Η Ρούλα Πατεράκη είναι εδώ και χρόνια παραδομένη στη γοητεία του Θουκυδίδη. Ήθελε να επιχειρήσει μια σκηνική αφήγηση της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου από καιρό. Φέτος, η διακαής επιθυμία της θα πραγματωθεί. Κατά το ένα τρίτο, βέβαια, αφού το σχέδιο με το οποίο συμφώνησε ο Γιώργος Λούκος θα ολοκληρωθεί σε τρία χρόνια. «Φέτος κάνω μία περφόρμανς με τα δύο πρώτα βιβλία του Θουκυδίδη, το Α' και Β'. Την ονομάζω "Περικλής, η νεύρωση της ηγεμονίας" και επικεντρώνεται στη διακυβέρνηση του Περικλή και σε όλα όσα συμβαίνουν γύρω από αυτήν. Του χρόνου, αν είμαστε καλά, θα ασχοληθώ με αυτό που ονομάζω "Σύνδρομο Αλκιβιάδης". Το τρίτο μέρος, που αφορά την καταστροφή της Αθήνας, θα έχει τίτλο "Άρατε πύλας" και θα αντλεί υλικό από το τελευταίο βιβλίο, το 8ο, του Θουκυδίδη, που είναι ημιτελές – και θα συμπληρωθεί από τα Ελληνικά του Ξενοφώντα, όπου περιγράφεται η παράδοση της Αθήνας στον Λύσανδρο και η καταστροφή των Μακρών Τειχών».
Η Ιστορία του Θουκυδίδη αποτελεί βασικό υλικό της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης, και δη της «θεωρίας της αυτοκρατορίας». Η Ρούλα λέει ότι ο Θουκυδίδης είναι κάτι σαν φιλόσοφος του πολέμου και της διπλωματίας και ότι η μελέτη του πάνω στην ηγεμονία αφενός, και στις στρατηγικές του πολέμου αφετέρου, παραμένει πολύτιμη τόσο για τον στρατιωτικό κλάδο όσο και για τη διπλωματία. Εκείνη τη συγκινεί η ποιότητα της γραφής του, «ένα είδος ασυνέχειας που χαρακτηρίζει και τη σκέψη και τη γραπτή (για κάποιους αδρή και στριφνή) απόδοσή της. Με ενδιαφέρει το πολεμικό πνεύμα της γραφής του που δεν έχει να κάνει με το ότι περιγράφει πολεμικά γεγονότα. Σε πολλά σημεία αναγνωρίζω στοιχεία του (τραγικού) λόγου του Ευριπίδη και δεδομένης και της συγχρονικότητας των δύο, αλλά και της έντονης παρουσίας των σοφιστών την ίδια εποχή, η πνευματική και γλωσσική σχέση μεταξύ τους είναι σαφής, με χαρακτηριστικά αναρχίας και επαναστατικότητας, στον αντίποδα της καλλιέπειας και της αρτιμέλειας του λόγου της προηγούμενης γενιάς».
Τα 3/4 του σκηνικού κειμένου είναι Θουκυδίδης. Λέει πως οι πολλές μεταφράσεις που υπάρχουν «καθόλου κακές δεν είναι» και ότι, από διαφορετικούς δρόμους η καθεμία, αντιμετωπίζουν πολύ ικανοποιητικά τις αμφισημίες που εντοπίζονται στο έργο του. Αλλά χρειαζόταν μια καινούργια απόδοση, συμβατή με την παράσταση, που ανέλαβε ο Γιάννης Λιγνάδης. Το υπόλοιπο 1/4 του σκηνικού κειμένου αποτελούν ποιητικά και άλλα κείμενα που βομβαρδίζουν το ιστορικό αφήγημα, το διαπερνούν, υπενθυμίζοντας την ανεξάντλητη σημασία του Θουκυδίδη στην ερμηνεία των πολιτικών φαινομένων.
«Ο πόλεμος που ξεκινά με τους ανθρωπιστικούς μηχανισμούς και καταλήγει στην απόλυτη απανθρωπία, ο πόλεμος που αντιμετωπίζεται ως αναγκαία προϋπόθεση της "υγιούς" ειρήνης, δηλαδή μία ολόκληρη κοσμοθεωρία, βαθιά φιλοπολεμική, που διαπερνά ακόμη και τις τέχνες και τα γράμματα, ακόμη και τις ιδιοσυστασίες των ανθρώπων, απασχόλησε τον Θουκυδίδη. Στις σελίδες του διακρίνεις τον δαίμονα της φυλής, βλέπεις ότι η συλλογικότητα στους Έλληνες είναι ζητούμενο, ότι η ατομικότητα είναι πριν απ' όλα. Καταλαβαίνεις ότι ο ανταγωνισμός είναι μέσα στο DNA μας (διαβάζεις Θουκυδίδη και καταλαβαίνεις γιατί οι ήρωες της Επανάστασης του 1821 συμπεριφέρθηκαν έτσι ο ένας στον άλλον), αντιλαμβάνεσαι γιατί είχαμε αυτό τον Εμφύλιο στην Ελλάδα το 1944-49, καταλαβαίνεις γιατί τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να βρουν μία κοινή γραμμή συναίνεσης, τουλάχιστον στα βασικά της λειτουργίας του κράτους.
Τον πόλεμο και την ποίηση τα εφηύραν οι Έλληνες. Ο λαός που έγραψε Ιστορία και δίδαξε την Ιστορία είναι οι Έλληνες – και όχι, π.χ., οι Εβραίοι, η άλλη χαρακτηριστική περίπτωση προικισμένης φυλής, η οποία περιορίστηκε στη συγγραφή χρονικών. Και δεν μπορείς παρά να προβληματιστείς: τα ξεχωριστά ταλέντα μας μήπως λειτουργούν την ίδια στιγμή ως αναπηρία;» λέει η Ρούλα Πατεράκη.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης που ερμηνεύει τον Περικλή (όχι το πρόσωπο αλλά τον λόγο του, όπως τον κατέγραψε ο Θουκυδίδης) συμπληρώνει: «Είναι ένα κείμενο ραδιενεργό, που εκπέμπει την ακτινοβολία του με την ίδια αμείωτη ένταση από τον 5ο αι. μέχρι σήμερα. Με δέος και σοκ, όποιος το πιάσει στα χέρια του θα καταλάβει ότι, παρά το περιπετειώδες ιστορικό παρελθόν μας και τις "συναντήσεις" με διαφορετικά φύλα και φυλές (Ενετούς, Φράγκους, Σλάβους, Τούρκους, Αρβανίτες και δεν ξέρω τι άλλο), υπάρχει ελληνική φυλή. Το αποδεικνύει αυτό το κείμενο. Καταγράφει όλα τα χαρακτηριστικά και τα ελαττώματα των Ελλήνων – είναι η καλύτερη απάντηση στον Φαλμεράιερ».
Λέει πως οι σύγχρονοι δυτικοί άνθρωποι, ερμηνεύοντας την ανθρώπινη συνθήκη μέσα από τις δύο μονοθεϊστικές θρησκείες, τον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό, έχουν διαμορφώσει μία ηθική που δυσκολεύει την προσέγγιση των αρχαίων κειμένων. «Όταν για τον αρχαίο Έλληνα η μεγαλύτερη αρετή ήταν η ανδρεία, δηλαδή το να σκοτώνει, καταλαβαίνεις ότι τίθεται ζήτημα για έναν σύγχρονο αναγνώστη/θεατή. Δηλαδή, σε μια δυνητική ερώτηση προς τον Περικλή αν είναι ιμπεριαλιστής, αυτός θα απαντούσε ότι είναι τιμή του να είναι ιμπεριαλιστής, γιατί έτσι υπηρετεί το μεγαλείο της πόλης του. Έπειτα, για τους αρχαίους –φαίνεται καλά και στις τραγωδίες αυτό– το μεγαλύτερο δεινό, μετά τον θάνατο, ήταν η εξορία, να είναι κάποιος άπολις. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας αυτό δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε τόσο καλά».
Η Ρούλα συμπληρώνει: «Σήμερα η έννοια του συμφέροντος έχει αρνητικό πρόσημο, αλλά στην εποχή του Θουκυδίδη ήταν απολύτως θετική. Το συμφέρον της πόλης, του κράτους ήταν βασικό κριτήριο σε κάθε πολιτική επιλογή, γιατί αφορούσε καταρχάς την αυτοσυντήρησή της – και σε δεύτερη φάση την επίτευξη της μεγαλοσύνης της. Εν προκειμένω, το συμφέρον αφορά τη με κάθε τρόπο προώθηση της ηγεμονίας της Αθήνας».
Ο Δημήτρης Λιγνάδης λέει πώς ο Επιτάφιος του Περικλή είναι ένα από τα πιο συν-κινητικά κείμενα που έχει αρθρώσει ποτέ. «Σκέψου μόνο ότι ο Περικλής επισημαίνει ως βασικά πλεονεκτήματα της πόλης τη φιλοκαλία (το αισθητικό "όπλο") και τη φιλοσοφία (το διανοητικό "όπλο")! Επιδιώκουμε να ακουστεί μόνο ο λόγος του Θουκυδίδη και μέσω της δικής μου υποκριτικής α-δράνειας, εγώ, ει δυνατόν, να "εξαφανιστώ"».
Η σκηνή του θεάτρου της Mικρής Επιδαύρου θα γεμίσει ανθρώπους – συμμετέχουν περίπου 50 ερμηνευτές (επαγγελματίες και μη ηθοποιοί)! «Η Ρούλα δουλεύει το Α' και Β' βιβλίο του Θουκυδίδη σε δύο παράλληλες ράγες: η πρώτη αφορά το ιστορικό αφήγημα, η δεύτερη τον Περικλή. Αυτές οι δύο ράγες συναντιούνται κατά σημεία, αλλά λειτουργούν εκ παραλλήλου. Για μένα είναι μία πολύ διεγερτική πρόκληση, διότι με βρίσκει σ' ένα μομέντουμ (και ηλικιακά) που ό,τι κάνω, σύντομα μου φαίνεται συμβατικό. Με αυτό το κείμενο, όμως, η έκπληξη είναι διαρκής, κάθε στιγμή προβάλλει μια καινούργια πτυχή ή ερμηνευτική δυνατότητα».
Αλλά μπορεί να γίνει ο Θουκυδίδης θέατρο; Και οι δύο συμφωνούν ότι σήμερα τα πάντα μπορούν να αποδοθούν σε μία σκηνική δράση, αν αντιμετωπίσουμε διασταλτικά την έννοια θέατρο. «Σίγουρα ένας δημιουργός νομιμοποιείται απόλυτα να το επιχειρήσει. Η Ιστορία του Θουκυδίδη, ειδικά, έχει μια ύπουλη και εν κρυπτώ θεατρική, δραματική δομή: υπάρχουν αφηγήσεις, συγκρούσεις, δημηγορίες και λόγοι. Διακρίνει, δηλαδή, κανείς κάτω από την ιστορική διάρθρωση της αφήγησης και μία θεατρική. Μέχρι πρότινος πίστευα ότι το πιο προωθημένο και ρηξικέλευθο πράγμα που μπορεί να παρουσιαστεί στην Επίδαυρο είναι οι πηγές του αρχαίου δράματος, δηλαδή τα ομηρικά έπη. Τελικά, έχω την εντύπωση ότι η Ιστορία του Θουκυδίδη είναι ακόμη πιο προχωρημένη επιλογή – και πιστεύω ότι κανονικά έπρεπε να παρουσιαστεί στο μεγάλο θέατρο της Επιδαύρου» καταλήγει ο Δ. Λιγνάδης.
Και επειδή οι δύο παραστάσεις στη Μικρή Επίδαυρο είναι λίγες για τον κόπο των ανθρώπων που συμμετέχουν, ήδη εξετάζεται το ενδεχόμενο να παρουσιαστεί σε κλειστό χώρο τον χειμώνα.
σχόλια