"Τρομοκρατία", μία λέξη της αστυνομίας
Alain Brossat
Ici et ailleurs (Νομαδική φιλοσοφία) - 18.10.2023
Μπορούμε, από τη σκοπιά μιας γενικής αναλυτικής προσέγγισης της βίας, να διακρίνουμε δύο μορφές τρομοκρατίας στον σύγχρονο κόσμο: την βιομηχανική και την βιοτεχνική. Κατ' εξοχήν παράδειγμα της πρώτης είναι σήμερα οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί που πραγματοποιούνται με εξαιρετικά ανεπτυγμένα τεχνολογικά μέσα, υπερηχητικά μαχητικά, βομβαρδιστικά ικανά να πετούν σε πολύ μεγάλα ύψη, αποτελεσματικότατα συστήματα καθοδήγησης πυραύλων κ.ο.κ. Μια ένοπλη δύναμη εξοπλισμένη με τέτοιο υλικό είναι σε θέση να πραγματοποιεί επιδρομές τόσο σε στρατιωτικούς όσο και σε πολιτικούς στόχους, επιδιώκοντας είτε επιλεκτικά πλήγματα είτε μαζικές καταστροφές. Μια πόλη μπορεί να ισοπεδωθεί, ή ένα σπίτι μόνο του ή ένας συγκεκριμένος στόχος, χωρίς απαραίτητα να πληγεί οτιδήποτε άλλο στη γύρω περιοχή. Η ανθρώπινη μάζα επίσης μπορεί να χτυπηθεί, όπως και μεμονωμένες ομάδες, μέρα ή νύχτα, σε οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες [1]. Το ιδιαίτερο γνώρισμα της βιομηχανικής τρομοκρατίας, και ιδίως των αεροπορικών βομβαρδισμών, είναι ότι οι χειριστές και τα θύματα δεν βρίσκονται ποτέ σε άμεση επαφή. Μερικές φορές συμβαίνει το άτομο που λαμβάνει την απόφαση για την εναέρια καταστροφή ενός συγκεκριμένου στόχου να στέκεται πίσω από έναν υπολογιστή, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον στόχο [2]. Η βιομηχανική τρομοκρατία και οι εναέριοι βομβαρδισμοί στοχεύουν ενίοτε να πλήξουν συνειδητά αμάχους, τους κατοίκους μιας πόλης, ή ακόμη και μια μικρή ομάδα ατόμων, αν όχι κι ένα μεμονωμένο άτομο, αλλά είναι κανόνας, δεδομένων των ίδιων των συνθηκών υπό τις οποίες ασκείται αυτή η τρομοκρατία, να είναι οι πολίτες, σε διαφορετικές αναλογίες, τα παράπλευρα θύματα ενεργειών που εστιάζουν σε συγκεκριμένους, στρατιωτικούς στόχους, στόχους της λεγόμενης αντιτρομοκρατικής δράσης, κ.λπ. Σε γενικές γραμμές, αυτό που χαρακτηρίζει την βιομηχανική τρομοκρατία είναι ότι δεν κοιτάει λεπτομέρειες, ότι αγνοεί τη διάκριση μεταξύ πολιτών και στρατιωτών και ότι περιλαμβάνει στους υπολογισμούς της την εξόντωση ανθρώπων που δεν έχουν καμία σχέση με την επιχείρηση που διεξάγεται - αυτών που οι εφημερίδες συνήθως αποκαλούν θύματα "λάθους" ή "αθώους". Και, φυσικά, λόγω της κλίμακας των μέσων που απαιτεί, η βιομηχανική αυτή τρομοκρατία ασκείται από τα κράτη.
Οι συνθήκες υπό τις οποίες ασκείται η βιομηχανική τρομοκρατία καθιστούν δύσκολο τον εντοπισμό και την απόδοση της εγκληματικής διάστασης. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες σε διάφορα σημεία μιας πολύ μακράς αλυσίδας και η εκτέλεσή της βασίζεται σε έναν εξαιρετικά πολύπλοκο καταμερισμό εργασίας - κατά το πρότυπο των σύγχρονων βιομηχανικών διαδικασιών. Κατά συνέπεια, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιος ακριβώς ευθύνεται για το έγκλημα. Πρόκειται πάντα για ένα ομαδικό έγκλημα και θα ήταν μάταιος κόπος να προσπαθήσουμε να φτάσουμε ως τον πρώτο κρίκο της αλυσίδας. Είναι επομένως, στις κοινωνίες μας, το κατ' εξοχήν έγκλημα χωρίς όνομα. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις δικάζονται οι ένοχοι, και δεν νοείται να δικάζονται όσο η εξουσία που τους διέταξε δεν έχει καταρρεύσει, δεν έχει ηττηθεί από άλλες δυνάμεις ώστε να αναγκαστεί έτσι να λογοδοτήσει ενώπιον ενός δικαστηρίου των λαών, μιας διεθνούς δικαιοδοσίας.
Από την άλλη, η απόσταση μεταξύ των διαφορετικών πρωταγωνιστών του στρατιωτικού, αλλά και πολιτικού και βιομηχανικού μηχανισμού αυτής της μορφής τρόμου που ασκείται σε πληθυσμούς και σε όσους καταλήγουν θύματα, έχει ως αποτέλεσμα να θολώνει την αντίληψη του εγκλήματος. Σύμφωνα με μια παραδοσιακή, πανάρχαια οικονομία της εγκληματικότητας, το έγκλημα προϋποθέτει την αντιπαράθεση μεταξύ του εγκληματία και του θύματός του, όσο μεταβλητή κι αν είναι αυτή η συνθήκη. Εδώ, το έγκλημα εξαφανίζεται μπροστά σε αφηρημένες έννοιες όπως "επιχειρήσεις", "απάντηση", "εξουδετέρωση" και ούτω καθεξής. Η "αφήγηση" που επιβάλλει ο κυρίαρχος των αιθέρων, ο οποίος είναι και ο κυρίαρχος των αφηγήσεων, κάνει τα υπόλοιπα: το μαζικό έγκλημα χάνει τη σημασία του μέσω της ευφημιστικής, αποστειρωμένης αφήγησης των χειρουργικών επεμβάσεων και εκκαθαρίσεων που καθιστά απαραίτητες το επιθετικό και βάρβαρο πείσμα του εχθρού. Και όσο περισσότερο επαναλαμβάνονται οι πράξεις βιομηχανικής τρομοκρατίας, τόσο περισσότερο γίνονται, για το παγκόσμιο κοινό και, ειδικότερα, για το δυτικό κοινό, μέρος μιας ρουτίνας συνυφασμένης με τη ροή των ειδήσεων χωρίς να αξίζει την προσοχή μας.
Η αντίληψη που έχουν για την βιομηχανική τρομοκρατία οι κοινές γνώμες του συνολικού Βορρά, των πλουσιότερων χωρών, της λευκής Δύσης, είναι ότι αυτοί που την ασκούν είναι κυρίως, και εκτός εξαιρέσεων (οι Ρώσοι), ομοιοί τους, πολιτισμένοι, συγγενείς πολιτισμικά, με τον ίδιο τρόπο που η βιομηχανική τρομοκρατία είναι απόλυτα συναφής με ό, τι , για τις κοινές γνώμες αυτές, ορίζει τη νεωτερικότητα: ο εργαλειακός ορθολογισμός, η επιστημονική και τεχνική πρόοδος, η συνεχής καινοτομία στον τομέα του τεχνολογικού εξοπλισμού, η αναζήτηση της μέγιστης αποτελεσματικότητας...
Το γεγονός αυτό καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την αντιμετώπισή τους ως υπερθετικούς εγκληματίες, που ευθύνονται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και για γενοκτονία. Η βιομηχανική τρομοκρατία που θάβει τα θύματά της κάτω από τόνους μπετόν και ανατινάζει ολόκληρα κτίρια, η τρομοκρατία που το αγαπημένο της άθλημα, αν μπορεί να πει κανείς, είναι να αφανίζει πόλεις, ξεπερνά στις μορφές και στις επιπτώσεις της τη φαντασία του κοινού του συνολικού Βορρά, η συντριπτική πλειοψηφία του οποίου δεν έχει ούτε την εμπειρία ούτε τη διαίσθηση για το πώς μπορεί να είναι ο αεροπορικός βομβαρδισμός για το ανθρώπινο υποκείμενο που εκτίθεται σε αυτόν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα κράτη που ασκούν τη βιομηχανική τρμοκρατία σπάνια γίνονται αντιληπτά από αυτή την κοινή γνώμη ως τρομοκρατικά κράτη. Το ζήτημα που τίθεται εδώ έχει δύο όψεις: την αφηγηματική ηγεμονία αφενός εκείνων που συνδέονται με τη βιομηχανική τρομοκρατία, ή και των εμπνευστών της· και, αφετέρου, τη δυσκολία που αντιμετωπίζει το συνολικό κοινό και η δυτική κοινή γνώμη ειδικότερα να αποκτήσει μία διανοητική αντικειμενοποιημένη κατανόηση αυτής της χορήγησης μαζικού θανάτου σε πληθυσμούς αμάχων στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων. Εδώ, ο εγκλωβισμός μας στις πιο ανεπτυγμένες μορφές της σύγχρονης ζωής και η προσαρμογή μας στη διαχειριζόμενη ζωή μάς εμποδίζουν να κατονομάσουμε το έγκλημα και να το συλλάβουμε στην πλήρη του διάσταση.
Η βιοτεχνική τρομοκρατία, από την άλλη πλευρά, ασκείται, αν μπορεί να πει κανείς, σε ανθρώπινη κλίμακα. Παραμένει ενταγμένη στην παράδοση των παραδοσιακών μορφών βίας. Αν προκαλεί αυθόρμητα αισθήματα φρίκης σε εξαιρετικά ειρηνοποιημένα ή "αποβιαιοποιημένα" υποκείμενα, όπως οι άνθρωποι του συνολικού Βορρά (κάτι που αφορά κυρίως τις κοινωνικές σχέσεις και τον πολιτισμό των ηθών), είναι επειδή καταλύει το σιωπηρό σύμφωνο που ορίζει ότι οι συγκρούσεις δεν επιλύονται με μαχαίρια ή όπλα στις κοινωνίες μας, εκεί όπου η άσκηση της δικαιοσύνης απωθεί την εκδικητικότητα, όπου η βία, ωθούμενη στις παρυφές της κοινής ύπαρξης, αποκτά ένα εντελώς αρνητικό πρόσημο. Αυτό που σοκάρει τις δυτικές, λευκές, δημοκρατικές κοινές γνώμες στη χρήση της βιοτεχνικής τρομοκρατίας είναι η ακραία βία που ασκείται απευθείας από ένα σώμα σε ένα άλλο, το χύσιμο του αίματος, η μανία του μαχητή ή του εξολοθρευτή, κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό ως θηριοποίηση - σκοτώνει "σαν ζώο". Η συναισθηματική του εμπλοκή στη δολοφονία παραλύει όσους την παρακολουθούν, είτε είναι κοντά είτε μακριά, αλλά η διαμεσολάβηση των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας κάνει το μακρινό να γίνεται αμέσως κοντινό.
Ο κομιστής της βιοτεχνικής τρομοκρατίας γίνεται αμέσως αντιληπτός από τις λευκές δημοκρατικές κοινές γνώμες ως βάρβαρος, εφόσον πραγματοποιεί αυτό που εκλαμβάνουν ως μια τερατώδη οπισθοδρόμηση προς την κατάσταση από την οποία βγήκαμε για να γίνουμε αυτοί οι πολιτισμένοι που είμαστε. Η αλλεργία στην αιματοχυσία είναι, ειδικότερα, το πιο ευρέως διαμοιρασμένο πράγμα σύμφωνα με τις ανοσοποιητικές ευαισθησίες που συνθέτουν το πιο ενδόμυχο μέρος της ταυτότητάς μας.
Αυτά όλα έχουν σαν αποτέλεσμα να στηρίζεται η θεμελιακή ψευδαίσθηση (που είναι επίσης ένα προσεκτικά καλλιεργημένο ψέμα) της αντίληψής μας για τις σύγχρονες μορφές τρόμου στην πιο απατηλή απόδειξη: η βιοτεχνική τρομοκρατία είναι χειρότερη, αποδεδειγμένα χειρότερη, από τη βιομηχανική τρομοκρατία. Είναι χειρότερη, πράγματι, μόνο υπό την έννοια ότι επηρεάζει τις ευαισθησίες μας με πιο έντονο, πιο... τρομακτικό, ακριβώς, τρόπο - για πολιτισμικούς λόγους των οποίων η γενεαλογία είναι εύκολο να καθοριστεί. Αλλά αν αφήσουμε για λίγο την οπτική γωνία του αποδέκτη και περάσουμε σε εκείνη του "δράστη", το ερώτημα προφανώς είναι πώς γίνεται ο εξολοθρευτής που χρησιμοποιεί ένα μαχαίρι ή ένα ελαφρύ όπλο, που σκοτώνει μόνο όσο του επιτρέπει η σωματική του δύναμη και η απουσία αντίδρασης, να είναι χειρότερος από εκείνον που, πετώντας με το υπερηχητικό μαχητικό του αεροσκάφος, ρίχνει έναν πύραυλο που προορισμός του είναι να κονιορτοποιήσει ένα ολόκληρο κτίριο. Η απάντηση βρίσκεται στους αριθμούς: η βιομηχανική τρομοκρατία εξοντώνει, σπέρνει την καταστροφή και το χάος σε απείρως μεγαλύτερες αναλογίες από τη βιοτεχνική τρομοκρατία. Επείγει, επομένως, να αλλάξουμε ριζικά αντίληψη πάνω στα ζητήματα αυτά. Όπως γίνεται κατανοητό, αυτό το απαιτεί η πολύ καυτή επικαιρότητα.
Περιορίζομαι εδώ ηθελημένα σε αυτές τις γενικότητες, επειδή, στη Γαλλία σήμερα, έχει γίνει επικίνδυνο να εκφέρει κανείς έναν αληθινό λόγο σχετικά με αυτά τα θέματα και την καυτή επικαιρότητα. Η αστυνομία της σκέψης βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη, το κυνήγι μαγισσών έχει ξεκινήσει. Μια λέξη παραπάνω ή λιγότερη και θα βρεθείς αντιμέτωπος με κατηγορίες για "απολογία της τρομοκρατίας", με την προτροπή του ίδιου του Υπουργού Εσωτερικών... Τουλάχιστον ένα πράγμα θα έχουμε καταλάβει από αυτή τη φρικτή ακολουθία: τρομοκρατία, από όλες τις απόψεις, είναι σήμερα μια λέξη της αστυνομίας, της αστυνομίας της σκέψης, της αστυνομίας σκέτα. Η μόνη λέξη που έχει σημασία πραγματικά, ως πολιτική λέξη, για να σκεφτούμε αυτά τα ζητήματα, είναι ο τρόμος. Τι είναι ο τρόμος, υπό ποιες συνθήκες και με ποιες μορφές ασκείται στον σημερινό κόσμο, και με ποιο ιστορικό καθεστώς συνδέεται στις μέρες μας;
Όσο πιο εξουθενωτικές είναι οι σημερινές συνθήκες, όσο πιο πυκνό είναι το σύννεφο της προπαγάνδας και της πλύσης εγκεφάλου που απλώνεται, τόσο περισσότερο πρέπει να μας κρατάει σε εγρήγορση η σκέψη μας καθώς είναι ο μόνος τρόπος για να διατηρούμε επαφή με την πραγματικότητα. Αλλά για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να αποδιώξουμε τις διεφθαρμένες λέξεις της γενικής αστυνομίας της γλώσσας και της σκέψης - την τρομοκρατία πρωτίστως, αυτή τη στιγμή.
Αλλά μήπως το να το πούμε αυτό είναι ήδη έγκλημα, σύμφωνα με τον Φουσέ (Δούκα του Οτράντο) της στιγμής [δηλαδή τον υπουργό Εσωτερικών Νταρμανέν - σ.σ.];
1 Θυμίζουμε ότι το Ναγκασάκι ήταν η δεύτερη πόλη στην οποία έπεσε ατομική βόμβα λόγω μετεωρολογικών απροόπτων - ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος πάνω από την πόλη που ήταν η πρώτη επιλογή του αμερικανικού στρατού (η Κοκούρα).
2 Σχετικά με αυτό, η ταινία Il n'y aura plus de nuit (Δεν θα υπάρξει πια νύχτα, 2020) της Eléonore Weber αποτελεί αναντικατάστατο ντοκουμέντο.
Αλλα άρθρα του Γάλλου φιλοσόφου Alain Brossat στο Αλμανάκ:
Χορεύοντας στις πύλες της κόλασης
Η μεγάλη πολιτιστική αηδία
Ενας μακρύς δημοκρατικός χειμώνας
Η συμβολική της κρεμάλας
Η γηραιά κυρία (που γυρεύει μπελάδες) και η κρανιοφόρος γαζέλα
Και μία νεκρολογία για την πρώην σύντροφο του Alain Brossat:
Sylvia Klingber, η Ισραηλινή επαναστάτρια