«Έχουν γραφτεί πάρα πολλά πράγματα για το Interruption. Είναι από τις ταινίες "love or hate". Ένας κριτικός έγραψε πρόσφατα ότι είναι "love and hate". Σου δημιουργεί, δηλαδή, και τα δύο συναισθήματα» μου λέει ο Γιώργος Ζώης για την αντιμετώπιση που έχει η νέα ταινία του στο εξωτερικό και βάζει τα γέλια. «Εμένα, όμως, οι ταινίες που μου αρέσουν είναι αυτές που στοιχειώνουν τον άλλον και τον ακολουθούν για πολύ καιρό αφού σβήσουν τα φώτα. Να μην ξέρει τι είναι αυτό που του αρέσει τόσο πολύ και να αναρωτιέται γιατί δεν μπορεί να τη βγάλει από το μυαλό του. Να υπάρχει μια ανεκπλήρωτη σχέση και μάλιστα, όταν την ξαναδείς, να ανακαλύψεις και άλλα πράγματα, που δεν είχες αντιληφθεί πριν. Να είναι μια ερωτική δημιουργία. Το άλλο, που απλώς βλέπεις ταινίες και δεν τις θυμάσαι καθόλου, είναι σαν αυνανισμός».
Το Interruption, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, θα βγει σε λίγες μέρες στους κινηματογράφους. Είχαν προηγηθεί τα Casus Belli και Τίτλοι Τέλους με αμέτρητες διακρίσεις και βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ. Δύο μικρού μήκους φιλμ, σχεδόν προφητικά, που μιλούσαν για την κρίση, πολύ πριν γίνουν τα πράγματα χειρότερα. «Το Casus Belli ήταν το σουξέ μου» χαριτολογεί. «Ήρθε η κρίση, που ως οικογένεια μας χτύπησε πάρα πολύ, και ήρθε αυτή η ταινία και μας έσωσε. Είναι πολύ σημαντικό για μια ταινία να δίνει πίσω αυτά που τις έδωσαν, να βοηθά τους δημιουργούς της να ζήσουν από αυτήν και να συνεχίσουν. Αυτό δεν το περίμενα με τίποτα, το ότι θα μπορούσα να ζήσω από μια μικρού μήκους για τρία χρόνια. Πάντοτε έλεγα ότι είναι το love story μεταξύ ενός αστέγου κι ενός καροτσιού που συναντιούνται στο τέλος στο ηλιοβασίλεμα» αστειεύεται.
Το μεγάλο μου θέμα με το ευρωπαϊκό σινεμά είναι ότι βλέπω μια ισοπεδωτική ομοιομορφία ταινιών, όπου λίγες πια με εκπλήσσουν και ελάχιστες τολμούν να μιλήσουν σε μια άλλη γλώσσα.
«Βέβαια, οι υπόλοιποι το είδαν πιο πολιτικά. Μετά ήρθαν οι Τίτλοι Τέλους. Τότε με στοίχειωναν αυτές οι άδειες διαφημιστικές πινακίδες που έβλεπα στον δρόμο. Στην αρχή δεν σκεφτόμουν να κάνω ταινία. Και πάλι, όλοι έλεγαν ότι ήταν ένα σχόλιο σε σχέση με την κρίση και την κατάρρευση του καπιταλισμού. Αυτές οι πινακίδες, όμως, ήταν ο καθρέφτης μου εκείνη την περίοδο, το πώς έμοιαζα, ο εσωτερικός μου κόσμος, που ήταν τελείως κενός, και αυτή η ταινία ήταν η θεραπεία μου. Πλέον ζω από τον κινηματογράφο».
Στο Interruption δεν απομακρύνεται πολύ από τη θεματική που τον έχει χαρακτηρίσει, όσο και αν έχει το αφαιρετικό στοιχείο μέσα της. Μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών που κρατούν όπλα εισβάλλει σε ένα γεμάτο θέατρο την ώρα που παίζεται η Ορέστεια. Τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας παύουν να υπάρχουν. Δεν θα την έλεγες «εύκολη» ταινία. Έχει μια υπόγεια ένταση, όμως, που σε καθηλώνει μέχρι το τελευταίο λεπτό. Τον ρωτάω πώς σκέφτηκε να κάνει κάτι τέτοιο.
«Ως ιδέα ξεκίνησε από την ταινία Ο Φόβος, με τον Ανέστη Βλάχο που κυνηγάει την υπηρέτρια να τη βιάσει στους στάβλους και καλύπτουν το έγκλημα οι γονείς του. Την είχα δει τυχαία σε ένα συγγενικό σπίτι στην ΕΤ1 κι έπαθα σοκ. Ήταν σαν Γκοντάρ και Χάνεκε στην Ελλάδα της δεκαετίας του '60. Οι συγγενείς μου φρίκαραν και το έκλεισαν και έτρεξα να το δω στο σπίτι μου πριν τελειώσει. Μετά σκέφτηκα την εισβολή Τσετσένων που είχε γίνει σε ένα θέατρο στη Μόσχα και που το κοινό θεώρησε ότι ήταν μέρος της παράστασης. Εκεί τους έλεγαν επί 45 λεπτά ότι ήταν όμηροι και κανείς δεν πίστευε τίποτα. Έπρεπε να σκοτώσουν κάποιον μπροστά τους για να το καταλάβουν. Είναι τραγικό αυτό που συνέβη τότε. Αυτή η κατάσταση ομηρίας όπου δεν αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι όμηρος μου θυμίζει λίγο τη ζωή μας. Είμαστε συνεχώς όμηροι των υποθέσεών μας, των εργασιακών, των φιλικών, των ερωτικών μας σχέσεων, και πολλές φορές δεν το αντιλαμβανόμαστε, απλώς συνεχίζουμε να κάνουμε αυτά που κάνουμε και που μας λέει μια φωνή μέσα ή έξω από το κεφάλι μας να κάνουμε. Χτίζουμε όλη μας την κατανόηση σε μια πρώτη υπόθεση και αν αυτή δεν είναι έγκυρη, καταρρέει όλο μας το οικοδόμημα. Κάπως έτσι είναι και η ζωή, αν υποθέσεις ότι όλο αυτό το πράγμα που συμβαίνει εκεί πέρα είναι μια θεατρική παράσταση. Μπορεί να συμβούν τα πιο φρικτά πράγματα μπροστά σου και να μην αντιληφθείς τίποτα, ίσα-ίσα να τα χειροκροτήσεις» λέει.
Ο Γιώργος κάνει ένα καταδικό του αιρετικό σινεμά, όχι για να σου αρέσει απαραίτητα αλλά για να σε κάνει να σκεφτείς. Είναι κάπως σαν ένα στοίχημα. Δεν φοβάται μήπως το χαρακτηρίσουν αντικινηματογραφικό;
«Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει ένα κυρίαρχο storytelling. Βγαίνουν συνέχεια σενάρια που είναι μια τελείως καταμερισμένη και τεχνοκρατική δουλειά. Στο Χόλιγουντ έχουν ένα σωρό σεναριογράφους γι' αυτόν το λόγο. Αυτό μαθαίνει τους ανθρώπους να βλέπουν τις ταινίες με έναν συγκεκριμένο τρόπο και οτιδήποτε άλλο το βαφτίζει "πειραματικό", "αλλόκοτο", "παράξενο". Ακόμη και το ευρωπαϊκό art house τείνει προς αυτή την κατεύθυνση, σε έναν μελοδραματισμό που αντί για ήρωες έχει αντιήρωες και αντί των εκθαμβωτικών ντεκόρ-χώρων που γίνονται σε στούντιο του Χόλιγουντ, εκμεταλλεύεται τη φωτογένεια της φρίκης σε παρακμιακά μέρη της Ελλάδας ή της Ευρώπης. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούν την ίδια φόρμουλα. Το μεγάλο μου θέμα με το ευρωπαϊκό σινεμά είναι ότι βλέπω μια ισοπεδωτική ομοιομορφία ταινιών, όπου λίγες πια με εκπλήσσουν και ελάχιστες τολμούν να μιλήσουν σε μια άλλη γλώσσα. Ένα άλλο στοιχείο που δεν ξέρει ο κόσμος είναι ότι πάμε τα σενάρια σε κάτι σαν script clinics. Λες και είναι άρρωστα τα σενάρια, πάμε να τα θεραπεύσουμε, ακόμη δεν τα γράψαμε. Και υπάρχει και αυτή η αυτολογοκρισία των σκηνοθετών, που είτε επειδή θέλουν να βρουν ένα μεγαλύτερο κοινό είτε να πάνε σε ένα μεγάλο φεστιβάλ ή οτιδήποτε, ακολουθούν κάποιες νόρμες που είναι εκείνη τη στιγμή επίκαιρες και δημοφιλείς. Καλό φεστιβάλ δεν σημαίνει καλές ταινίες. Πρέπει να υπάρξει μια απομυθοποίηση των ίδιων των φεστιβάλ. Έχω δει πάρα πολλές ταινίες σε αυτά τα φεστιβάλ που είναι ανώδυνες. Πολλές φορές, είναι σαν ο σκηνοθέτης να κάνει μια οντισιόν με την ταινία για να τον πάρουν στην Αμερική ή για να πάρει πολύ μεγάλο budget στην Ευρώπη. Για μένα, το να χαρακτηρίσεις την ταινία μου παρεμβατική, ξένη, παρεκκλίνουσα, είναι τιμητικό, κάτι σαν κινηματογραφικό παράσημο. Θεωρώ σημαντικό το να προσπαθήσεις να πας κόντρα σε αυτή την κυρίαρχη αφήγηση, αλλά αισθάνομαι ότι τέτοιες απόπειρες κινηματογράφησης είναι σαν σταγόνες στον ωκεανό.
Σήμερα πιστεύω ότι τα πάντα γίνονται με όρους θεάματος. Δηλαδή πολιτικοί, χειρουργοί, δικηγόροι, επιστήμονες, καλλιτέχνες, όλοι δουλεύουν με όρους θεάματος. Τους ανησυχεί λιγότερο το να κάνουν σωστά τη δουλειά τους και περισσότερο τους αγχώνει το να είναι καλοί ψυχαγωγοί απέναντι στο κοινό. Επίσης, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνεις τα όρια μεταξύ θεάματος και πραγματικότητας. Προχθές έβλεπα στην Αμερική μια ζωντανή δίκη ενός βιαστή, που δεν μπορούσες να καταλάβεις αν ήταν σαπουνόπερα ή πραγματική δίκη. Ακόμη και ο πολιτικός λόγος γίνεται πλέον μόνο με όρους θεάματος. Storytelling δεν κάνω μόνο εγώ, κάνουν και οι κυβερνήσεις. Δημιουργούν καθημερινά μυθοπλαστικές ιστορίες που τις δεχόμαστε σαν αληθινές και αυτοί στήνουν πάνω σε αυτές τις προπαγάνδες τους. Οι πολιτικοί είναι οι κυρίαρχοι storytellers σήμερα. Μου αρέσει η παράνοια σαν άνθρωπος, αλλά την πολιτική παράνοια δεν μπορώ να την αντέξω, αυτό το θέατρο που συμβαίνει και δεν μπορείς να καταλάβεις τις προθέσεις κανενός. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι αντιπροσωπεύει ο καθένας, τι είναι αλήθεια, τι είναι ψέμα. Ταυτόχρονα, όμως, σιγά-σιγά διαλύονται οι αυταπάτες. Όσο θολή είναι αυτή η ατμόσφαιρα, εσύ ως κοινό/ακροατήριο πρέπει να απαντήσεις σε ένα δίλημμα: ή να συνεχίσεις να βλέπεις αυτό το θέαμα και να χαθείς σε αυτό το χάος πληροφοριών ή να κρατήσεις μια συγκεκριμένη εικόνα και να αρχίσεις σιγά-σιγά να χτίζεις τον δικό σου κόσμο αντίστασης πάνω σε αυτό, ακόμη και αν η εικόνα αυτή είναι πλαστή. Αρκεί να την κρατήσεις ως αφετηρία. Είναι θέμα σε τι κοινό βάζεις τον εαυτό σου να ανήκει. Είναι αυτό που αγνοείς ότι υπάρχει και ξαφνικά χτυπάει την πόρτα σου. Όταν είχαν γίνει οι μεγάλες φωτιές το 2007, ήμουν στο σπίτι μου στην Πετρούπολη. Έβλεπα να καίγεται όλη η Ελλάδα κι ένιωθα ότι ήταν πολύ μακριά από εκεί όπου βρισκόμουν, και ξαφνικά άρχισαν να μπαίνουν στάχτες μέσα στο σπίτι. Όταν η πραγματικότητα εισβάλλει στον χώρο σου, αυτό για μένα είναι κάτι μαγικό και εξεγερτικό. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να εγκλωβιστεί μέσα στην εικόνα. Εκεί πρέπει να τη συναντήσεις και είναι ένα ξύπνημα για σένα τον ίδιο. Στο Ιράν ο κόσμος κατέβηκε στους δρόμους όταν έκλεισαν για δύο μέρες τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τελικά, ο καλύτερος τρόπος να ακούς τις ειδήσεις είναι να τις δημιουργείς εσύ. Έτσι κι εμείς πρέπει να γίνουμε η εικόνα των γεγονότων και όχι οι δέκτες. Είναι τυχεροί οι άνθρωποι που ζουν σε στιγμές που η Ιστορία αλλάζει».
To «Interruption» θα βγει στους κινηματογράφους στις 28 Ιανουαρίου.
σχόλια