Έξω απ' την πόρτα του διαμερίσματος της στο Κολωνάκι, σε μεταλλική πλακέτα με καρφιά στις άκρες, «χτυπημένα» το όνομά της και εκείνο του Γιώργου Χειμωνά. Καθόταν στον καναπέ. Φορούσε μαύρα –και τα γυαλιά της μαύρα ήταν. Η οικιακή βοηθός μου παινεύει το κραγιόν που της πρότεινε να βάλει για να με υποδεχτεί –«είναι, πράγματι, πολύ ωραίο και έντονο αυτό το χρώμα, κυρία Αναγνωστάκη», της είπα και της έδωσα το κουτί με τα σοκολατάκια που της είχα αγοράσει. Ήταν το πρώτο της χαμόγελο. «Θα φάτε κι εσείς απ' αυτά!», είπε. Τα μαλλιά της άσπρα, γκρίζα, λίγο μαύρα, χτενισμένα όμορφα –«περίεργος χρωματικός συνδυασμός», της είπα. Θέλει να της ξαναθυμίσω το όνομά μου. Το ρωτάει με συστολή.
Η τηλεόραση ανοιχτή σε κάποια μεσημεριανή εκπομπή, απέναντί της ο Γιώργος Χειμωνάς φωτογραφημένος μ' ένα μακό μπλουζάκι, κάποια φωτογραφία του γιου της Θανάση πλάι στο τελευταίο του μυθιστόρημα, μία έγχρωμη φωτογραφία του αδελφού της, ποιητή, Μανόλη Αναγνωστάκη, αφίσες απ' τον «ουρανό κατακόκκινο» και το «σ' εσάς που με ακούτε» που ανέβηκαν πρόσφατα στην Αθήνα, ένα κορνιζαρισμένο σκίτσο του Χειμωνά που σχεδίασε κάποτε ο Γιάννης Τσαρούχης, ένα άλλο με τον Θανάση μωρό «που έφτιαξε ο Γιώργος με μολύβι, πριν από 40 χρόνια», μία δική της pop art φωτογραφία μ' ένα «I love you» επάνω δεξιά που με ενθουσίασε μόλις την αντίκρισα –το ίδιο κι εκείνην. «Είναι χαρούμενο αυτό», είπε.
Δεξιά απ' τον καναπέ, στο κομοδίνο, φωτογραφία του Γιώργου, του Μποτλέρ, του Γιώργου (πάλι) νεότερου. Τα παντζούρια ήταν ανοιχτά – έμπαινε ήλιος και καθαρός αέρας και της άρεσε πολύ. Απ' το μπαλκόνι φαίνονταν μαγαζιά με ανοιξιάτικα ρούχα, κάποιος θυρωρός που είχα συναντήσει λίγο πριν στην είσοδο της πολυκατοικίας ρωτώντας με πού πάω, η πλατεία Κολωνακίου, ένα υπόγειο parking, κόσμος που πηγαινοερχόταν βιαστικός για να κάνει τις δουλειές του, εκείνο το απόγευμα της Πέμπτης που με υποδέχτηκε -τι τιμή!- στο σπίτι της.
Η συνέντευξή μας συνέβη σαν σκηνή μακρόσυρτου διαλόγου από κάποιο θεατρικό της έργο – κι ήταν ειλικρινής, γι αυτό και τις περισσότερες φορές κοφτή στις απαντήσεις της. «Δεν δίνω συνεντεύξεις, αλλά τέλοσπαντων», είπε. «Μ' άρεσε πάντως έτσι όπως τα είπατε», της είπα στο τέλος. «Γιατί δεν είστε μέσος όρος σαν τους ανθρώπους που περπατάνε τώρα στην οδό Καψάλη», συνέχισα. «Λέτε;» αναρωτήθηκε. Κι έπειτα το ξανασκέφτηκε. «Δεν ξέρω αν είναι καλό τελικά να μην είναι κάποιος μέσος όρος...».
— Σας αρέσουν τα σοκολατάκια;
Πολύ! Δεν ξέρω κανέναν που να μην του αρέσουν. Άλλο αν τα αποφεύγουν...
— Γιατί φοράτε μαύρα γυαλιά;
Συνήθως φοράω μαύρα γιατί πενθώ (χαμογελάει). Αστειεύομαι. Είναι πιο σεμνά, πιο κομψά. Από μικρή τα έβαλα και δεν τα έβγαλα. Από 18 χρονών.
— Θέλατε να κρύβετε τα μάτια σας;
Όχι. Με βόλεψαν.
— Σε τι;
Έβλεπα καλύτερα. Συνήθισα πια.
— Τι χρώμα είναι τα μάτια σας;
Καφέ... Πρώτη φορά είπα τη λέξη «καφέ» για μάτια.
— Ποια χρώματα σας αρέσουν;
Μ' αρέσει το μπλε. Το μωβ. Το άσπρο. Αυτά.
— Η κομψότητα ήταν πάντα μέρος της ζωής σας;
Η εσωτερική κομψότητα.
— Νομίζω και η εξωτερική.
Μπορεί (χαμογελάει).
— Δεν το πιστεύετε;
Σαν αστείο μου φαίνεται αυτό που είπατε.
— Ζήσατε ωραία παιδικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη;
Καλά. Με δισταγμό, σας λέω «καλά».
— Γιατί με δισταγμό;
Ε, δεν ήταν υπέροχα! Καταρχήν συνέβη η τριετής φυλάκιση του αδελφού μου. Αυτό ήταν πολύ οδυνηρό. Έπρεπε να πηγαίνω στη φυλακή, μαζί με άλλα μέλη της οικογένειάς μου για να τον βλέπουμε. Δεν ξέραμε τι θα γίνει. Πολλές φορές μας απήντησαν με την εις θάνατον καταδίκη. Ήταν, όμως, μάλλον εκφοβισμός.
— Ήσασταν περήφανη γι' αυτόν;
Πολύ περήφανη. Αλλά προτιμούσα να μην έχω αυτή την περηφάνια. Ήταν κάτι που ήθελα να τελειώσει. Υπήρχαν πάντως και καλές στιγμές.
— Είχατε αδυναμία στο Μανώλη;
Ναι. Έναν αδελφό είχαμε. Εγώ ήμουνα η πιο μικρή απ' όλους. Η Μαρία ήταν η μεγαλύτερη.
— Ήσασταν φρόνιμο παιδί;
Ντεμί.
— Σας διάβαζε ποιήματά του ο Μανόλης;
Όχι. Δεν μου επιτρεπόταν. Αλλά, μερικές φορές, στη ζούλα, διάβαζα κάτι που είχε γράψει.
— Εσείς γράφατε εύκολα θεατρικά έργα;
Ναι. Εύκολα. Γρήγορα. Σ' ένα βράδυ είχα γράψει, θυμάμαι, ένα. Μου το είχε ζητήσει ο Κουν.
— Πως ήταν η επαφή σας μαζί του;
Ήταν πάρα πολύ καλή, εξαιρετική. Ήμασταν και οι δύο εντάξει, όπως το θέλαμε, κι έτσι δεν κοντράραμε ποτέ.
— Του κάνατε παρατηρήσεις για τα ανεβάσματα των έργων σας;
Έκανα παρατηρήσεις, τις δεχόταν. Έκανε παρατηρήσεις, τις δεχόμουνα. Με τον Κουν ήμουνα πολύ φιλική.
— Πώς γράφατε τα θεατρικά σας έργα;
Έγραφα στο χέρι, αλλά διάβαζα κιόλας τους διαλόγους για να τους ακούω.
— Τι είναι αυτό πιστεύετε που κάνει τα θεατρικά σας έργα να ξεχωρίζουν και να συνεχίζουν να παίζονται;
Καμιά φορά ξεχωρίζουν, όχι πάντα. Άλλωστε, ένα καλό έργο -δεν μιλάω για τα δικά μου, αυτό να το γράψετε παρακαλώ- πρέπει να έχει πάντα κάτι που να το κάνει επίκαιρο.
— Από πότε έχετε να γράψετε;
Πάει πολύς καιρός. Δέκα, έντεκα χρόνια.
— Γιατί σταματήσατε να γράφετε;
Δεν ήθελα πια να γράφω... Γράψτε αυτό: δεν ήθελα να γράφω.
— Γιατί;
Δεν ξέρω. Είχα τελειώσει με τα έργα που ήθελα να γράψω. Μετά δεν ξανάρχισα.
— Δεν σας έλειψε;
Όχι. Είχα πολλά πράγματα να κάνω τότε, την εποχή εκείνη.
— Δεν ήταν η ζωή σας το γράψιμο;
Όχι.
— Τι ήταν η ζωή σας;
Γράψτε «δεν ξέρω».
— Από πότε έχετε να βγείτε απ' το σπίτι;
Πάει πολύς καιρός. Από τότε που αρρώστησα πολύ, από πέρσι.
— Θα θέλατε να κάνετε μια βόλτα;
Ναι. Πολλές φορές κατεβαίνω μέχρι κάτω, βλέπω το θυρωρό, με κοιτάζει, μου λέει «θέλετε μια βόλτα;», «όχι, δεν πειράζει» λέω κι ανεβαίνω απάνω. Μ' αρέσει έτσι όπως με ρωτάτε – απλά και σύντομα.
— Καπνίζετε;
Παλιά κάπνιζα πάρα πολύ. Κόπηκε έτσι απότομα. Πριν από ένα χρόνο.
— Γιατί καπνίζατε στο παρελθόν;
Το είχα ανάγκη. Ένα πρωί ξύπνησα και μου είπε ο θυρωρός: «να σας πάρω ένα πακέτο;». «Όχι», του είπα, «δεν θέλω». Και τελείωσε.
— Η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής σας ποια ήταν;
Η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου ήταν όσο ζούσε ο Γιώργος. Όσο ζούσε ο Γιώργος, υπήρχε μία τελειότητα στη ζωή μου. Όταν πέθανε, έπαψε και η τελειότητα.
— Σας λείπει;
Πάρα πολύ!
— Πώς γνωριστήκατε;
Τυχαία. Εντελώς τυχαία. Από φίλους.
— Κεραυνοβόλος έρωτας;
Δεν θυμάμαι.
— Τι σας άρεσε σ' εκείνον;
Ότι ήταν πολύ ωραίος. Δεν ήταν;
— Πολύ.
Αυτό ήταν το πρώτο που μου έκανε εντύπωση. Είπα «τι ομορφιά!». Και μετά όλα τ' άλλα.
— Δεν ήταν πολύ απόμακρος, πολύ μοναχικός;
Ήταν. Και για μένα ήταν. Και με μένα έτσι ήταν.
— Δεν ήταν δύσκολη αυτή η συμβίωση;
Πολύ δύσκολη, αλλά συνήθισα.
— Υπάρχει κάτι που σας λείπει σήμερα;
Πολλά.
— Όπως;
Μου λείπει ο Γιώργος. Ο Γιώργος. Μου λείπει ο Γιώργος. Ζω μισή ζωή.
— Τόσο δεμένη ήσασταν μαζί του;
Πάρα πολύ. Ο Γιώργος είναι παντού.
— Ήταν κι εκείνος το ίδιο ερωτευμένος μαζί σας;
Δεν ξέρω καθόλου. Δεν ξέρω τι έκανε ο Γιώργος στη ζωή του, τι ήταν αλήθεια, τι ήταν ψέμα, δεν έχω ιδέα.
— Δεν καταλαβαίνατε πότε ήταν αληθινός ή ψεύτικος ο άνθρωπος με τον οποίο ζούσατε μαζί;
Δεν ξέρω. Αλήθεια, δεν ξέρω.
— Σας αρκούσε απλά η παρουσία του;
Όχι τόσο. Γιατί μαλώναμε πολύ γι' αυτό το λόγο. Δεν μου αρκούσε απλά η παρουσία του... Θέλετε λίγο καφέ;
— Όχι, ευχαριστώ. Έχω το νερό που μου προσφέρατε μπαίνοντας.
Αν θελήσετε μου το λέτε.
— Πώς κυλάει η μέρα σας;
Εδώ. Στο σπίτι. Βλέπω τηλεόραση... Τι απογοήτευση, ε;
— Τι σας αρέσει να παρακολουθείτε;
Τα πάντα. Αλλά πιο πολύ ειδήσεις. Με ξεκουράζει η τηλεόραση.
— Μουσική ακούτε;
Άκουγα πολύ. Κλασσική. Αλλά και μοντέρνα. Και ροκ. Γράψτε πως χαμογελάω εδώ. Άρεσε πολύ στο Γιώργο η ροκ.
— Κυλάει εύκολα ή δύσκολα η μέρα σας;
Πότε εύκολα, πότε δύσκολα.
— Οι δυσκολίες πού είναι;
Στο ότι δεν υπάρχει θέμα.
— Το γράψιμο σε τι σας βοήθησε;
Δεν ξέρω. Πρέπει να ρωτήσετε κι άλλους γι' αυτό.
— Ήταν δύσκολο που συμβιώνατε με έναν άνθρωπο ο οποίος επίσης έγραφε;
Όχι. Γιατί δεν έβλεπα πότε έγραφε.
— Δεν μένατε μαζί;
Μαζί μέναμε, αλλά κλειδωνόταν μερικές ώρες.
— Ποιος μαγείρευε στο σπίτι;
Είχαμε μία κοπέλα.
— Εσείς ξέρετε να μαγειρεύετε;
Ξέρω.
— Τι σας άρεσε να φτιάχνετε;
Κεφτέδες. Πατάτες τηγανιτές.
— Αυτά άρεσαν στο γιο σας;
Ο γιος μου δεν έτρωγε πολύ.
— Σας μοιάζει;
Δείτε τις φωτογραφίες... Όχι. Είναι πιο όμορφος. Αλήθεια.
— Τι σας κάνει χαρούμενη;
Μια ωραία μέρα. Όταν ο ήλιος είναι καλός. Υπάρχουν μέρες καλές.
— Βγαίνετε στο μπαλκόνι να δείτε κάτω το δρόμο;
Όχι. Τελευταία προτιμώ να μένω στο σαλόνι.
— Περάσατε ποτέ μεγάλη μοναξιά;
Όχι. Είχα πάντα πολύ κόσμο γύρω μου. Κι αυτό με κούραζε. Με κούραζε πολύ. Τώρα το 'χω συνηθίσει.
— Σας επισκέπτονται ακόμη φίλοι, γνωστοί;
Ναι. Και κάθονται ώρες...
— Προτιμάτε να μένετε μόνη σας;
Μερικές φορές, ναι.
— Τι σκέφτεστε όταν είστε μόνη σας;
Φαντασιοπληξίες.
— Δεν είναι δημιουργικές;
Ναι. Αλλά φεύγουν.
— Ποια είναι η πιο έντονή σας ανάμνηση απ' το παρελθόν;
Όταν ετοιμαζόμασταν να βγούμε έξω με το Γιώργο, να πάμε βόλτα. Συνήθως κατά μήκος της θάλασσας, στο Φάληρο, ώσπου να βρούμε κάποιο καφενεδάκι. Και πιο πέρα απ' το Φάληρο. Πριν μαλώσουμε.
— Ο Γιώργος και πάλι, ε;
Ναι. Ήταν ωραία. Αλλά συνήθως μαλώναμε και γυρνούσαμε σπίτι.
— Πώς τα ξαναβρίσκατε;
Α, έτσι. Πήγαινε ο ένας στο δωμάτιο του άλλου.
— Το καταλαβαίνατε ότι ήσασταν μία όμορφη γυναίκα;
Δεν με απασχολούσε αυτό το θέμα. Ήθελα να αρέσω στο Γιώργο. Δεν με ενδιέφερε να είμαι ωραία για να αρέσω. Καταλάβατε;
— Φυσικά. Του διαβάζατε τα έργα σας;
Ναι. «Αριστούργημα!», μου έλεγε. «Θαύμα! Αριστούργημα!». Ψέματα.
— Το καταλαβαίνατε όταν σας έλεγε ψέματα;
Ναι. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω εάν του άρεσαν τα έργα μου ή όχι.
— Εκείνος σας διάβαζε τα δικά του;
Ναι. Και μου άρεσαν πάντα.
— Τα βρίσκατε δύσκολα;
Όχι. Δεν τα έβρισκα δύσκολα.
— Σήμερα τι θεωρείτε πολύ σημαντικό στη ζωή σας;
Το ντύσιμο. Να είμαι ντυμένη ωραία και κομψά. Αυτό το θεωρώ σημαντικό. Και ο Γιώργος το θεωρούσε σημαντικό. Ας πούμε, έρχεστε εσείς να με δείτε. Η εικόνα είναι έτσι κι έτσι (φορούσα ένα μαύρο φανελάκι, τζιν παντελόνι και αθλητικά παπούτσια). Δεν είναι πολύ καλή (χαμογελάει). Αλλά τέλοσπαντων, την ανέχομαι (χαμογελάει πάλι). Αυτό να το εκλάβετε ως χιούμορ, παρακαλώ.
— Το αντιλαμβάνεστε όταν σας θαυμάζουν οι άνθρωποι;
Δεν με θαυμάζουν πολλοί.
— ...Κάποιοι μάλιστα γράφουν πως είστε η σημαντικότερη θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας.
Βλακείες.
— Παντού, πολλές φωτογραφίες μέσα στο σπίτι...
Σαν κλαμπ φωτογραφιών. Ναι.
— Σας αρέσει το Καλοκαίρι;
Πολύ.
— Πιο πολύ απ' το Χειμώνα;
Πιο πολύ. Το Χειμώνα περνάω άσχημα.
— Γιατί σας αρέσει το κέντρο της πόλης και παραμένετε να ζείτε εδώ;
Μ' αρέσει γιατί έχει πολύ κόσμο. Τον οποίο δεν βλέπω. Αλλά μ' αρέσει να υπάρχει. Κι ας μην τον βλέπω.
— Είστε ευαίσθητη;
Μάλλον γαϊδούρα.
— Δεν κλαίτε εύκολα;
Κλαίω. Αλλά το ένα με το άλλο δεν έχει σημασία.
— Σκληρές αποφάσεις πήρατε ποτέ στη ζωή σας;
Όχι.
— Ούτε όταν είχατε χωρίσει απ' τον πρώτο σας σύζυγο;
Όχι. Δεν ήταν σκληρή απόφαση.
— Αγαπηθήκατε όσο θα θέλατε;
Όσο και να μ' αγαπούσαν, εγώ δεν πειθόμουν.
— Κανείς δεν σας έπεισε;
Κανείς. Ούτε περίμενα ότι θα με πείσει κάποιος.
— Προτιμούσατε να αγαπάτε;
Το προτιμούσα (παίρνει με το χέρι της ένα ακόμη σοκολατάκι, κάπως μεγάλο).
— Θέλετε να σας κόψω στη μέση το σοκολατάκι;
Αν δεν σας είναι κόπος...
— Σας έρχεται κάποια ωραία εικόνα τώρα στο μυαλό;
Ένα λιβάδι. Και στη μέση νερό. Με πολλά χόρτα.
— Πιστεύετε πως ζήσατε ωραία ζωή;
Έζησα ωραία ζωή. Αλλά δεν το ήξερα.
— Πότε το καταλάβατε;
Όταν πέθανε ο Γιώργος.
— Κρίμα που δεν το ξέρατε...
Κρίμα. Πολύ μεγάλο κρίμα.
— Σας φοβίζει το τέλος;
Να σκεφτώ λίγο... Όχι πολύ. Δεν το σκέφτομαι... Μα, δοκιμάστε κι' εσείς. Είναι τόσο ωραία αυτά τα σοκολατάκια...
___________
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» της Κύπρου (ένθετο «ΦιλGood»), τον Μάιο του 2016. Ήταν η τελευταία (και σπάνια) συνέντευξη που επέλεξε να δώσει η θεατρική συγγραφέας. Αναδημοσιεύεται με την άδεια του Γιάννη Χατζηγεωργίου.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 8.10.2017
σχόλια