TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Τσιγάρα και γάτες - πώς να παραμείνεις ζωντανός στη ναζιστική Γερμανία

Τσιγάρα και γάτες - πώς να παραμείνεις ζωντανός στη ναζιστική Γερμανία


Εξερευνώντας το παρελθόν/παρόν
μαζί με τον Γερμανό συγγραφέα Victor Klemperer  [3]


Μεταφράζουμε εδώ ένα απόσπασμα από το τρίτο μιας σειράς εννέα άρθρων που ο Γάλλος φιλόσοφος Alain Brossat αφιέρωσε στον σπουδαίο Γερμανοεβραίο διανοητή, ξάδελφο του διευθυντή ορχήστρας Otto Klemperer. Ο Victor Klemperer γλίτωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης χάρη στον γάμο του με την πιανίστα Eva Hadwig Kirchner.


Τσιγάρα και γάτες - πώς να παραμείνεις ζωντανός στη ναζιστική Γερμανία Facebook Twitter
Η Εύα και ο Βίκτωρ Κλέμπερερ δίπλα στο ποθητό Opel που απέκτησαν το 1932.


 

Alain Brossat
Ici et Ailleurs - 10.04.2024

Ο Κλέμπερερ και η σύζυγός του, Εύα, δεν μπορούν να ζουν χωρίς να καπνίζουν. Έτσι, όταν οι ελλείψεις και οι περιορισμοί καθιστούν αδύνατη την προμήθεια καπνού, καπνίζουν τα πάντα - φύλλα μουριάς, αποτσίγαρα, απαίσια πούρα, επιδίδονται σε κάθε είδους παζάρια και συναλλαγές, καταφεύγοντας σε κάθε μέσο που θα τους επέτρεπε να ικανοποιήσουν τον εθισμό τους. Ως έσχατη λύση, ο Βίκτωρ καπνίζει πίπα, την οποία γεμίζει με ό,τι μπορεί να βρει· κάνουν μακρινές διαδρομές για να προσπαθήσουν να αποσπάσουν λίγα τσιγάρα από έναν καπνέμπορο του οποίου το κατάστημα είναι πλέον απαγορευμένο για τους Εβραίους, ζητιανεύουν, κάνουν πονηριές - αλλά δεν το βάζουν ποτέ κάτω. Ο καπνός είναι τόσο απαραίτητος για την επιβίωσή τους όσο και η τροφή. Δεν σκέφτηκαν ούτε στιγμή να τον καταργήσουν, είναι μέρος της ζωής τους, και το να μην τον καταργήσουν είναι σχεδόν ένας τρόπος αντίστασης. Ο αγώνας για τον καπνό είναι μια ζωτική έκφραση, ένα σημάδι ζωής. Όπως το να μην αφήνεις τον εαυτό σου να πεθάνει από πείνα ή να υποκύψει στον πειρασμό της αυτοκτονίας. Είναι ένας τρόπος να οδηγείσαι σε μια κατάσταση επιβίωσης ή επιβραδυνόμενης ζωής, μια ζωική στάση (το τσιμπούρι του Agamben), για να αντέξεις όσο το δυνατόν περισσότερο, χωρίς να δίνεις λαβή όσο υπάρχει η απειλή - και να παρακινείσαι να ακολουθείς αυτό το σκοπό καπνίζοντας, αναζητώντας τροφή οπουδήποτε, κι οτιδήποτε θα μπορούσε να βρεθεί.

Η επιβίωση είναι μια διαρκής πρόκληση. Η τρομοκρατία είναι μανιακή, προσπαθεί να καλύψει και τις λεπτομέρειες, αλλά δεν μπορεί να δει τα πάντα, να προβλέψει τα πάντα, μπορεί και να χαλαρώσει κάποια στιγμή, μπορεί να είναι απασχολημένη αλλού, είναι συνεχής, φυσικά, αλλά ταυτόχρονα ακανόνιστη. Τη νιώθεις να απλώνεται σε κύματα, να πλησιάζει, έτοιμη να ορμήσει πάνω σου συγκεκριμένα, ή αντίθετα να απομακρύνεται· πρέπει να προσέχεις διαρκώς αυτές τις διακυμάνσεις της έντασης, να είσαι πάντα σε επιφυλακή και, για να το κάνεις αυτό, χρειάζεσαι τη διέγερση του τσιγάρου, του καπνού. Είναι ένα τονωτικό της κάθε στιγμής, ένα στήριγμα για την επαγρύπνηση. Και έπειτα υπάρχει η μικρή "πολυτέλεια" που δεν εγκαταλείπεις ποτέ, ακόμη και στις χειρότερες στιγμές ένδειας. Όπως θα δούμε, είναι σαν τις γάτες και σαν τα αυτοκίνητα πριν από τον πόλεμο. Είναι μια απόδειξη της επιμονής, ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες, μιας πιστοποιημένης ζωής. Η ζωή που καπνίζει, η ζωή που συνοδεύεται από τη συντροφιά των ζώων, παραμένει μια ζωή από μόνη της, σε αντίθεση με την καθαρή και απλή επιβίωση. Αυτό είναι το διακύβευμα του μικρού πλεονάσματος, του μικροσκοπικού περισσεύματος που είναι το σημάδι της "πιστοποίησης". Καπνίζω, άρα είμαι, είμαι ένας άνθρωπος, όχι απλώς ένα σώμα που διατηρείται στη ζωή. Το να καπνίζω σημαίνει να ξοδεύω, να θυσιάζω κάτι, είναι το άχρηστο, το περιττό - και ως τέτοιο, θυμίζει απόλυτα τον Μπατάιγ- δεν υπάρχει ζωή χωρίς μεγαλοπρεπή σπατάλη, επομένως κάτι που αντιστέκεται και κρατά γερά απέναντι στην επιχείρηση παραγωγής ανθρώπινων αποβλήτων. Το να καπνίζεις είναι και μια κοινωνική δραστηριότητα που προϋποθέτει την ανταλλαγή, πρέπει να μοχθήσεις για να βρεις καπνό ή οποιοδήποτε άλλο υποκατάστατο, παραμένεις στον κύκλο της ανταλλαγής, σπας την απομόνωσή σου. Το γεγονός και μόνο ότι ο καπνός ή τα υποκατάστατά του θεωρούνται ισότιμα με την τροφή δείχνει ότι δεν έχουμε δεχτεί να υποβιβαστούμε στην κατάσταση ενός ανθρώπινου ζώου - τα ζώα δεν καπνίζουν, ζουν στον κόσμο της διαβίωσης, όχι στον κόσμο της δαπάνης. Η δαπάνη είναι αυτό που κρατάει τους διωκόμενους στο πλευρό της κοινωνικής ζωής , της κουλτούρας - όπως το αντιλαμβάνεται ο Μπατάιγ. Εδώ, στο ημερολόγιο και στις συμπεριφορές επιβίωσης/αντίστασης που αυτό μαρτυρά, βρίσκουμε έναν απροσδόκητο απόηχο του La part maudite... Ο Κλέμπερερ δεν είχε ακούσει ποτέ για τον Μπατάιγ, τον σύγχρονό του, τον κοντινό-μακρινό του...

Κι έπειτα, υπάρχει κυρίως το ζήτημα των γατιών.

Το ζήτημα της γάτας (των γατιών) είναι παρόμοιο με αυτό του καπνού. Η "λογική" θα απαιτούσε σε περιόδους ελλείψεων, καταδίωξης και αβεβαιότητας, όταν η ζωή κρέμεται από μια κλωστή, να μην καταγινόμαστε με κατοικίδια ζώα. Ωστόσο, ισχύει το ακριβώς αντίθετο - όσο πιο επισφαλής γίνεται η ζωή, τόσο περισσότερο προσκολλούμαστε στη γάτα, τόσο περισσότερο γίνεται η απαραίτητη συντροφιά μας, τόσο περισσότερο επιμένουμε να της δίνουμε την καθημερινή της μερίδα κρέατος, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μειώσουμε την μερίδα των ανθρώπων. Όσο εντείνεται ο διωγμός, όσο η πίεση στους κατατρεγμένους γίνεται αφόρητη, τόσο περισσότερο εννοούμε να μην να αλλάξουμε σε τίποτα τη στοργή μας, τον τρόπο ζωής μας, το περιβάλλον μας ή τις έλξεις μας. Γι' αυτούς που αγαπούν τις γάτες, μια γάτα είναι ασφαλώς μια παρηγοριά κάτω από αυτές τις συνθήκες (αυτή που παραμένει "πιστή", σε αντίθεση με την εξουσία που σε πρόδωσε και αυτοακυρώθηκε ως προστατευτικό όργανο, ως ενσάρκωση του νόμου), αλλά πάνω απ' όλα είναι ένας τρόπος να δηλώνεις ότι παραμένεις, παρά τις απειλές και τις διακρίσεις, αυτό που είσαι καθαρά ο ίδιος, ότι επιμένεις στην ύπαρξή σου ως μοναδικότητα - μία γυναίκα ερωτευμένη με τις γάτες, ένα ζευγάρι που είναι απεριόριστα αφοσιωμένο στις γάτες του, που ονομάζονται διαδοχικά Nickelchen και Muschel. Είναι επίσης ένας τρόπος διεκδίκησης και υπεράσπισης των δικαιωμάτων της "αληθινής" κοινότητας, έστω και απειροελάχιστης, βασισμένης σε συναισθήματα και κλίσεις, ενάντια στην υποτιθέμενη και βάρβαρη "κοινότητα αίματος" των ναζί.

Το φυλετικό και γλωσσικό παραλήρημα των Ναζί μεταφέρθηκε στο ζωικό βασίλειο και το κατέλαβε εξ ολοκλήρου. Στις 30 Οκτωβρίου 1934, ο Κλέμπερερ σημειώνει  στο ημερολόγιό του: "Έλαβα ένα περιοδικό με τη σβάστικα, το Das deutsche Katzenwesen. Ένα δοκίμιο για τη χρησιμότητά του, γραμμένο από τον γενικό διευθυντή του σε σπουδαιοφανές πολιτικό ύφος. Οι σύλλογοι των ιδιοκτητών γατιών αποτελούν πλέον μία ομοσπονδία που καλύπτει το Ράιχ· μόνο οι Άριοι έχουν το δικαίωμα να παίρνουν μέρος. Έτσι δεν θα χρειαστεί πια να πληρώνω το μηνιαίο μάρκο μου για τον τοπικό σύλλογο". Λίγο πιο κάτω, αναφέρει ότι "συνεχίζει να λαμβάνει το Magazine félin, αν και μη Αριανός, το οποίο εκθειάζει τη "γερμανική γάτα" απέναντι στις ξένες, "αριστοκρατικές" γάτες".

Υπήρχε όμως και κάτι λιγότερο αστείο και μάλιστα πιο δυσοίωνο: σιγά-σιγά, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη η απειλή ότι οι Εβραίοι θα στερούνται το δικαίωμα να έχουν γάτες (καθώς και το δικαίωμα να είναι ιδιοκτήτες σπιτιού, αυτοκινήτου και άλλων πραγμάτων). Στις 3 Δεκεμβρίου 1938, ο Κλέμπερερ σημειώνει: "Υπάρχουν πάντα οι γάτες που μας κρατούν συντροφιά, αλλά τις περιμένει ο θάνατος, και αυτό είναι φρικτό". Στις 10 Σεπτεμβρίου 1939, διαβάζουμε ένα είδος εκπληκτικού δίστιχου στο οποίο η ζωή του κράτους (η "μεγάλη" πολιτική, η έναρξη του πολέμου) έρχεται σε επαφή με το απειροελάχιστο: "Το πιο μελανό πράγμα είναι η κατάσταση της μικρής μας γάτας".

Πού είναι ο Γκέμπελς; "Παραμένει σιωπηλός μετά το ξέσπασμα του πολέμου, όχι, ήδη μετά από το ρωσικό σύμφωνο". Τον Απρίλιο του 1940, καθώς οι υλικές συνθήκες των Εβραίων συνέχιζαν να επιδεινώνονται, ο Κλέμπερερ σημειώνει μελαγχολικά: "Το δελτίο για το κρέας έχει μειωθεί τόσο πολύ που δεν θα μπορέσουμε να την σώσουμε [την Muschel]". Τον Σεπτέμβριο του 1941, η κάθοδος στην άβυσσο συνεχίζεται: "Και τώρα, ό, τι έμεινε από την τελευταία μας μερίδα κρέατος εξαφανίζεται στο μπολάκι της Muschel και το ζώο δεν έχει χορτάσει ακόμα". Είναι εκπληκτική η αντιστροφή που συντελείται εδώ: γενικά, τα οικόσιτα ζώα τρέφονται με τα υπολείμματα των γευμάτων των αφεντικών τους. Εδώ, συμβαίνει το αντίστροφο: το λίγο που "έμεινε" για τους εκπέσοντες ανθρώπους, που τους παραχωρεί η αδηφάγα εξουσία, πηγαίνει πρώτα στη γάτα. Εκείνη παίρνει τις πενιχρές μερίδες κρέατος, τα αφεντικά της τις πατάτες - όταν έχουν μείνει... Τελικά, τον Μάιο του 1942, δίνεται η αχαριστική βολή: με διάταγμα απαγορεύεται στους Εβραίους να "διατηρούν ζώα εσωτερικού χώρου (σκύλους, γάτες, πουλιά), η απαγόρευση τίθεται αμέσως σε ισχύ, ενώ απαγορεύεται επίσης να δίνουν τα ζώα αυτά για να τα φροντίζουν τρίτοι". Ο Κλέμπερερ καταλήγει: "Αυτή είναι η θανατική ποινή για την Muschel, τον οποίο είχαμε για πάνω από έντεκα χρόνια και με τον οποίο είναι πολύ δεμένη η Εύα. Θα τον πάμε αύριο κιόλας στον κτηνίατρο για να μην έχει την αγωνία που θα τον πάρουν και θα τον θανατώσουν την ίδια στιγμή μαζί με όλα τα άλλα. Τι άθλια και μοχθηρή σκληρότητα απέναντι στους λίγους εναπομείναντες Εβραίους". Για τους Κλέμπερερ, ο προγραμματισμένος θάνατος της Muschel είχε συμβολική αξία - όσο ο γάτος τους ήταν ζωντανός και τους συνόδευε στις δοκιμασίες τους, υπήρχε ακόμα ελπίδα. Η εξόντωσή του φαίνεται να επισφραγίζει το τέλος κάθε ελπίδας και προαναγγέλλει ακόμη μεγαλύτερα κακά: "Έχουμε πει μεταξύ μας τόσες φορές: η όρθια ουρά της μικρής μας γάτας είναι η σημαία μας, δεν θα τα παρατήσουμε, θα κρατήσουμε ψηλά το κεφάλι, θα σώσουμε τη ζωή του μικρού ζώου, και την ημέρα της νίκης, για να την γιορτάσουμε, η Muschel θα δικαιούται ένα "σνίτσελ από τον Kamm" (τον καλύτερο κρεοπώλη στην περιοχή για το μοσχαρίσιο κρέας). Το γεγονός ότι η σημαία πρέπει να κατέβει τώρα με κάνει σχεδόν προληπτικό. Το ζώο, πάρα τα έντεκα χρόνια ηλικίας του και βάλε, ήταν ιδιαίτερα ζωηρό και νεανικό τελευταία. Για την Εύα ήταν πάντα ένα στήριγμα και μια παρηγοριά. Τώρα θα έχει λιγότερη δύναμη να αντισταθεί απ' ό,τι πριν". Η καθαρά μεσσιανική εικόνα της επιβίωσης που συνδέεται με εκείνη της γάτας σβήνεται από το αισχρό διάταγμα. Οι ηθικές συνθήκες της επιβίωσης θα γίνουν ακόμα χειρότερες... Λίγες μέρες αργότερα, τους ειδοποιούν ότι πρέπει να απαλλαγούν από τη γάτα: "Διστάσαμε μέρες ολόκληρες. Σήμερα, έφτασε η είδηση ότι επίκειτο μια διαταγή από την [Εβραϊκή] Κοινότητα -που αναλάμβανε να διαβιβάζει τις ντιρεκτίβες των Ναζί- και μόλις θα τη λάμβανα δεν θα είχα πλέον το δικαίωμα να ασχοληθώ με το ζώο μόνος μου. Διστάζαμε μέχρι τις τέσσερις η ώρα - οι επισκέψεις του κτηνιάτρου τελείωναν στις πέντε. Αν το καθεστώς δεν κατέρρεε κατά τη διάρκεια της νύχτας, είτε η μικρή γάτα θα παραδιδόταν σε έναν πιο σκληρό θάνατο, είτε εγώ θα βρισκόμουν σε άμεσο κίνδυνο. (Η σημερινή θανάτωση είναι πράγματι λίγο επικίνδυνη για μένα.) Άφησα να το αποφασίσει η Εύα. Πήρε το ζώο μέσα στο παραδοσιακό πλέον κουτί του και στη συνέχεια παρακολούθησε τη θανάτωση, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά από μια γρήγορη νάρκωση - το ζώο δεν υπέφερε. Εκείνη όμως υποφέρει". Τρεις ημέρες αργότερα, ο Κλέμπερερ σημειώνει λιτά: "Η Εύα δεν μπορεί να σταματήσει να θρηνεί την Muschel, και το καημένο το ζώο στοιχειώνει και εμένα".

Αυτό που είναι εντυπωσιακό σε αυτή την περιγραφή των τελευταίων ημερών της Muschel είναι οι ακαριαίες αλλαγές κλίμακας - η μοίρα του ζώου εκθέτει την ευθραυστότητα της κατάστασης του "αφεντικού" του (αλλά ο όρος δεν είναι καθόλου κατάλληλος εδώ, όπως δεν είναι και ο όρος "ιδιοκτήτης") και αυτό που διαδραματίζεται σε αυτόν τον μικρόκοσμο συνδέεται άμεσα με την πολιτική και ιστορική σφαίρα - η μόνη προϋπόθεση για να σωθεί η γάτα θα ήταν να καταρρεύσει το καθεστώς "μέσα στη νύχτα"... Με άλλα λόγια, η μοίρα της γάτας είναι μια μικρογραφία της παρούσας κατάστασης και, πιο συγκεκριμένα, της μοίρας των επιζώντων Εβραίων στη Γερμανία, στη Δρέσδη, στα τέλη της άνοιξης του 1942. Για άλλη μια φορά, από τη σκοπιά των Κλέμπερερ, υπάρχει μια αδιάσπαστη συνέχεια ανάμεσα στην ανθρώπινη κατάσταση και την κατάσταση του ζώου, μέσα στo ειδικό πλαίσιο που δημιουργείται - τον τόπο και το διαμορφωμένο πλαίσιο όπου βρίσκεται το ζευγάρι, με τη γάτα ή τις διαδοχικές γάτες (αλλά αυτή η κοινότητα δεν είναι εντελώς κλειστή: όταν οι Κλέμπερερ έχουν ακόμα το σπίτι τους με τον κήπο, περαστικές γάτες εμφανίζονται και τους προσφέρεται φιλοξενία). Υπάρχει μια έντονη συσχέτιση μεταξύ αυτής της συνέχειας και της συνέχειας μεταξύ του καθεστώτος της γενικής Ιστορίας και του χρονικού της ζωής του ζευγαριού, στο βαθμό που η τελευταία έχει πάψει να είναι "ιδιωτική", όντας πλήρως εκτεθειμένη στη βαρβαρότητα της εξουσίας, στα απρόοπτα της πολιτικής ζωής και στους κραδασμούς της Ιστορίας.

Όταν, μερικούς μήνες αργότερα, ο Κλέμπερερ συλλογίζεται τα χειρότερα, τον εκτοπισμό του, και αναρωτιέται αν θα έπρεπε να ενθαρρύνει την Εύα να τον χωρίσει, σε μια προσπάθεια να τη γλιτώσει ("δεν έχω", σημειώνει με σκοτεινή ειρωνεία, "καμία έφεση στο autodafé των χηρών"), γράφει: "Αν με πυροβολήσουν στην Πολωνία ή σε μια "απόπειρα απόδρασης", ας φροντίσει εκείνη τα χειρόγραφά μου και ας συνεχίσει να ζει για τη χαρά μερικών γατιών".

Στο LTI, ο Klemperer σημειώνει επανειλημμένα πως η βαρύγδουπη ναζιστική ορολογία και κοσμοθεωρία εισέβαλε στον κόσμο των γάτων και τον κυρίεψε: γερμανικές γάτες εναντίον "πολυτελών", ξένων και κοσμοπολίτικων γάτων, μανία για την οργάνωση των πάντων που επεκτείνεται και στον κόσμο των γάτων ("Οργάνωση που εποπτεύει το γερμανικό θεσμό των γάτων"), χωρίς να ξεχνάμε τη "φανατική" φιλία του στρατάρχη Γκέρινγκ για τα ζώα, τα πραγματικά εννοείται, όχι τις εκφυλισμένες Judenkatzen που προορίζονται να εξοντωθούν... Ο ημερολογιογράφος διασκεδάζει συχνά με αυτό το παραλήρημα, αλλά κατά βάθος, το σκοτεινό επεισόδιο της "εκκαθάρισης" της Muschel (η λέξη "liquidieren" κατέχει εξέχουσα θέση στο λεξικό της ναζιστικής εξόντωσης) ανάγεται γι' αυτόν στην κατηγορία του ανεξιλέωτου, του ασυγχώρητου - γι' αυτό το έγκλημα οι δολοφόνοι (τόσο των φιλικών ζώων όσο και των ανθρώπων που οδήγησαν στο περιθώριο της ανθρωπότητας) θα πρέπει να πληρώσουν το τίμημα: "Μας πήραν και στη συνέχεια σκότωσαν τα κατοικίδια ζώα μας (...) και αυτή είναι μια από τις σκληρότητες για τις οποίες καμία δίκη της Νυρεμβέργης δεν μπορεί να δώσει λόγο και για τις οποίες, αν ήταν στο χέρι μου, θα έστηνα μια πολύ ψηλή αγχόνη, ακόμη και αν αυτό μου κόστιζε την αιώνια ανάπαυση".

Για τον Κλέμπερερ, μπροστά στη δοκιμασία του Τρίτου Ράιχ, ο ετεροκαθορισμός σε μια περιοχή όπου η διάκριση μεταξύ ανθρώπινης και ζωικής ζωής δεν βγάζει πλέον πολύ νόημα, προχώρησε πολύ μακριά: τον Αύγουστο του 1937, σημειώνει:  "Γενικά, όπως έχω παρατηρήσει συχνά, μου έχουν απομείνει πολύ λίγα αισθήματα για τους ανθρώπους. Η Εύα - και, αμέσως μετά, η γάτα μας Mujel (sic)". Αυτή η (εν μέρει αυτοκριτική) παρατήρηση επιβεβαιώνεται και από άλλες που έκανε αργότερα, κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν οι εκτοπίσεις των Εβραίων της Δρέσδης ήταν σε πλήρη εξέλιξη - εκπλήσσεται ο ίδιος διαπιστώνοντας ότι δεν τον επηρεάζει βαθιά η μοίρα των θυμάτων - προσφέρεται για να παρηγορήσει τους συγγενείς τους, αλλά με την αίσθηση ότι εκτελεί ένα καθήκον, με κάπως επαγγελματικό τρόπο (με την ιδιότητά του ως μορφωμένου και υποτίθεται σοφού ανθρώπου).

Η Εύα, ο Βίκτωρ και η Nickelchen, κι έπειτα η Muschel, αποτελούν μια ζωντανή, επιλεκτική κοινότητα - έχουν "επιλέξει" ο ένας τον άλλον. Κι ύστερα, αν και αυτό είναι λίγο εύκολο, η Muschel είναι ένα υποκατάστατο του παιδιού που δεν είχαν, ή ίσως δεν ήθελαν. Σε κάθε περίπτωση, η γάτα δεν είναι απλώς ένα οικόσιτο ζώο, είναι πλήρες μέρος της οικογένειας, όπως φαίνεται από την προσοχή που λαμβάνει την ώρα της γενικευμένης στέρησης - τροφή, κτηνιατρική φροντίδα, τα πάντα της οφείλονται. Είναι ένα άτομο, αναπόσπαστο κομμάτι της οικογενειακής διαμόρφωσης. Το δέσιμο που νιώθουμε γι' αυτήν είναι άνευ όρων και απεριόριστο. Είναι η εκλεκτή, το λατρεμένο παιδί - αυτό που παίρνει το τελευταίο κομμάτι φαγητού όταν δεν έχει μείνει τίποτα να φάμε. Ως εκ τούτου, είναι αυτό που αγαπάς περισσότερο κι από τον εαυτό σου, είναι ο απόλυτος πυρήνας της κοινοτικής δια-έκθεσης. 'Ετσι, το να δίνεις χωρίς όρια δεν είναι θυσία, απώλεια, αλλά δαπάνη (αληθινά μεγαλιώδης - τι ιδέα να δίνεις το τελευταίο σου κομμάτι κρέας σε μια γάτα!), ένας τρόπος να κρατηθείς ζωντανός - όσο είσαι ικανός να κάνεις μια τέτοια χειρονομία, είσαι με τρόπο εξέχοντα και απόλυτο, ενταγμένος στον ορίζοντα της πιστοποιημένης ζωής. Εκθέτεις στα δικά σου μάτια και (στη σκέψη τουλάχιστον) σε εκείνα του καταπιεστή, την ποιότητα της ζωής σου που διατηρείται ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες. Ξεπερνά κατά πολύ την απλή φιγούρα του κατοικίδιου ζώου ως αντιστάθμισμα, ως παρηγοριά απέναντι στη μοναξιά, στα απωθημένα, στη μίζερη ή αποτυχημένη ζωή - η γατούλα της γριούλας. Είναι μια καθαρή, ασυμβίβαστη επιβεβαίωση της ζωής - και εδώ στεκόμαστε ηθικά έξω από την εμβέλεια του διώκτη.

Αυτό είναι το παράδοξο του ζώου συντροφιάς, σε αυτή τη σχέση: είναι αυτό που πιστοποιεί με τον πιο αγνό και έντονο τρόπο τη διατήρηση της μικρής φλόγας του ανθρωπισμού απέναντι στους "απανθρωποιητούς". Γιατί ενσαρκώνει την ζωική "αθωότητα" μπροστά στην εξαφάνιση κάθε ανθρώπινης ιδιότητας στους διώκτες. Εκείνοι που μπορούν ακόμα να αναγνωρίσουν την αθωότητα των ζώων είναι οι φύλακες του ανθρωπισμού στους ανθρώπους. Η ζωική αθωότητα, η ανεμελιά της, η εύθραυστη κυριαρχία της μπροστά στον εκβαρβαρισμό της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι κάτι που δεν μπορεί να αγγίξει ο ναζιστικός μηχανισμός τρόμου. Η γάτα σχηματίζει μία άλω αθωότητας που δεν μπορεί να μολυνθεί από την πτώση της γερμανικής κοινωνίας σε μια νέα μορφή αγριότητας. Το μόνο πράγμα που μπορεί να καταστρέψει αυτόν τον διατηρημένο, διασωθέντα χώρο είναι ένα ακόμη διάταγμα, σε όλη του την αφόρητα στεγνή γραφειοκρατική μορφή: οι Εβραίοι δεν επιτρέπεται πλέον να έχουν γάτες. Όχι άλλες Judenkatzen, όχι άλλους Katzenjuden! Έτσι, με βαριά καρδιά, θα οδηγηθεί η Muschel στον κτηνίατρο για να της γίνει ευθανασία. Ο Βίκτωρ φοβάται τα χειρότερα για την Εύα αυτή τη φορά - την κατάθλιψη, ίσως και την αυτοκτονία... Η "ιατρική" εξόντωση της γάτας εδώ προφανώς απηχεί τη βιομηχανική εκκαθάριση των Εβραίων στα στρατόπεδα, τα ιατρικά πειράματα. Έχει την ίδια ανείπωτη ψυχρότητα και φέρει το σημάδι της απανθρωποποίησης που φτάνει στον παροξυσμό της.  [...]


Η συνέχεια του άρθρου (στα γαλλικά) βρίσκεται εδώ.

Δείτε ακόμα δύο κείμενα του Alain Brossat στο Αλμανάκ:

Σχετικά με τον νέο αντισημιτισμό, με μία ακόμη αναφορά στον Victor Klemperer 
Χορεύοντας στις πύλες της κόλασης, ένα κείμενο που γράφτηκε "εν θερμώ", μόλις πέντε μέρες μετά την 7η Οκτωβρίου


 

Τσιγάρα και γάτες - πώς να παραμείνεις ζωντανός στη ναζιστική Γερμανία Facebook Twitter
"Η γάτα δεν αφήνει το ποντίκι". Ναζιστική αντιεβραϊκή προπαγάνδα.


Τσιγάρα και γάτες - πώς να παραμείνεις ζωντανός στη ναζιστική Γερμανία Facebook Twitter
Πορτρέτο του Victor Klemperer από τον Abraham Pisarek (1946). Εκδ. Folio Society


Τσιγάρα και γάτες - πώς να παραμείνεις ζωντανός στη ναζιστική Γερμανία Facebook Twitter

Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ