Ένας αέρας πεχλιβάνης φυσούσε καθώς το τρένο έφτανε στον σταθμό της Λάρισας. Από το παράθυρο διέκρινα τον Θανάση Παπακωνσταντίνου να με περιμένει σε ένα τραπεζάκι παλιού καφενείου, απ' αυτά που αγαπάει ο Εγγονόπουλος. Το παράξενο ήταν που δεν υπήρχε τριγύρω κανένας άλλος άνθρωπος, λες κι αυτή η κουβέντα που θα διαβάσετε έγινε μεταξύ δύο αγνώστων, οι οποίοι έλαχε να συναντηθούν σε έναν επαρχιακό σιδηροδρομικό σταθμό. Όντως, πρώτη φορά βρισκόμουν με έναν συνθέτη που, χωρίς να ανήκω στους σκληροπυρηνικούς φαν του, τα άπαντά του κοσμούν εδώ και πολλά χρόνια τη δισκοθήκη μου. Κι αν ο ίδιος αρνείται σταθερά τις φωτογραφίσεις («σημασία έχει το έργο και όχι ο δημιουργός» λέει) ή κι αν ακόμη αποστρέφεται τον χαρακτηρισμό του «διανοούμενου», στην κουβέντα μας χώρεσαν ο υπερρεαλισμός και ο Σαββόπουλος, η τρέλα και ο θάνατος, ο αναρχισμός και ο Κυπουργός, ο Λοΐζος και οι Αγώνες Κέρκυρας του Χατζιδάκι. Και, φυσικά, η «Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου», ο τελευταίος δίσκος του που βγήκε πρόσφατα.
— Θύμησέ μου,ποιος είναι κατά σειρά δίσκος σου είναι η «Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου»;
Δεν ξέρω τώρα (γελάει). Ο δωδέκατος είναι, ο δέκατος τρίτος;
— Και δεν είναι η πρώτη σου ανεξάρτητη παραγωγή.
Όχι, είχαμε κάνει και τον «Διάφανο».
Μαγαρίζω τα κομμάτια μου με την πριονοκορδελέ φωνή που μου χάρισε η φύση. Για αρκετούς αρκεί αυτό, αλλά για μένα, που έχω το απόλυτο της ερμηνείας μέσα μου, η σύγκριση είναι συντριπτική.
— Που είχε κυκλοφορήσει όμως σε διανομή της Lyra.
Ναι, έτσι και τώρα η «Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου» δόθηκε για διανομή, αλλά θα πουλάω κι εγώ από την ιστοσελίδα που ετοιμάζω.
— Μέσω downloading ή και τυπωμένα CD;
Και downloading και κανονικά, φυσικό προϊόν, γιατί ήδη μου ζητάνε, και ειδικά από την επαρχία, που ζήτημα να υπάρχουν δισκοπωλεία πια.
— Καλό είναι, όμως, που δίνεις συχνά συναυλίες, ώστε να μπορείς να πουλάς εκεί τα CD σου.
Ξεκίνησα να το κάνω κι αυτό. Στην Τεχνόπολη, ας πούμε, όπου ξεκίνησε η πορεία του καινούργιου CD, δώσαμε πάνω από 400 κομμάτια.
— Καλό νούμερο γι' αυτές τις εποχές.
Καλό, αν σκεφτείς ότι οι πωλήσεις έχουν μειωθεί δραματικά. Το θέμα είναι ότι εγώ συνεχίζω να ξοδεύω τα ίδια χρήματα για τις παραγωγές των δίσκων μου. Τα έξοδα που κάνω κάθε φορά είναι της τάξης των 30-35.000 ευρώ γιατί πρέπει να πληρωθούν καλά οι μουσικοί, να γίνουν σωστές ηχογραφήσεις κ.λπ. Βέβαια, και οι μουσικοί δεν δείχνουν πολλή κατανόηση, ειδικά με δημιουργούς σαν εμένα, που έχω μια σχετική επιτυχία. Νομίζουν ότι θα βγάλω χρήμα με ουρά από τις πωλήσεις των δίσκων και δεν θέλουν να κάνουν πίσω από τα παλιά κεκτημένα. Οι ίδιοι μπορεί και να παίξουν χωρίς χρήματα στη δουλειά κάποιου άλλου. Ας είναι. Θα πρέπει να βάλω ένα χαλινάρι στις Μπεν Χουρ παραγωγές, ψαλιδίζοντας τις επιθυμίες μου. Και να κάνω εναλλακτικές συμφωνίες με τους συνεργάτες μουσικούς, δίνοντάς τους μικρότερες αμοιβές για τις ηχογραφήσεις αλλά και τη δυνατότητα να εργαστούν μαζί μου στις εμφανίσεις που κατά καιρούς κάνω.
— Με βάζεις τώρα στον πειρασμό να σου πω ότι, σύμφωνα με φήμες, από την Inner Ear για τον «Ελάχιστο Εαυτό» είχες πάρει ένα τεράστιο ποσό.
Αυτό που σου είπα, γύρω στα 30.000 ευρώ. Να ξεκαθαρίσουμε, όμως, ότι τα έξοδα τα είχα κάνει ήδη. Δεν πήρα χρήματα για μένα αλλά για να βγει η παραγωγή. Το ίδιο, πάνω-κάτω, μου κόστισε και η «Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου», και να σκεφτείς ότι το μεγαλύτερο μέρος των ηχογραφήσεων και όλη η μείξη έγιναν στο προσωπικό μου στούντιο. Μιλάμε για πάνω από 500 ώρες δουλειάς. Αν ήταν να τις πληρώσω κι αυτές σε κάποιο στούντιο, τώρα θα με συναντούσες σε καμιά φυλακή. Για να βγουν αυτά τα έξοδα −βάλε και τις εκτυπώσεις−, πρέπει να πουληθούν τουλάχιστον 10.000 δίσκοι. Ένα νούμερο πάρα πολύ δύσκολο στις μέρες μας, αλλά εγώ ευελπιστώ ότι σε 4-5 χρόνια θα τον έχω ξεχρεώσει τον τελευταίο δίσκο. (γέλια)
— Ποιος δίσκος σου ξέρεις ότι είναι ο πιο εμπορικός;
Μέχρι κάποια στιγμή ήξερα τι γινότανε. Τα τελευταία χρόνια, λόγω των δυσκολιών που είχε η εταιρεία, που αγόρασε τη Lyra, δεν μπορούσα να βγάλω άκρη. Πες εσύ με το μυαλό σου τώρα ποιος είναι ο πιο εμπορικός δίσκος μου!
— Ο «Βραχνός Προφήτης»;
Οι περισσότεροι αυτό νομίζουν. Όχι, καμία σχέση. Είναι τα «Λάφυρα» με τη Μελίνα Κανά, παρ' όλο που δεν είχαν πάρει πολύ καλές κριτικές. Πούλησαν, ωστόσο, τότε πάνω από 25.000, νούμερο πρωτοφανές για μένα, που ποτέ δεν ήμουν των υψηλών πωλήσεων.
— Είσαι όμως της ηχητικής αναζήτησης. Πόσο ενημερώνεσαι για τα τρέχοντα μουσικά ρεύματα;
Ενημερώνομαι από ένα-δυο περιοδικά και από το Διαδίκτυο. Επίσης, από φίλους και από τα παιδιά μου. Αντιστράφηκαν οι όροι: πρώτα τους μάθαινα εγώ μουσική και τώρα μαθαίνω εγώ απ' τους γιους μου.
— Πόσων ετών είναι οι γιοι σου, Θανάση;
Είναι δίδυμοι, ο Αριστοτέλης και ο Κωνσταντής, 29 ετών πλέον.
— Πόσο μικρός πρέπει να έγινες πατέρας;
Ε, δεν είμαι και τόσο νέος πια, γεννήθηκα το 1959, άρα έφτασα 55 ετών.
— Πάμε στους Δεύτερους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας του Μάνου Χατζιδάκι το '82. Θα τα 'χεις ξαναπεί, αλλά μ' ενδιαφέρει να σ' ακούσω.
Ήταν τη χρονιά που συμμετείχαν η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Δουρδουμπάκης, ο Κατσιμίχας με το «Μια βραδιά στο λούκι» −ίσως το καλύτερο κομμάτι, κατά τη γνώμη μου− και ο Κλέων Αντωνίου σε πρώτη εμφάνιση ως τραγουδοποιός. Ετοιμαζόμουν να φύγω φαντάρος τότε, αλλά μου τηλεφωνούν πως ακυρώθηκε κάποια συμμετοχή και μπήκε το δικό μου, που ήταν αναπληρωματικό. Λέω «να φέρω τον τραγουδιστή που το τραγούδησε;». «Όχι», λένε, «θα βρούμε εδώ μια φωνή». Κατέβηκα στην Αθήνα, αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί μου, λες και ήμουν ο αόρατος άνθρωπος. Φτάνοντας στην Κέρκυρα, μια-δυό μέρες πρίν τους αγώνες, διαπίστωσα ότι συνέχιζα να είμαι το ίδιο αόρατος. Πήγα εκεί με την τότε κοπέλα μου και μέλλουσα γυναίκα μου και ήμασταν κάπως σαν τα καημένα (γέλια), αλλά ψιλοφτιάξαμε μια παρέα, οι «εξωσυστημικοί», διότι ακόμα κι ο Χατζιδάκις είχε τους αυλικούς του.
— Τι εννοείς;
Για παράδειγμα, θυμάμαι ότι ο Τάσος Καρακατσάνης, που έκανε τις ενορχηστρώσεις πολλών από τα διαγωνιζόμενα τραγούδια και είχε αναλάβει να κάνει και το δικό μου, ασχολιόταν σχεδόν αποκλειστικά με έναν νεαρό ονόματι Αρθούρο Αντενούτσι. Εκ των υστέρων έμαθα ότι ασχολιόταν με το παιδί αυτό γιατί η θεία του, νομίζω, ήταν φίλη με τον Χατζιδάκι. Οπότε, πάω κι εγώ και λέω: «Κύριε Χατζιδάκι, φεύγω!». «Όχι, κάτσε», μου λέει εκείνος, «θα το φτιάξουμε το τραγούδι σου». Το τραγούδι ήταν λαϊκότροπο, αλλά πού να βρεθεί τζουράς; Βάλανε μαντολίνο και κιθάρα κλασική, τη Στέλλα Κυπραίου. Δεν βρίσκαμε τραγουδιστή, όμως. Πάμε στον Βασίλη Λέκκα, «μπα, δεν προλαβαίνω». Το πάμε στον Λιούγκο, τα ίδια... Μπορεί να μην τους άρεσε.
— Ή να μην είχαν όντως χρόνο, αφού τα δύο αυτά παιδιά τότε είχαν πάρει πάνω τους πολλές από τις εκδηλώσεις των Αγώνων.
Ναι, μπορεί, πάντως στο τέλος βρέθηκε σαν από μηχανής θεός ο Πάνος Τσαπάρας, ο οποίος είχε δύο δικά του τραγούδια στους Αγώνες και μάλιστα με ένα απ' αυτά πήρε και το α΄ βραβείο. «Έλα δω, ρε Θανάση», μου λέει, «θα σ' το πω εγώ το τραγούδι». Βέβαια, σε μία μέρα μέσα γίνεται να μάθεις τραγούδι;
Η χελώνα - Πάνος Τσαπάρας
— Εμένα, πάντως, η φωνή του Τσαπάρα στη «Χελώνα» σου μού θυμίζει πολύ αυτή του Μανώλη Ρασούλη!
Δίκιο έχεις, έμοιαζε με του Ρασούλη.
— Τον Μάνο Λοΐζο πότε και πώς τον γνωρισες;
Ήμουν φοιτητής, το '78 νομίζω. Του έστειλα στίχους που έγραφα. Τους ταχυδρόμησα. Βρήκα τη διεύθυνσή του από την εταιρεία του; Δεν θυμάμαι. Έχω κρατήσει τα τηλεγραφήματα που μου έστειλε και δεν θα ξεχάσω ποτέ μια χαρακτηριστική στιγμή: γύριζα βράδυ σπίτι με την κοπέλα μου, ανοίγω και σκαλώνει η πόρτα σε ένα τηλεγράφημα −το πρώτο− του Λοΐζου με δυο κουβέντες: «Θανάση, μου άρεσαν οι στίχοι σου και θέλω να συνεργαστούμε». Έπαθα σοκ! Έκτοτε βρεθήκαμε αρκετές φορές και, σύμφωνα με τον Αχιλλέα Θεοφίλου, που ήταν παραγωγός του, είχε ετοιμάσει κάποια τραγούδια, γύρω στα εννιά! Ένα, μάλιστα, το θεωρούσε ο Αχιλλέας, που το είχε ακούσει, ισάξιο, αν όχι καλύτερο, του «Όλα σε θυμίζουν».
— Ερωτικό τραγούδι;
Ήταν περίεργα τα δικά μου. Ίσως, τελικά, καλύτερα που δεν βγήκε εκείνη η δουλειά, γιατί στιχουργικά ήμουν ακόμη ανώριμος.
— Τι ήταν αυτό που σε έκανε να στείλεις στίχους σου ειδικά στον Λοΐζο;
Μου άρεσε πολύ ως μελωδός και ως συνθέτης με ευρεία γκάμα.
— Ποιους άλλους συνθέτες άκουγες τότε, στα φοιτητικά χρόνια;
Από Έλληνες; Για μένα ήταν ο Σαββόπουλος! Τον θεωρώ κορυφαία περίπτωση ολοκληρωμένου δημιουργού, αρχής γενομένης από τον εξαιρετικό στίχο του, με τον οποίο εξέφρασε πράγματα που κανείς δεν είχε εκφράσει μέχρι τότε. Αλλά και από μουσικής άποψης φαίνεται η μαεστρία του, γιατί το κάθε τραγούδι του ήταν ξεχωριστό, είχε το δικό του σύμπαν, την ώρα που αρκετοί ομότεχνοι επαναλαμβάνονται σε κουραστικό βαθμό.
Όσο πιο ανύποπτος είναι κάποιος τραγουδιστής σε σχέση με τον ρόλο του, τόσο πιο σπουδαίος μπορεί να γίνει. Η τέχνη θέλει αγνότητα. Γι' αυτό οι πιο απλοί άνθρωποι, όταν τραγουδούν, μπορούν να σε συγκινήσουν βαθύτατα.
— Για τον Bob Dylan θα το έλεγες αυτό;
Όχι. Ο Dylan έχει βγάλει αρκετά τραγούδια που μοιάζουν μουσικά μεταξύ τους. Βέβαια, άκουγα κι άλλα πράγματα τότε. Μεγάλο σοκ ήταν για μένα η «Εκδίκηση της γυφτιάς», πραγματική τομή στο ελληνικό τραγούδι. Αλλά και πιο πίσω, ήταν εξαιρετικοί οι πρώτοι δίσκοι του Γιάννη Μαρκόπουλου. Ιδιαίτερη σχέση δεν είχα με τη μουσική του Χατζιδάκι ούτε του Θεοδωράκη.
— Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου μου είπε πρόσφατα πως όταν σε γνώρισε δεν τραγουδούσες, έγραφες μόνο.
Γιατί, τώρα τραγουδάω; Μαγαρίζω τα κομμάτια μου με την πριονοκορδελέ φωνή που μου χάρισε η φύση. Για αρκετούς αρκεί αυτό, αλλά για μένα, που έχω το απόλυτο της ερμηνείας μέσα μου, η σύγκριση είναι συντριπτική. Δυστυχώς, δεν είναι εύκολο να βρεις μια φωνή που θα πάει τα κομμάτια πιο πέρα ακόμα και από αυτό που έχεις φανταστεί.
— Πολλοί τό 'χουν αυτό, να κρατάνε το τραγούδι καλύτερα μέσα απ' τα χείλη τους.
Ναι, αλλά αυτό δεν απαλύνει το δράμα μου.
— Σάμπως ο Σαββόπουλος είναι καλλίφωνος;
Διαφωνώ. Ο Σαββόπουλος είναι σωστότατος, ειδικά στα δικά του. Πολύ καλή φωνή!
— Άρα δεν αρκεί για σένα η ασκημένη φωνή ώστε να πεις «αυτός είναι τραγουδιστής»...
Όχι, ίσα-ίσα, το αντίθετο. Όσο πιο ανύποπτος είναι κάποιος τραγουδιστής σε σχέση με τον ρόλο του, τόσο πιο σπουδαίος μπορεί να γίνει. Η τέχνη θέλει αγνότητα. Γι' αυτό οι πιο απλοί άνθρωποι, όταν τραγουδούν, μπορούν να σε συγκινήσουν βαθύτατα.
— Και γι' αυτό κι εσύ σε τραγούδια σου χρησιμοποιείς συχνά samples από γιαγιάδες που τραγουδούν, λόγου χάριν.
Εννοείται! Υπάρχουν φωνές εξαιρετικές, από τον χώρο της παράδοσης κυρίως, απ' όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Τέλος πάντων, για να γυρίσουμε στον Λοΐζο, τα τραγούδια επρόκειτο να τα τραγουδήσει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
— Σου άρεσε η φωνή του;
Ναι, μου άρεσε! Τότε ακόμα δεν είχε τυποποιηθεί, του δόθηκαν και πολύ καλά τραγούδια. Ο Λοϊζος, ειδικά, του έδωσε μερικά διαμάντια. Τον εκτιμούσε πολύ τον Βασίλη και ως φωνή αλλά και ως χαρακτήρα. Ένα από αυτά, όχι από τα πιο γνωστά, σε στίχους του Ρασούλη, το ζηλεύω πάρα πολύ: Ήρωά μου, αίνιγμά μου και στο τρόλεϊ γείτονά μου / ανθρωπάκο καθημερινέ / σ' έχω συνεταίρο για τα περαιτέρω / ένοχε μαζί κι αθώε μου εαυτέ...
— Λες το «Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις Απόκριες» απ' το «Για μια μέρα ζωής» του Λοΐζου.
Μα, δεν περιγράφει τέλεια ο Ρασούλης τον άνθρωπο που περνάει δίπλα μας και χάνεται; Ανέκαθεν με ενδιέφεραν οι άγνωστοι άνθρωποι που μας προσπερνάνε. Για τον Λοΐζο έχω να προσθέσω πως ήταν σπουδαίος άνθρωπος και με χιούμορ: «Θανάση, το πρώτο εγκεφαλικό με βρήκε την ώρα που διάβαζα τους στίχους σου» μου 'χε πει περιπαικτικά.
— Αυτά τα τραγούδια τα έχει η Μυρσίνη Λοΐζου στο αρχείο της σήμερα;
Μετά τον θάνατό του έψαξα να βρω τι έγιναν αυτά τα κομμάτια, αλλά προφανώς έπεσαν πάνω φίλοι και γνωστοί του κι έτσι δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη. Με τα χρόνια γνώρισα τη Μυρσίνη, η οποία μου έδωσε μερικές κασέτες με τον Μάνο να «παιδεύει» κάποια τραγούδια σε δικούς μου στίχους για να ολοκληρωθεί ο δίσκος που λέγαμε. Βρήκα κάποια demo με τη φωνή του, όχι όμως τελειωμένα τραγούδια.
— Πολύ ενδιαφέροντα θά 'ναι, ούτως ή άλλως.
Ως ντοκουμέντα, ίσως, αλλά εγώ είπα στη Μυρσίνη να μη βγουν αυτά προς τα έξω, γιατί εκείνες τις στιγμές που αναμετριέται με την έμπνευση, ο δημιουργός είναι αγαθός, σαν μικρό παιδί. Είναι πολύ προσωπικές στιγμές για να δημοσιοποιούνται.
— Είσαι αντίθετος, άρα, με εκείνο το project Μάνος Χατζιδάκις 2.000 Μ.Χ.;
Αν τα ήθελε ο ίδιος να βγουν, γιατί όχι; Δεν το 'χω ακούσει όμως και δεν έχω άποψη.
— Τα δύο κομμάτια στη «Διαίρεση» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ο «Λεγεωνάριος» και ο «Μαύρος Γάτος» προορίζονταν για τον Λοΐζο αρχικά;
Ο «Λεγεωνάριος» όχι, αλλά ο «Μαύρος Γάτος» νομίζω ότι θα 'μπαινε σ' εκείνο τον δίσκο σε μουσική Λοΐζου. Για εκείνη την εποχή, σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Τη μουσική την είχε γράψει ο ίδιος ο Βασίλης.
— Και όχι μόνο, ακόμη και σήμερα το τραγουδάει ο συνονόματός σου.
Α ναι, ε; Να, κάπως έτσι έγραφα τότε, μου έλειπε, νομίζω, μια εσωτερικότητα. Ήμουν και πιο νέος, δεν ξέρω... Συνήθως μετανιώνω για ό,τι προηγούμενο έχω κάνει.
— Δηλαδή ο «Μαύρος Γάτος» ήταν ένα εξωστρεφές σουξέ, θα λέγαμε;
Ναι, για μένα τουλάχιστον.
— Που δεν μπορείς να το ακούσεις με τίποτα σήμερα;
Πολλά δεν μπορώ ν' ακούσω σήμερα από αυτά που έκανα στο παρελθόν. Από την «Αγία Νοσταλγία» και μετά, ήδη σε ηλικία τριάντα και χρονών, άρχισα να αναπτύσσω ένα προσωπικό ύφος. Άργησα να ωριμάσω δημιουργικά. Βλέπουμε ότι στο εξωτερικό τα αριστουργήματα γίνονται όταν ο δημιουργός είναι 20 με 30.
— Μα κι εδώ, 22 ήταν ο Σαββόπουλος όταν βγήκε το «Φορτηγό» του.
Σ' εκείνη την ηλικία εγώ ήμουν άγουρος. Άργησα, λοιπόν, να ανθίσω, κι ίσως αυτό να μου δίνει το περιθώριο να κρατήσω λίγο παρά πίσω από το μέσο όρο, όσον αφορά την έμπνευση.
— Πότε βγήκε η «Αγία Νοσταλγία»;
Το 1993, όταν ήμουν 34 ετών.
— Επομένως, από τον δισκογραφημένο «Μαύρο Γάτο» το '84 μέχρι την «Αγία Νοσταλγία» του '93 μεσολάβησε μια δεκαετία απραξίας.
Όχι ακριβώς, γιατί τα περισσότερα κομμάτια της «Άγιας Νοσταλγίας» ήταν γραμμένα τη δεκαετία του '80, απλώς δεν είχε βρεθεί ο τρόπος να κυκλοφορήσουν.
— Μέχρι την κυκλοφορία τους, λοιπόν, εσύ έγραφες συνέχεια και διάβαζες πολύ, όπως, σίγουρα, ακόμη διαβάζεις.
Τώρα τελευταία δεν μπορώ να διαβάσω αρκετά, γιατί έχω μια έλλειψη συγκέντρωσης. Όταν παίρνω ένα βιβλίο στα χέρια μου, μετά από λίγες σελίδες καταλαβαίνω ότι διαβάζω τελείως μηχανικά και το παρατάω. Μόνο ποίηση μπορώ να διαβάσω πλέον.
— Πού οφείλεται αυτό;
Να 'ναι απαρχή άνοιας, αλτσχάιμερ;
— Δεν νομίζω, τόσες ιστορίες θυμήθηκες.
Δεν ξέρω, το 'χω ζήσει με τη γιαγιά μου το θέμα από κοντά.
— Παίζει κληρονομικότητα λες;
Δεν αποκλείεται. Παλιά, πάντως, ήμουνα φρικιό της ανάγνωσης. Έμαθα να διαβάζω μόνος μου, πριν πάω στο σχολείο, και χωρίς να μου δείξει κανείς. Το πιο ωραίο δώρο για μένα ήταν ένα βιβλίο. Ακόμα φέρνω στη μνήμη μου τη μυρωδιά του καινούργιου χαρτιού. Ακόμα θυμάμαι το σκληρό γκρι εξώφυλλο που σκέπαζε τις περιπέτειες του Μιχαήλ Στρογκόφ. Πάθος πραγματικό!
— Περισσότερο κι από τους ήχους, τη μουσική;
Περισσότερο! Αυτό, στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, στο Δημοτικό. Από τις αρχές Γυμνασίου και μετά άρχισα να ασχολούμαι και με τη μουσική, για να καταλήξω στη σημερινή μονομανία. Παρ' όλες τις κατά καιρούς αρνητικές κριτικές, δεν πτοήθηκα. Η ανάγκη μου για έκφραση ήταν χαλκέντερη.
— Συμπεραίνω ότι δεν είσαι καθόλου ανασφαλής άνθρωπος.
Όχι, δεν είμαι ανασφαλής. Δεν πληγώνομαι εύκολα, είμαι σκληρός, κάτι σαν τον Λι Βαν Κλιφ να πούμε. Έχω αυτομαχαιρωθεί προτού με μαχαιρώσουν οι άλλοι. Το ξέρεις αυτό το ανέκδοτο με το «Εγώ πιρόγα δεν γίνομαι»;.
Δεν ανήκω σε κανέναν πολιτικό χώρο-κομματικό σχηματισμό, γιατί εδώ και χρόνια πιστεύω ότι για να ευδοκιμήσει κάτι πρέπει να συμβεί μέσα σε μικρές ομάδες, όπου ο ένας κοιτάει τον άλλο στα μάτια κι έτσι είναι δύσκολο να υπάρξουν καπελώματα.
— Από μικρή ηλικία;
Νομίζω, ναι, από μικρή ηλικία σχετικά, είχα μέσα μου τη σφραγίδα της ματαιότητας. Η βασική προϋπόθεση για να μη γίνει κανείς ανασφαλής.
— Έχεις αδέρφια;
Έχω μια αδερφή.
— Καλλιτέχνιδα;
Είναι πιο πολύ πρακτικός άνθρωπος. Μαστορεύει, καταφέρνει πολλά με τα χέρια της. Κι εμένα, όμως, όταν τελείωσα το Πολυτεχνείο, δεν με ενδιέφερε να δουλέψω ως μηχανικός και άνοιξα ένα εργαστήριο κατασκευής μουσικών οργάνων. Περίπου δύο χρόνια κράτησε, γιατί μετά ήρθαν τα δίδυμα και δεν θα μπορούσα να τα ζήσω ως παντελώς άγνωστος οργανοποιός. Όταν, με το κακό, μ' εγκαταλείψει η μούσα (ή το 'χει κάνει ήδη;), θα ξαναγυρίσω σ' αυτήν τη τέχνη. Έχω ξύλα κρατημένα, καθώς και τα εργαλεία. Γενικά, μου αρέσει να κάνω πράγματα με τα χέρια μου, είναι καταπραϋντικό, με συνδέει με το αρχέγονο παρελθόν.
— Σου ζητούσαν πολλοί τραγουδιστές να πουν κομμάτια σου τα τελευταία χρόνια;
Όχι. Ίσως λίγες φορές, αλλά εγώ δεν έδινα αποσπασματικά τραγούδια μου. Δεν μου αρέσει να δίνω από δω κι από κει, να ρίχνω νερό στον μύλο του τραγουδιστή. Χωρίς να έχω τίποτα με τους τραγουδιστές, το μοντέλο αυτό συνέφερε τις εταιρείες. Δες το κι έτσι: έναν δημιουργό είναι πολύ δύσκολο να τον κουμαντάρει μια εταιρεία, ενώ έναν τραγουδιστή τον φέρνει γύρα πιο εύκολα. Επομένως, οδήγησαν τα πράγματα προς τα κει, ο τραγουδιστής, σαν χρυσοτόκος ήλιος, στο κέντρο και γύρω-γύρω οι λοιποί: συνθέτες, στιχουργοί, μουσικοί, σαν αλαφιασμένοι πλανήτες.
Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Άδειοι Τόποι
— Μίλησέ μου για τη φιλία σου με τον Νίκο Κυπουργό.
Ο Νίκος είναι εξαιρετικός! Το '82 στην Κέρκυρα, στους Αγώνες, δεν τον είχα γνωρίσει, γιατί σου είπα ότι πήγα λίγο σαν σκιαγμένος. Ήρθε, όμως, στα χέρια μου, δεν θυμάμαι πως, η κασέτα που είχα στείλει με το τραγούδι μου, που 'γραφε απάνω με κόκκινο στυλό: «Περίεργο λαϊκό, να ξανακουστεί!». Εκ των υστέρων ο Νίκος μου είπε ότι εκείνος το 'χε γράψει. Γνωριστήκαμε, λοιπόν, και αρχίσαμε να ανταλλάζουμε απόψεις, όχι τόσο για τη μουσική αλλά, κυρίως, για την αστροφυσική που ενδιαφέρει και τους δυο μας. Εγώ, μάλιστα, έχω την πεποίθηση ότι θα γνωρίσω πριν πεθάνω το πώς ξεκίνησαν όλα, την αδιανόητη αρχή. Συνεργαστήκαμε στην «Αγρύπνια», όπου μου έγραψε κάποιες γραμμές για έγχορδα, ως μάστορης του είδους, κι εγώ ανταπέδωσα, δίνοντάς του για μελοποίηση έναν από τους πιο περιεκτικούς στίχους μου, τον εξής: Το παιδί 'ναι σαν τη στάμνα / Κρατάει τη μέρα δροσερή...
— Κι έχετε κάτι κοινό: Ο Κυπουργός ζει στη Σύρο, εσύ στη Λάρισα.
Ε ναι, αλλά αυτός δεν έχει απογαλακτιστεί, ακόμη Αθηναίος είναι. (γέλια) Η μεγάλη πλάκα είναι που όταν άκουγε τον «Βραχνό Προφήτη», πριν με γνωρίσει, έλεγε στους άλλους ότι υπάρχει ένας αγρότης που σκάβει τη θεσσαλική γη και με τα ροζιασμένα χέρια του παίζει μπουζούκι και γράφει τραγούδια.
— Γούστο έχει αυτό, όντως. Λες να σε μπέρδεψε με τον γέρο στο εξώφυλλο;
Λες; (γέλια) Μια μέρα τα έλεγε αυτά στη Λιζέτα Καλημέρη που με ήξερε και του κάνει «Ποιος, αυτός με τα γυαλάκια; Αυτός μοιάζει με καθηγητή Γυμνασίου»!
— Κάνεις μεσ' στο κεφάλι σου κάστινγκ των τραγουδιστών για κάθε δίσκο σου;
Ακριβώς. Πρώτα αρχιτεκτονώ την ενοργάνωση των τραγουδιών, αυτή με οδηγεί στους μουσικούς και μετά σκέφτομαι τις πιο κατάλληλες φωνές. Από κει κι ύστερα, σε επίπεδο ενορχήστρωσης, αυτή προκύπτει είτε με βάση δικές μου νύξεις είτε μέσα από πρόβες με τους μουσικούς. Κάποιες φορές υπάρχει και προεξάρχων της ενορχήστρωσης.
— Πολύ θα ήθελα να παρακολουθήσω πρόβα, όχι του «μαέστρου» Θανάση αλλά του «συνεργάτη», του μουσικού πάνω απ' όλα.
Μα, δεν υπάρχει αυτό, ο «μαέστρος», δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου να επιβάλλομαι. Το ίδιο συμβαίνει και στις ζωντανές εμφανίσεις, κάτι που βγαίνει, νομίζω, προς τα κάτω. Είμαστε μια σχεδόν αναρχική μπάντα. Ο καθένας παίρνει την ευθύνη του παιξίματός του. Φυσικά, προηγούνται πρόβες γερές, μαθαίνεται το βασικό περιεχόμενο και μετά υπάρχει η πλήρης ελευθερία με μόνο όριο την αισθητική και την ευγένεια. Αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο, αν δεν έχουμε συντονιστεί καλά μεταξύ μας ,να «γκρεμοτσακιστούμε». Όταν, όμως, πετυχαίνει, φτάνουμε σε υψηλά επίπεδα απόλαυσης, τόσο εμείς όσο και οι ακροατές μας, όπως με αφήνουν να καταλάβω.
— Δεν βαριέται ένας δημιουργός να παίζει live τα ίδια και τα ίδια; Είναι σαν τον ηθοποιό που κάθε βράδυ λέει τα ίδια λόγια.
Προσωπικά, βαριέμαι να παίζω συνέχεια τα τραγούδια μου. Σκέφτομαι, λοιπόν, πόσο πιο πολύ θα πρέπει να βαριούνται οι μουσικοί. Εδώ, λοιπόν, έρχεται η ελευθερία της αυτενέργειας που έλεγα πριν, που δίνει τη δυνατότητα στους δημιουργικούς μουσικούς να βάλουν τον εαυτό τους, να αυτοσχεδιάσουν, έτσι ώστε καμιά εμφάνιση να μην είναι αβάσταχτα ίδια με τις προηγούμενες. Όταν κι αυτό δεν επαρκεί, κάνουμε αγρανάπαυση, μέχρι ν' αρχίσει να μας τρώει πάλι το σκουλήκι της αδημονίας.
— Καταλαβαίνω. Εδώ είπες πριν ότι δεν ακούς τους δίσκους σου.
Μα, και την «Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου» θα την ακούσω μετά από 2-3 χρόνια για να καταλάβω τι ακριβώς συνέβη σε μουσικό επίπεδο. Το αυτί κουράζεται εύκολα, είναι ο ζοχάδας των αισθητηρίων οργάνων και πρέπει να του δώσεις το χρονικό περιθώριο να απεξαρτηθεί, να εξαγνιστεί και ύστερα να επιστρέψει. Πρέπει ν' ακούμε και να φτιάχνουμε μουσική με τη μέγιστη αγνότητα, αλλιώς δεν έχει νόημα.
— Ας πάμε τώρα στα κορίτσια του Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Πως; (γέλια)
— Εννοώ τις γυναικείες φωνές που ταυτίστηκαν με το έργο σου: Μελίνα Κανά, Μάρθα Φριντζήλα και τώρα Ματούλα Ζαμάνη.
Ναι, δεν το 'χα σκοπό, αλλά έγραψα κάποια τραγούδια που ταίριαξαν τελικά σε γυναικείες φωνές. Γιατί όχι; Αφού το μισό του πλανήτη είναι η Γυναίκα, να την αφήσουμε απ' έξω; Δεν κατάλαβα. (γέλια)
— Ποια ήταν η ανάγκη να τραγουδήσεις «Εό! Γαμώ τον φασισμό» στον «Ελάχιστο Εαυτό»;
Για την «Ερώτηση κρίσεως» κατηγορήθηκα από κάποιους ότι είναι το χειρότερο τραγούδι που έχω γράψει, χοντροκομμένο, στα όρια του κιτς.
— Το εξέλαβαν ως λαϊκισμό; Δεν κατανοώ τον χαρακτηρισμό «χοντροκομμένο»...
Ότι δεν είχε ποιητικότητα, ότι προσπάθησα να γλείψω τους αριστερόστροφους κ.λπ. Εγώ, όμως, το έκανα και λίγο προβοκατόρικα αυτό. Στον πρωτογονισμό του νεάντερταλ-ναζιστή, που προείδα να έρχεται σαν λαίλαπα, αντέταξα τον δικό μου πρωτογονισμό. Δεν είμαι και κανένας διανοούμενος, ούτως ή άλλως.
— Και από το «Γαμώ τον φασισμό» του 2011 φτάνουμε στο «Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ» του 2014. Εξαιρετικό τραγούδι!
Κι εγώ είμαι ικανοποιημένος. Το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω γι' αυτές τις ψυχές που χάνονται καθημερινά. Πάλι έβλεπα τα ίδια προ ημερών στην τηλεόραση...
Ερώτηση Κρίσεως
— Σε εμπνέει η τηλεόραση, οι ιστορίες του αστυνομικού δελτίου;
Κατ' αρχάς, το τι μπορεί να σε εμπνεύσει είναι υποκειμενικό και ανεξέλεγκτο. Δεν βάζεις εσύ την έμπνευση σε καλούπια, αυτή σε βάζει. Είναι μια υπερδιέγερση του νου που μοιάζει με τη διαδικασία του ονείρου. Στο όνειρο έρχονται σπαράγματα της μέρας που έζησες και άλλα «κουφά» που δεν τα έχεις ζήσει κι όλα αυτά μπλέκονται και βγάζουν ένα αποτέλεσμα. Έτσι, και για να φτιαχτεί ένα τραγούδι, συντελούν πολλές αφορμές συνήθως. Σαφώς στο «Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ» εμπνεύστηκα από περιστατικό του αστυνομικού δελτίου. Μέσα, όμως, συνυπάρχουν και η αγάπη μου για τα τραγούδια της Καρπάθου και της Ηπείρου, ακόμα και οι ταινίες του Ξανθόπουλου που έβλεπα μικρός.
— Ποιος πολιτικός χώρος θα σε εξέφραζε σήμερα;
Δεν ανήκω σε κανέναν πολιτικό χώρο-κομματικό σχηματισμό, γιατί εδώ και χρόνια πιστεύω ότι για να ευδοκιμήσει κάτι πρέπει να συμβεί μέσα σε μικρές ομάδες, όπου ο ένας κοιτάει τον άλλο στα μάτια κι έτσι είναι δύσκολο να υπάρξουν καπελώματα. Δεν πιστεύω στους μεγάλους και συγκεντρωτικούς μηχανισμούς, πιστεύω στους μικρούς, αυτοδιαχειριζόμενους πυρήνες.
— Πόσο μοναχικός είναι ένας άνθρωπος που αποστρέφεται τους «συγκεντρωτικούς μηχανισμούς»;
Είμαι μοναχικός άνθρωπος, όπως όλοι μας κατά βάθος. Πιστεύω ότι έχω μια ευαισθησία που με κατατρέχει και με οδηγεί με έναν τελείως χαοτικό τρόπο στο τι κάνω στη ζωή. Πράγματα που έχω διαβάσει ή έχω ζήσει έχουν σμιλέψει μέσα μου μια αίσθηση δικαίου, χωρίς να νιώθω ότι ανήκω κάπου συγκεκριμένα. Ένα βασικό χαρακτηριστικό μου επίσης, που με οδηγεί στη μοναχικότητα, είναι και το ότι δεν μπορώ να δεχτώ διδασκαλία από κανέναν. Θέλω να ανατραπεί η μέτρια, παράλογη πραγματικότητα που μας έχει επιβληθεί, αλλά ούτε αναρχικός, ούτε κομμουνιστής, ούτε σοσιαλιστής μπορώ να πω ότι είμαι. Τρέφω, ωστόσο, μια αγάπη για τον αναρχισμό που είναι και ως φιλοσοφία πολύ πιο κοντά στον ιδανικό άνθρωπο από άλλες θεωρίες.
— Ο αναρχισμός δεν εμπεριέχει ενίοτε και το στοιχείο της μισαλλοδοξίας;
Σε μικρότερο βαθμό απ' ό,τι άλλοι χώροι. Το έχει δείξει και η ιστορία αυτό: Κροστάνδη, Ισπανία του '36 κ.λπ. Τελικά, μάλλον τα ερίφια είναι παρά οι λύκοι. Επειδή, όμως, στους αυτόνομους-αντιεξουσιαστές συναντάμε τη μεγαλύτερη ευρύτητα και ελευθερία πνεύματος, ξενίζει περισσότερο όταν προκύπτει κάποιου είδους μισαλλοδοξία. Τώρα που η οργή περισσεύει και η κατανόηση έχει χαθεί, τώρα ακόμα πιο πολύ υπάρχει ανάγκη να έρθουν πιο κοντά όσοι δεν βολεύονται από την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Οι δρόμοι μπορεί να είναι διαφορετικοί, αλλά ο προσανατολισμός ίδιος. Κι ας φέρει ο καθένας το μικρό κομμάτι της αλήθειας που του αναλογεί. Σαν μαντήλι για χορό κι όχι σαν λεπίδα για μαχαίρωμα.
— Είπες ότι δεν ακούς τους δίσκους σου αν δεν περάσουν χρόνια. Να υποθέσω ότι άκουσες εκείνο τον δίσκο με τον Σαββόπουλο;
Ναι, τον άκουσα!
— Και πώς σου φάνηκε − σουρεαλιστική ερώτηση!
Νομίζω ότι αδικήθηκε πάρα πολύ αυτός ο δίσκος απ' τον κόσμο. Άσκησαν πολεμική στη συνεργασία αυτή και δεν αφέθηκαν χαλαροί, να ακούσουν το αποτέλεσμα.
— Αυτό οφείλεται στο ότι είσαι ο αντεργκράουντ Παπακωνσταντίνου, ενώ ο Σαββόπουλος είναι πια μέρος της καθεστηκυίας τάξης;
Σιγά τον αντεργκράουντ! Εντάξει, δεν είμαι ολοκληρωτικά μέσα στα πράγματα, αλλά δεν είμαι και τελείως εκτός. Προσπαθώ να έχω μια συνέπεια στη ζωή μου, μειώνοντας τις αντιφάσεις που με τυλίγουν. Ένας αγώνας καθημερινός να φανώ αντάξιος των τραγουδιών μου. Τι να πω, ναι, σίγουρα για αρκετούς από τους παλιούς του ακροατές ο Σαββόπουλος θεωρείται κατεστημένο. Προσωπικά, δεν με ενδιαφέρει αυτό. Όσο πιο σπουδαίο είναι το έργο, τόσο λιγότερη σημασία έχει ο δημιουργός.
Διονύσης Σαββόπουλος, Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Ασπρομόντε
— Αληθεύει ότι αρχικά προοριζόταν για άλλον ερμηνευτή; Κάτι είχε ακουστεί για τον Χρήστο Θηβαίο.
Πρόσεξε τι έχει συμβεί με τον Χρήστο Θηβαίο: μου άρεσε η φωνή του, όπως και τα τραγούδια του. Έτσι, πριν αρκετά χρόνια, είχαμε ξεκινήσει μια προσπάθεια να κάνουμε δίσκο μαζί. Το είχα πει στη Ντόρα Ρίζου της Lyra, αλλά εκείνη θεώρησε −και ο Χρήστος ακολούθησε− ότι μετά τη διάλυση των Συνήθων Υπόπτων έπρεπε να δώσει το στίγμα του ως σόλο τραγουδοποιός. Έβγαλε τον δίσκο του και όταν πήγαμε να ξαναπάρουμε μπροστά, προέκυψε μια ακόμη δουλειά του με τον Θάνο Μικρούτσικο. Κι έτσι χάσαμε το νήμα και μας έμεινε ο λαβύρινθος. Κομμάτια από εκείνη την προσπάθεια συνεργασίας υπάρχουν και στον «Σαμάνο» και στις «Μαγγανείες».
— Σε κουράζουν οι αναβολές, οι ανακατατάξεις στα σχέδια σου;
Ότι είναι να γίνει, γίνεται.
— Πώς αντέδρασε ο Σαββόπουλος στο πρώτο άκουσμα του υλικού σας;
Είναι φειδωλός στα λόγια, κι όταν δεν του αρέσει κάτι, δεν συνεργάζεται. Θεωρώντας τον εξαιρετικό παραγωγό −θυμήσου την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και τα «Μπαράκια» του Γερμανού−, του είπα «Διονύση, ασχολήσου και με αυτό τον τομέα», αλλά δυσκολευτήκαμε λίγο, γιατί ο Διονύσης ίσως να μην ακούει πια πολλή σύγχρονη μουσική. Εγώ, ας πούμε, ακούω συνεχώς καινούργια πράγματα και ξέρω ότι γίνεται χαμός εκεί έξω.
— Πήγε, δηλαδή, προς την παλιοροκίλα το πράγμα;
Θυμάμαι, ήθελε κάποιες ηλεκτρικές κιθάρες αλά Hendrix, αλλά δεν θα έλεγα ότι ο δίσκος έχει τέτοια υφή. Είναι ευφυής και αφουγκράζεται την κατεύθυνση του υλικού. Το τελικό αποτέλεσμα εμένα με ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό και προέκυψε από τη συνεργασία όλων μας, συμπεριλαμβανομένων των μουσικών. Το παράπονό μου, βέβαια, είναι ότι δεν έχει πει ούτε ένα τραγούδι από αυτόν το δίσκο στις συναυλίες του.
— Αληθεύει ότι στις κοινές αθηναϊκές εμφανίσεις σας υπήρχε ένα ψυχροπολεμικό κλίμα;
Όχι, απεναντίας ο Σαββόπουλος ήταν πολύ εντάξει μαζί μου. Νομίζω ότι ξεπέρασε τον εαυτό του με την έννοια ότι, ενώ θέλει να έχει τον έλεγχο των πάντων, ως σκηνοθέτης, μια και βλέπει αυτό που κάνει σαν μια παράσταση, δέχτηκε και τη δικιά μου ιδιαιτερότητα, που στοιχειοθετείται από συστολή, άγνοια και αγάπη για το αναπάντεχο. Αυτές οι διαφορετικές θέσεις έφεραν κάποιες στιγμές αμηχανίας και μουδιάσματος, αλλά υπήρξανε και τα ωραία. Ύστερα, εγώ ήταν λογικό να είμαι λίγο έξω από τα νερά μου, γιατί πρώτη φορά συνέπραττα με κάποιον άλλον επί σκηνής, ενώ ο Διονύσης το είχε ξανακάνει πολλές φορές.
— Ο Σαββόπουλος φέρει εντός του και την Τέχνη του θεάτρου.
Ναι, ακριβώς, κάτι που εγώ δεν το 'χω καθόλου. Εντάξει, μια εμπειρία ήταν κι αυτή στον ωκεανό της ζωής. Μην τα βλέπουμε όλα τόσο σοβαρά.
— Είσαι απ' τους ανθρώπους που παίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους;
Η Τέχνη είναι και παιχνίδι. Σου απαντώ.
— Παιχνίδι λες τώρα, για όνειρα μίλησες πριν. Αν ζούσες στο Παρίσι του 1923 θα ανήκες στην ομάδα του Αντρέ Μπρετόν;
(γελάει) Θεωρώ τον υπερρεαλισμό μια μορφή επανάστασης με την έννοια ότι ξεμπλοκάρει το σκλαβωμένο, εδώ και αιώνες, πνεύμα απ' όσα μας περιτριγυρίζουν: τα σύνορα, τις πατρίδες, τις θρησκείες, το χρήμα. Αυτήμ τη χειραφέτηση του νου που δίνει ο υπερρεαλισμός την έχουμε μεγάλη ανάγκη.
— Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ένας σχιζοφρενής επ' αυτού.
Μου αρέσει όπως το τοποθετείς! Το πρώτο πράγμα που χάρισε η φύση στον άνθρωπο για να απελευθερώσει το πνεύμα του ήταν το Όνειρο. Το δεύτερο ήταν η Τρέλα, στην οποία κατευθύνονται τα πολύ ευαίσθητα άτομα που δεν μπορούν ν' αντέξουν αυτήν τη σκλαβιά, αλλά και που δεν μπορούν να βρουν διέξοδο μέσα από άλλους δρόμους. Θεωρώ ακόμη τον Έρωτα άλλο ένα λαγούμι για στιγμιαία, προσωρινή Ελευθερία. Και η Τέχνη, φυσικά, αλλά όλα αυτά στιγμιαία, το τονίζω.
— Αν είχαμε συνδυασμό όλων αυτών; Έναν άνθρωπο ονειροπόλο, παρανοϊκό, ερωτευμένο και καλλιτέχνη;
Δεν θα ήταν απλώς το τέλειο μοντέλο ανθρώπου αυτό, αλλά το απόλυτο της Ελευθερίας!
— Πέραν όλων αυτών των ποιητικών, όμως, ενδεχομένως να μη μάθουμε ποτέ πόσο βασανιστικό είναι να μην έχεις τα λογικά σου.
Σαφώς, ειδικά στις κοινωνίες που ζούμε οι άνθρωποι αυτοί είναι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι, τα αλεξικέραυνα πάνω στα οποία ρίχνουμε τα δικά μας κρίματα. Εγώ μεγάλωσα σε μικρή κοινωνία, όπου ανέκαθεν υπήρχαν οι «τρελοί του χωριού» και όλοι τους χτυπούσαν για να εξαγνιστούν στη συνέχεια ως φύσει και θέσει «ανώτεροι».
— Είσαι υπέρ των φαρμάκων, της χημείας στον άνθρωπο;
Όχι, είμαι κοντά σε πιο φυσικές μεθόδους, όπως η ομοιοπαθητική. Προσέχω...
— Τη διατροφή σου;
Και τη διατροφή μου.
— Η αλήθεια είναι πως μοιάζεις τουλάχιστον 10 χρόνια νεότερος.
Ναι, αυτό δεν οφείλεται στη διατροφή, αλλά μάλλον στο οικογενειακό δέντρο, γιατί κάπως έτσι είναι οι περισσότεροι από τη μεριά του πατέρα μου. Πιστεύω, όμως, ότι οφείλεται και στο ότι κάνω αυτό που μ' αρέσει. Γενικά, δεν νιώθω ποτέ την κούραση κι όταν με ρωτάνε «Διακοπές;», απαντάω «Τι να διακόψω;».
— Νιώθεις ισορροπημένος;
Δεν ξέρω τι γίνεται βαθιά μέσα μου. Οι άνθρωποι είναι άνισοι, μπορεί κάποτε να είναι σπουδαίοι και κάποτε τιποτένιοι.
— Θα αποδεχόσουν τη θρησκεία υπό τη μορφή ενός λαϊκού τελετουργικού δρώμενου;
Τι εννοείς; Πυρήνας της θρησκείας είναι η πίστη. Το τελετουργικό είναι το περίβλημα, το περιτύλιγμα. Εγώ είμαι άπιστος Θωμάς, αλλά αν έπρεπε να διαλέξω, θα διάλεγα τον πυρήνα.
— Σκέψου πόσο διαφορετική είναι η λιτανεία μιας εικόνας, όχι στη Μητρόπολη των Αθηνών, αλλά σ' ένα χωριό της Λήμνου ή της Κοζάνης. Σαν πλάνο του Σταύρου Τορνέ, αυτό εννοώ...
Καλά, εσύ τώρα το βλέπεις και σαν σκηνοθέτης, αλλά η ρίζα του ζητήματος δεν είναι εκεί. Είναι στον φόβο του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο, στη «μόλυνση» που επέφερε η γνώση. Αυτά όλα στρέφουν τον άνθρωπο στη θρησκεία, στην οικογένεια, στην Τέχνη, στους φίλους κ.λπ. Δεν λύνεται όμως έτσι το θέμα κι αυτά δεν είναι λόγια δικά μου, αλλά του Έριχ Φρομ: «Η μόνη λύση απέναντι βαθιά μοναχικότητα του ανθρώπου είναι η αγάπη για τα πάντα».
— Το περιγράφεις κι εσύ στο τραγούδι σου «Του Έρωτα και του Θανάτου», από τον «Ελάχιστο Εαυτό» κι αυτό!
Κατά μία έννοια, ναι. Θα πρέπει να αγαπάμε τα πάντα γιατί είμαστε ανακυκλώσιμα υλικά που μπορούν να γίνουν τα πάντα. Εκεί τα εύσημα πάνε στην κοπέλα που έγραψε το στιχούργημα. «Παιχνιδιάρα σήψη» λέει σε μια στιγμή! Φοβερό! Κοίτα, σκοπός της Τέχνης, μια ζωή, ήταν να απαλύνει τον φόβο του θανάτου. Ο άνθρωπος είναι το πιο δυστυχισμένο ον, αφού από τη στιγμή που γεννιέται ξέρει πως κάποτε θα πεθάνει. Στιγματίζεται απ' αυτή την αγωνία, όσο κι αν την αποδιώχνει για να μπορέσει να επιβιώσει.
— Υπάρχουν δικά σου κομμάτια ταυτισμένα μ' αυτή την οριακή στιγμή της ανθρώπινης ύπαρξης;
Τα περισσότερα, καλυμμένα ή και απροκάλυπτα. Και άκου το εξής: ένας άγνωστός μου, που ήξερε ότι θα πεθάνει, ζήτησε στην κηδεία του να ακουστεί η «Ανδρομέδα», ένα πράγμα που εμένα με ξεπερνάει. Δεν θα πίστευα ποτέ ότι εγώ θα 'γραφα ένα τραγουδάκι κι αυτό θα συνόδευε έναν άλλον άνθρωπο στην πιο οριακή στιγμή του, που λες κι εσύ. Μετά απ' αυτό, ό,τι και να ακούσω δεν μου λέει τίποτα!
— Κι αυτοί που σε χαρακτηρίζουν σημαντικότερο τραγουδοποιό της γενιάς σου;
Αυτά είναι για τους γαργαλιάρηδες. Ο σταυρωτής ο χρόνος θα βγάλει την απόφαση και θα την κοινοποιήσει με τις ανεμοθύελλες, όταν κανείς από μας δεν θα υπάρχει.
— Πρόσφατα έκανες κι έναν δίσκο με τον Γιάννη Χαρούλη, τις «Μαγγανείες». Πιθανώς να σε εξοργίσει το ερώτημά μου λίγο πριν κλείσουμε, αλλά μήπως η επιλογή του εν λόγω καλού ερμηνευτή έγινε με το σκεπτικό ότι είναι ο Νο 1, από συναυλιακής άποψης τουλάχιστον;
Δεν εξοργίζομαι εύκολα. Η επιλογή του Γιάννη έγινε με γνώμονα τη φωνή του και όχι τον «κόσμο» του. Όταν γραφόταν ο δίσκος, δεν είχε κάνει ακόμη επιτυχία. Και τώρα που το σκέφτομαι, θυμάμαι ότι από παλιά έλεγα «τι καλά να ζούσε ο Ξυλούρης να συνεργαζόμουν μαζί του». Υποσυνείδητα αυτό θα έπαιξε ρόλο, μια και η φωνή του Γιάννη φέρνει λίγο προς Ξυλούρη, συν την προσωπική σχέση μου μαζί του. Δεν λειτούργησα με εμπορικά κριτήρια, όπως κάνω κάθε φορά. Και στην «Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου», άλλωστε, δεν βλέπεις στο εξώφυλλο τα ονόματα του Μάλαμα, της Κανά, της Ματούλας. Δεν ψάχνω για κράχτες αλλά για φωνές που θα αναδείξουν τα τραγούδια.
— Θανάση, απόλαυσα την κουβέντα μας και σε ευχαριστώ.
Και εγώ. Να είσαι καλά.
σχόλια