολύπλοκο, σκοτεινό και συνάμα φωτεινό ον, που καλλιεργούσε την εσωτερικότητά του μέσα από την ποίηση και τη φιλοσοφία, κινούμενος ταυτόχρονα με αποτελεσματικότητα μέσα στις πιο διαφορετικές και σκληρές κοινωνικές σφαίρες. 'Ηταν διχασμένος ανάμεσα στις αντίθετες πλευρές του είναι του. Η μία του πλευρά τον παρέσερνε στη βουή του κόσμου, στις συναρπαστικές συναντήσεις που σημαδεύουν την νυχτερινή περιπλάνηση, στις ενοράσεις και την έκσταση της σάρκας και των ναρκωτικών -ενώ η άλλη πλευρά αναζητούσε τη μοναξιά, τη σιωπή, τον εμπλουτισμό της σκέψης μέσα από την ανάγνωση δυνατών λογοτεχνικών έργων και την εξοικείωση με την τέχνη και τη μουσική. Από τη δυαδικότητα των γούστων και των ενδιαφερόντων του απορρέει σε μεγάλο βαθμό η διφορούμενη γοητεία της παρουσίας του. Ξεχώριζε σε όλους εκείνους τους τομείς που μετρούσαν περισσότερο για την επιβεβαίωση της υπαρξής του: οι σχέσεις του με τη νυχτερινή κοινωνία των μεγάλων πόλεων και ο αναστοχασμός του μέσα από τα βιβλία. Μάντευε κανείς σ' αυτόν όλα τα στάδια μιας ανθρώπινης εμπειρίας που ήταν ριζωμένη μέσα στην αισθησιακή οντότητα και την ποικιλία περιθωριακών μορφών, συχνά παράξενων και κάποτε ανησυχητικών, του κοινωνικού ιστού -αλλά η εμπειρία του πήγαζε επίσης από τα πεδία μιας εκλεπτυσμένης και απαιτητικής κουλτούρας από την οποία αποσπούσε όλο τον πλούτο, όλη τη λεπτότητα και την ακρίβεια της εκφρασής του, τόσο στα λόγια όσο και στα γραμματά του. Ο Simon ήταν ένας αυτοδίδακτος μεγάλου βεληνεκούς. [...]
Ο Simon είχε ζήσει έντονα. είχε ταξιδέψει πολύ. Η φωτογραφική του δραστηριότητα τού είχε επιτρέψει να έρθει σε επαφή με ενδιαφέρουσες και μερικές φορές απίθανες προσωπικότητες στα πιο διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Είχε αποκτήσει έτσι μία θεώρηση του κόσμου και μία ευχέρεια στις ανθρώπινες συναντήσεις που του χάρισαν ένα ανοικτό πνεύμα, πλούσιες γνώσεις και μια δυνατή διαίσθηση στο επίπεδο της σκέψης. Αγαπούσε τη ζωή. Αγαπούσε τους ανθρώπους. Είχε μία ψυχή κατά βάση ερωτική, πάντα σε εγρήγορση, που την κυβερνούσε η επιθυμία. 'Ηταν ένας φίλος που σε πρόσεχε, όλος ευαισθησία, τακτ και ευγένεια. Και ήταν ένας άνθρωπος βαθιά γενναιόδωρος και ανιδιοτελής. 'Εδινε. 'Επαιρνε μόνο για να δώσει περισσότερο και στο τέλος να μην κρατήσει τίποτα. Δεν ήθελε να τον βαραίνει κανένα υλικό αγαθό. Είχε αποποιηθεί την αφθονία και την άνεση. Του αρκούσε ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο που του εξασφάλιζε μία μεγαλύτερη ελευθερία σκέψης.
Ωστόσο, εδώ και τρία χρόνια, μία αλλαγή είχε παρατηρηθεί σ' αυτόν. Είχε απαλλαγεί από τα πάντα, ακόμη κι από τα βιβλία του που γέμιζαν το μικροσκοπικό του σπίτι στην οδό René Boulanger. Δεν περίμενε τίποτα από το μέλλον. Είχε κλειστεί μέσα στη μοναξιά μιας σκέψης την οποία επισκεπτόταν σχεδόν αποκλειστικά η προοπτική του θανάτου. 'Ετσι απομακρυνόταν. Εγκατέλειπε σταθερά τη ζωή. Ετοιμαζόταν να χαθεί με αξιοπρέπεια, έχοντας τον έλεγχο όλων των πνευματικών του ικανοτήτων, και με ήρεμη καρδιά. Τίποτα δεν μπορούσε να τον εμποδίσει να αποχαιρετήσει τον κόσμο. Και έτσι έφτασε στο σημείο να μας αφήσει. Τον ακολουθήσαμε μέχρι τέλος, και στεκόμαστε εδώ, μέσα στην ανάμνηση πλέον, με όλη την αγάπη που μας συνέδεε."
Claude Louis-Combet (συγγραφέας)
Ιανουάριος 2012.
Μτφ. Σ.Σ.